Τα γεγονότα στον Ιανό, την Νομική Αθηνών, την Πολυτεχνειούπολη έφεραν και πάλι στο προσκήνιο την δράση ενός αριστερού απολυταρχισμού που κατά κύριο λόγο έχει ως εφαλτήριό του τα πανεπιστήμια. Αν και είχε ατονήσει για μια περίοδο, τώρα επανέρχεται. Ενδεχομένως θεωρώντας ότι οι κινητοποιήσεις για τα Τέμπη και η μαζικότητά τους αποκαθιστούν ένα κλίμα ευνοϊκό γι’ αυτόν ώστε να διεκδικήσει εκ νέου το κοινό του.
Η κυβέρνηση αντιδρά με έκδηλη αμηχανία. Κι αυτό γιατί αποδεικνύεται ότι η ρητορική της αλλά και μέτρα που κατά καιρούς έχει θεσπίσει όπως η πανεπιστημιακή αστυνομία, λειτουργούν σαν τον μύθο του Σίσυφου. Αυτό συμβαίνει γιατί αποπειράται να απαντήσει σ’ ένα πρόβλημα πολιτικό και ιδεολογικό με έναν τεχνοκρατισμό, ο οποίος μάλιστα βάζει συχνά νερό στο κρασί του κάθε φορά που στο τραπέζι πέφτει το ζήτημα του επικοινωνιακού και πολιτικού κόστους.
Υπό άλλες περιστάσεις το θεσμικό πλαίσιο θα επαρκούσε για την αντιμετώπιση του ζητήματος, δίχως τον αποτυχημένο πειραματισμό της πανεπιστημιακής αστυνομίας. Εξ άλλου, η μάχη που πρέπει να δοθεί είναι πολιτική, και είναι αλήθεια ότι η κεντροδεξιά και ο σοσιαλ-φιλελεύθερος χώρος δεν μπορεί να ανταπεξέλθει ακριβώς διότι υποτιμάει, αλλά και υπολείπεται στην διαπάλη των ιδεών.
Ο αριστερός απολυταρχισμός έχει αντιδραστικό χαρακτήρα, ο οποίος εκδηλώνεται σε πολλαπλά επίπεδα. Ας τα συνοψίσουμε:
Σε μια εποχή που συζητούμε για κοινωνία και οικονομία της γνώσης, όταν το ζητούμενο είναι ο επαναπατρισμός και η αποκέντρωση της παραγωγής με την αξιοποίηση των υψηλών τεχνολογιών, αλλά και την αποκατάσταση των μεσαίων στρωμάτων μέσω της αντιμετώπισης των νέων κοινωνικών ανισοτήτων με μορφωτικό χαρακτήρα, θεωρητικά το πανεπιστήμιο και η τεχνική παιδεία κατέχουν κεντρικό ρόλο. Στην πραγματικότητα, όμως, στενάζουν υπό την επιβολή μιας αντίστροφης «θεωρίας του σπασμένου τζαμιού», σύμφωνα με την οποία ελεύθερο είναι το ίδρυμα που βανδαλίζεται.
Σκιά του εαυτού της η τριτοβάθμια εκπαίδευση, ζει στην δική της παράλληλη πραγματικότητα με υποπολλαπλάσιο ίχνος στην κοινωνία, την οικονομία, την κίνηση ιδεών από αυτό που θα έπρεπε να έχει. Κάτι που είναι ταιριαστό βέβαια στο πλαίσιο του άκρατου παρασιτισμού –οικονομικού, ιδεολογικού και πολιτικού. Σε ένα μοντέλο που ενδιαφέρεται περισσότερο για «μπαρίστα» απ’ ό,τι για χημικούς μηχανικούς ή εκπαιδευτές μηχανικής μάθησης, κουμπώνει απόλυτα και η «ουτοπία» του αριστερού απολυταρχισμού για ένα πανεπιστήμιο-θέατρο ενός κρατικά επιδοτούμενου «ριζοσπαστισμού του θερμοκηπίου».
