Οι πρόσφατες εξελίξεις στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποκαλύπτουν μια αργή αλλά ξεκάθαρη μετατόπιση: η Τουρκία ετοιμάζεται να ενταχθεί στον ευρωπαϊκό αμυντικό σχεδιασμό. Συγκεκριμένα, η συμμετοχή της Άγκυρας στον μηχανισμό SAFE για την ενίσχυση της αμυντικής παραγωγής εντός ΕΕ φανερώνει ότι οι Βρυξέλλες είναι διατεθειμένες να αγνοήσουν, για ακόμα μια φορά, τις ενστάσεις δύο κρατών-μελών, της Ελλάδας και της Κύπρου. Δεν πρόκειται για τεχνική ή γραφειοκρατική απόφαση. Πρόκειται για στρατηγική επιλογή, η οποία έχει βαθιές πολιτικές συνέπειες.
Η Τουρκία προφανέστατα δεν μεταμορφώθηκε σε μια δύναμη ειρήνης ούτε ενστερνίζεται τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες. Αντίθετα, συνεχίζει να ακολουθεί την ίδια αναθεωρητική πολιτική τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο, παραβιάζοντας κυριαρχικά δικαιώματα και διατηρώντας στρατεύματα κατοχής σε ευρωπαϊκό έδαφος. Παρόλα αυτά, η ΕΕ, υπό την πίεση των σημερινών γεωπολιτικών απειλών, αναζητά λύσεις και προμηθευτές δείχνοντας ικανή να προσαρμοστεί ακόμη κι αν αυτό έρχεται σε απευθείας αντίθεση με τις ίδιες της τις διακηρύξεις περί ευρωπαϊκών αρχών κι αξιών.
Προφανώς το γεωπολιτικό πλαίσιο έχει αλλάξει άρδην σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση και η στρατηγική στροφή των ΗΠΑ προς την Ανατολική Ασία έχουν αφήσει την Ευρώπη εκτεθειμένη. Για δεκαετίες η ασφάλειά της βασιζόταν στην αμερικανική στρατιωτική ομπρέλα που ήταν δεδομένη. Εντούτοις σήμερα, η αμερικανική προστασία υπό την ηγεσία του Προέδρου Ντ. Τραμπ κάθε άλλο παρά δεδομένη είναι. Τα ευρωπαϊκά κράτη, ακόμη και οι μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις όπως η Γαλλία και η Γερμανία, αποδεικνύονται απροετοίμαστα για μια παρατεταμένη σύγκρουση όπως αυτή μεταξύ Κιέβου-Μόσχας. Η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία δεν διαθέτει ούτε τον απαιτούμενο ρυθμό αλλά ούτε την αυτονομία που απαιτούν οι συνθήκες.
Υπό το πρίσμα αυτό και με δεδομένη την ευρωπαϊκή αδυναμία, η Τουρκία αναδύεται ως ένας εναλλακτικός παίκτης στον οποίο η Ένωση μπορεί να βασιστεί. Με τα Bayraktar να εξάγονται σε χώρες της ΕΕ ήδη, με τεχνολογικές επενδύσεις και πολιτική βούληση για αμυντική αυτάρκεια, η Άγκυρα κερδίζει πόντους εντός του ευρωπαϊκού οικοδομήματος παρόλη την διαρκή επιθετική συμπεριφορά της που προσβάλλει τις αρχές της Ένωσης. Οι αγορές τουρκικού στρατιωτικού υλικού από χώρες όπως η Πολωνία και η Ρουμανία είναι μόνο η αρχή. Το πρόβλημα δεν εστιάζεται στο γεγονός ότι η Άγκυρα έχει αναπτύξει, σε σημαντικό βαθμό, την εγχώρια αμυντική της βιομηχανία αλλά στο γεγονός ότι οι Βρυξέλλες είναι πρόθυμες να κάνουν πολιτικές εκπτώσεις ώστε να καλύψουν τις αδυναμίες τους.
