Η ωκυτοκίνη είναι μια εξαιρετικά σημαντική ορμόνη, που εμπλέκεται στην κοινωνική αλληλεπίδραση και τον δεσμό στα θηλαστικά, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων. Είναι καλά τεκμηριωμένο ότι τα επίπεδα ωκυτοκίνης μιας νέας μητέρας, μπορούν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά της και ως αποτέλεσμα, τον δεσμό που δημιουργεί με το μωρό της.
Μια νέα επιγενετική μελέτη από τις Kathleen Krol και Jessica Connelly από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια και τον Tobias Grossmann από το Ινστιτούτο Max Planck για τη Γνωστική και Εγκεφαλική Επιστήμη του Ανθρώπου, υποδηλώνει τώρα ότι η συμπεριφορά της μητέρας ή του πατέρα μπορεί επίσης να έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στα αναπτυσσόμενα συστήματα ωκυτοκίνης των παιδιών τους.
Οι επιστήμονες παρατήρησαν μια αλληλεπίδραση ελεύθερου παιχνιδιού ανάμεσα σε μητέρες και τα πεντάμηνα παιδιά τους.

Η παιδική ηλικία σηματοδοτεί μια δυναμική και εύπλαστη φάση της μεταγεννητικής ανάπτυξης. Πολλά σωματικά συστήματα «ενεργοποιούνται» ωριμάζουν ή τροποποιούνται συχνά, καθορίζοντας την ψυχολογική και συμπεριφορική μας πορεία μέχρι την ενηλικίωση. Η φύση παίζει προφανή ρόλο, διαμορφώνοντάς μας μέσω των γονιδίων μας. Αλλά επηρεαζόμαστε επίσης έντονα από τις αλληλεπιδράσεις μας με άλλους ανθρώπους και με το περιβάλλον μας. «Είναι γνωστό ότι η ωκυτοκίνη συμμετέχει ενεργά στις πρώιμες κοινωνικές, αντιληπτικές και γνωστικές διεργασίες και ότι επηρεάζει σύνθετες κοινωνικές συμπεριφορές», λέει ο Tobias Grossmann. «Ωστόσο, σε αυτή τη μελέτη ρωτάμε αν η συμπεριφορά της μητέρας μπορεί επίσης να έχει καθοριστική επίδραση στην ίδια την ανάπτυξη του συστήματος ωκυτοκίνης του μωρού. Οι πρόοδοι στη μοριακή βιολογία, ειδικά στην επιγενετική, κατέστησαν πρόσφατα δυνατό να διερευνηθεί λεπτομερώς η αλληλεπίδραση φύσης και ανατροφής, στην προκειμένη περίπτωση η φροντίδα του βρέφους. Αυτό ακριβώς κάναμε εδώ».
Οι επιστήμονες παρατήρησαν μια αλληλεπίδραση ελεύθερου παιχνιδιού ανάμεσα σε μητέρες και τα πεντάμηνα παιδιά τους. «Συλλέξαμε δείγματα σάλιου τόσο από τη μητέρα όσο και από το βρέφος κατά την επίσκεψη και έπειτα, έναν χρόνο αργότερα, όταν το παιδί ήταν 18 μηνών. Μας ενδιέφερε να διερευνήσουμε αν ο βαθμός εμπλοκής της μητέρας στην αρχική συνεδρία παιχνιδιού θα είχε επίδραση στο γονίδιο του υποδοχέα της ωκυτοκίνης του παιδιού, έναν χρόνο μετά. Ο υποδοχέας της ωκυτοκίνης είναι απαραίτητος ώστε η ορμόνη να ασκεί τα αποτελέσματά της, και το γονίδιο μπορεί να καθορίσει πόσοι υποδοχείς παράγονται», εξηγεί η Kathleen Krol, υπότροφος Hartwell στο εργαστήριο της Connelly στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, που διεξήγαγε τη μελέτη μαζί με τον Tobias Grossmann στο MPI CBS στη Λειψία.
Μεγαλύτερη εμπλοκή της μητέρας φαίνεται να έχει τη δυνατότητα να ενισχύσει προς τα πάνω το σύστημα ωκυτοκίνης στα βρέφη.

«Διαπιστώσαμε ότι είχαν συμβεί επιγενετικές αλλαγές στο DNA των βρεφών και ότι αυτή η αλλαγή προβλεπόταν από την ποιότητα της εμπλοκής της μητέρας στη συνεδρία παιχνιδιού. Αν οι μητέρες συμμετείχαν ιδιαίτερα στο παιχνίδι με τα παιδιά τους, υπήρχε μεγαλύτερη μείωση της μεθυλίωσης του DNA (σ.σ. Η μεθυλίωση του DNA είναι μεταξύ των γνωστών ως επιγενετικών μηχανισμών, που επηρεάζουν την γονιδιακή έκφραση και, συνεπώς, τη λειτουργία των κυττάρων και των ιστών) στο γονίδιο του υποδοχέα της ωκυτοκίνης ένα χρόνο αργότερα. Η μειωμένη μεθυλίωση του DNA σε αυτή την περιοχή έχει στο παρελθόν συσχετιστεί με αυξημένη έκφραση του γονιδίου του υποδοχέα της ωκυτοκίνης.
Έτσι, η μεγαλύτερη εμπλοκή της μητέρας φαίνεται να έχει τη δυνατότητα να «ρυθμίζει προς τα πάνω» το σύστημα ωκυτοκίνης στους ανθρώπινους απογόνους», εξηγεί η επιστήμονας. «Σημαντικό είναι επίσης ότι βρήκαμε πως τα επίπεδα μεθυλίωσης του DNA αντανακλούσαν το ταμπεραμέντο του βρέφους, όπως μας το ανέφεραν οι γονείς. Τα παιδιά με υψηλότερα επίπεδα μεθυλίωσης στους 18 μήνες και πιθανώς χαμηλότερα επίπεδα υποδοχέων ωκυτοκίνης— ήταν επίσης πιο ιδιότροπα και λιγότερο ισορροπημένα».
Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης παρέχουν ένα εντυπωσιακό παράδειγμα του πώς δεν είμαστε απλώς «δέσμιοι» των γονιδίων μας, αλλά προϊόντα μιας λεπταίσθητης αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα «σχέδιά» μας και στις εμπειρίες μας. Η πρώιμη κοινωνική αλληλεπίδραση με τους κηδεμόνες μας —σίγουρα συμπεριλαμβανομένων και των πατέρων— μπορεί να επηρεάσει τη βιολογική και ψυχολογική μας ανάπτυξη μέσω επιγενετικών αλλαγών στο σύστημα της ωκυτοκίνης. Αυτά και συναφή ευρήματα υπογραμμίζουν τη σημασία της γονεϊκότητας για την προαγωγή της υγείας ανάμεσα στις γενιές.
ΠΗΓΗ: MAX-PLANCK-GESSELSCHAFT