Στα χρόνια που προηγήθηκαν, φαινόμενα ολοένα και περισσότερο μειοψηφικά, κατάφερναν σαν τις μαύρες τρύπες να εγκαθιδρύονται στο επίκεντρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Την ίδια στιγμή που οι εξαιρέσεις των ανθρώπων που προόδευαν στους επιστημονικούς κλάδους τους πάσχιζαν και να αναμετρηθούν με την φθορά, παρά τις συχνές «μπούκες» στα εργαστήριά τους μετά από πάρτι και καταλήψεις. Συμπέρασμα; Ο αριστερός απολυταρχισμός στερεί από την κοινωνία ένα πολύτιμο πόρο για την μετάβαση σε ένα ενάρετο οικονομικό μοντέλο, με λιγότερες ανισότητες, και προς μια πιο δημοκρατική κοινωνία.
Και επειδή μιλήσαμε για δημοκρατική κοινωνία: ο αριστερός απολυταρχισμός, επίσης, εκμηδενίζει τον ανανεωτικό ρόλο της νεολαίας. Εδώ μιλάμε για ολοκληρωτική καταστολή της σκέψης και της δημιουργικότητας. Εκείνοι που υποτίθεται ότι εκθειάζουν την νεολαία, είναι οι ίδιοι που δεν την αφήνουν να κάνει το παραμικρό βήμα μοναχή της, προς μια πνευματική και πολιτική αναγέννηση την οποία πέτυχαν οι παλαιότερες γενιές στην νεότητά τους.
Και ως προς αυτό εντελώς αποκρουστικός είναι ο ρόλος των 50άρηδων της αριστεράς –της «ηγεσίας»: ινφλουένσερς εντός κι εκτός εισαγωγικών, μαζί με νούμερα κάθε λογιών, δημοσιογράφοι, τραγουδιστές, ηθοποιοί, κωμικογράφοι της κακιάς ώρας και μπασκετμπολίστες που επιδίδονται σε ένα αριστερό μάρκετινγκ διεκδικώντας ρόλο Ιεροεξεταστών, να ορίζουν καθημερινά από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτυώσης τι επιτρέπεται και τι όχι.
Ποιό είναι το αποτέλεσμα; Οι δίαυλοι του πνεύματος, και κυρίως τα πανεπιστήμια, από προπύργια έχουν μεταβληθεί σε νεκροταφεία ιδεών. Έτσι, αφού η παραμικρή εκδήλωση εκτός του «κανόνα» απαγορεύεται στα ιδρύματα, η πολιτική του αριστερού απολυταρχισμού διολισθαίνει διαρκώς προς εκείνην των ταγμάτων εφόδου: ωμή λατρεία της δύναμης, και υποκατάσταση των ιδεολογικών επεξεργασιών από δολοφονίες χαρακτήρων, ρητορική μίσους, και καλλιέργεια των παβλοφικών αντανακλαστικών. Παράλληλα, μια μερίδα νέων με αυθεντικές ευαισθησίες και αγωνίες, που προφανώς σιχαίνονται αυτόν τον κόσμο και την υποκρισία του, στην θέα του στυλιαριού που ανεβοκατεβαίνει εξαναγκάζονται σε ιδιώτευση ή αναχωριτισμό.
Και ευρύτερα όμως, για τα κοινωνικά κινήματα και την κοινωνία των πολιτών ο αριστερός απολυταρχισμός αντιπροσωπεύει τις «10 πληγές του Φαραώ». Θεωρητικά μιλώντας, τα κοινωνικά κινήματα λειτουργούν σαν καταλύτης για την ανανέωση του πολιτικού τοπίου. Αυτό, στα χαρτιά. Γιατί αν κάνει κανείς έναν απολογισμό των κοινωνικών κινητοποιήσεων της τελευταιας 20ετίας στην Ελλάδα, δεν υπάρχει περίπτωση που να μην την έχει καταστρέψει η αριστερά, διαστρέφοντας, απομυζώντας, και εν τέλει χαντακώνοντας τις συλλογικές υποθέσεις. Για μια ακόμη φορά ας επικαλεστούμε την υπόθεση των Τεμπών. Την δυνατότητα να στραφεί το αίσθημα της κοινωνίας για δικαιοσύνη, κάθαρση, και μεταρρυθμίσεις σε ένα ρεύμα υπέρ της υπέρβασης του αναχρονιστικού κράτους, και διεκδίκησης ενός σύγχρονου σιδηροδρόμου που θα άλλαζε –πραγματικά– το τοπίο των μεταφορών στη χώρα. Στην θέση τους, συνομωσιολογικές τερατολογίες. Αντί για ανανέωση, εργαλειοποίηση. Μικροπολιτική μεν, για να επιβιώσει το «ασφυκτικό μαγαζάκι». Γεωπολιτική δε γιατί σε αυτό το διάβημα περιμένουν έτοιμες διάφορες πρεσβείες να ξετυλίξουν τις υβριδικές τους επιχειρήσεις.