Η ευρωπαϊκή στροφή στον ρεαλισμό είναι προφανής: πρώτα η ασφάλεια ως ανάγκη και μετά οι αρχές. Στο πλαίσιο αυτό η Τουρκία γίνεται δεκτή επειδή ακριβώς παράγει αμυντική τεχνολογία και μπορεί να την προμηθεύσει στους Ευρωπαίους, ενώ οι τελευταίοι αδυνατούν. Και ας μη γελιόμαστε, η ΕΕ υποχωρεί στρατηγικά έναντι της αυταρχικής Τουρκίας εντάσσοντας την στον αμυντικό της σχεδιασμό.
Ελλάδα και Κύπρος, δυο κράτη μέλη της ΕΕ βρίσκονται στη θέση του παρατηρητή αδυνατώντας ουσιαστικά να ανατρέψουν την κατάσταση όπως διαμορφώνεται. Με περιορισμένες και συγκυριακές συμμαχίες εντός Ένωσης, Αθήνα και Λευκωσία βλέπουν τον ρεαλισμό να γκρεμίζει την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Για τις Βρυξέλλες προφανώς η Αθήνα και ειδικά η Λευκωσία βρίσκονται μακριά. Εντούτοις, αυτό δεν συνεπάγεται ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την υπεράσπιση του διεθνούς δικαίου. Όμως παράλληλα Ελλάδα και Κύπρος οφείλουν να αντιληφθούν πως έχουμε ήδη εισέλθει σε μια νέα εποχή έντονων γεωπολιτικών ανακατατάξεων με συνέπεια οι διεθνείς σχέσεις να κρίνονται, ολοένα και περισσότερο, όχι από ηθικά πρότυπα αλλά από τις παραγωγικές δυνατότητες, την τεχνολογική επάρκεια αλλά και την στρατηγική ετοιμότητα. Η Τουρκία έχει επενδύσει σημαντικά ποσά στην αμυντική της αυτάρκειά. Η χώρα μας οφείλει να πράξει το ίδιο, αν θέλει να διαδραματίζει ρόλο και να έχει λόγο στις εξελίξεις στη γειτονιά της αλλά και στο νέο ευρωπαϊκό τοπίο που διαμορφώνεται.
Η ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας δεν είναι μόνο ζήτημα εθνικής ασφάλειας αλλά παράλληλα κι εργαλείο πολιτικής επιρροής. Όπως δείχνει η παρούσα συγκυρία, όποιος μπορεί να παράγει μπορεί και να διαπραγματεύεται από σχετική θέση ισχύος. Όποιος είναι αποκλειστικά πελάτης, παραμένει παρατηρητής των εξελίξεων.
Η ΕΕ στρέφεται προς τον ρεαλισμό ως στρατηγική επιβίωσης από τα απανωτά σοκ που έχει βιώσει το τελευταίο διάστημα. Αυτή ακριβώς η στρατηγική επιβίωσης σημαίνει πολλές φορές την εγκατάλειψη των αξιών και των αρχών για τις οποίες θεωρητικά μάχεται στην Ουκρανία. Το ερώτημα πλέον έγκειται στο αν η χώρα μας θα συνεχίσει να διεκδικεί πολιτικά μέσω διακηρύξεων ή αν θα επιλέξει να δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε να είναι απαραίτητη και όχι απλώς συμμορφούμενη.
Ο κόσμος αλλάζει με γρήγορους ρυθμούς. Και η ίδια η ΕΕ κινδυνεύει να βρεθεί στο περιθώριο των εξελίξεων απειλούμενη από τους γίγαντες της παγκόσμιας σκηνής κάτι που φαίνεται να συμβαίνει ήδη. Γιατί, εν τέλει, ο ρεαλισμός, είτε μας αρέσει είτε όχι, νικά τη ρητορική της «αλληλεγγύης».