Φυσικά ο αριστερός απολυταρχισμός δεν είναι μόνος του.
Οι πρόσφατες συλλήψεις της Θεσσαλονίκης έδειξαν τι επωάζεται και στους κύκλους της άκρας δεξιάς. Θα πρέπει δε να μας προβληματίσει η ανθρωπογεωγραφία του πράγματος, καθώς, η οργάνωση συμμορίτικου τύπου που εξαρθρώθηκε δρούσε αποκλειστικά στις λαϊκές συνοικίες, και στα ΕΠΑΛ. Αντίθετα, η επιρροή της αριστεράς ξεκινάει από τα εύπορα μεσοστρώματα και πολύ συχνά φτάνει σε αυτό που ονομάζεται «πεποιθήσεις πολυτελείας», γίνεται δηλαδή χόμπι των γόνων των ελίτ.
Όμως ο συμψηφισμός και η χρήση του ενός για άλλοθι του άλλου δεν πρόκειται να μας οδηγήσει μακριά. Προφανώς υπάρχουν και συγκλίσεις –στις απολυταρχικές πρακτικές, στο κοινό μίσος απέναντι στο κλασικό δημοκρατικό πρότυπο, στην κοινή έλξη που νοιώθουν προς τον «ρωσικό κόσμο» –εξ άλλου αμφότεροι παρέχουν άλλοθι στον ρωσικό ιμπεριαλισμό.
Ωστόσο, όλα τα προηγούμενα αφορούν ένα άλλο σκέλος των προβληματισμών. Εδώ συζητούμε για κάτι συγκεκριμένο. Απέναντι στον απολυταρχισμό της αριστεράς –που γίνεται ολοένα και πιο ωμός και κυνικός όσο βαθαίνει η ιδεολογική της παρακμή– δεν αρκεί να προτάξουμε τον γράμμα του νόμου, ευχολόγια, ή εκκλήσεις για την τήρηση της διαδικασίας. Χρειάζεται να του αντιτάξουμε μια διαφορετική πρόταση κοινωνίας, μια νέα ιεράρχιση των αξιών, και μια νέα στάση για το δημόσιο πανεπιστήμιο και ευρύτερα τον κόσμο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει μέσα στην κοινωνία.
Αν κάτι δεν μπορούν να χωνέψουν οι δράστες της επίθεσης στον Ιανό –και γι’ αυτό επιστράτευσαν τα ψέμματα για τα ΜΑΤ, και τις συκοφαντίες που εξαπέλυσαν στην συνέχεια– ήταν πως το κοινό της εκδήλωσης αυτο-οργανώθηκε και τους πέταξε έξω. Διόλου τυχαίά επρόκειτο για ανθρώπους μεγάλης ηλικίας, προερχόμενοι από τον αστερισμό της «άλλης αριστεράς» (που τραγουδούσε και ο Δ. Σαββόπουλος), οι οποίοι αν και με συχνά συγκρουόμενες πολιτικές πορείες συναντήθηκαν για να πουν ένα «φτάνει πια!» στην εργαλειοποίηση της υπόθεσης των Τεμπών και τις τερατολογίες των ξυλολίων. Τα κατάφεραν, διότι είχαν να αντιτάξουν μια υψηλότερη αντίληψη για την πολιτική από τις κουκούλες και τους χουλιγκανισμούς. Κριτική, μάλιστα, αντίληψη.
Το ηθικό δίδαγμα αυτής της ιστορίας –το οποίο και πάλι οι ίδιοι κύκλοι προσπαθούν να θάψουν ορυώμενοι– είναι ότι το τέλος των τραμπουκισμών δεν θα έρθει «από τα πάνω». Αλλά από την ίδια την κοινωνία, τους πολίτες που συσπειρώνονται και αντιτάσσουν σε αυτόν μια εναλλακτική στην δυστοπία που αντιπροσωπεύει.