Μεγάλη αναταραχή έχει προκαλέσει μέσα στην χώρα η είδηση για την συμπερίληψη της Τουρκίας στους «δυνητικούς δικαιούχους» του χρηματοδοτικού εργαλείου SAFE για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας.

Ακούγονται πολλά. Στην πραγματικότητα όμως η σχέση της Τουρκίας με την Ευρώπη, και ειδικότερα η εμπλοκή της στους μηχανισμούς της κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, ήταν ένα ζήτημα που ούτως ή άλλως θα καλούνταν να αντιμετωπίσει η ελληνική πλευρά. Αυτό που συμβαίνει τώρα είναι πως λόγω της 2ης θητείας Τραμπ, της επιδείνωσης των σχέσεων ΗΠΑ-ΕΕ, και την επιτάχυνση της γεωπολιτικής περιδίνησης για την Ευρώπη επιταχύνονται οι διεργασίες ώστε να κατασταλάξει η Ένωση σε κοινούς μηχανισμούς.

Advertisement
Advertisement

Οπότε εκ των πραγμάτων τίθεται το ζήτημα της Τουρκίας, ακριβώς επειδή η σχέση της με ορισμένες χώρες όπως είναι η Γερμανία είναι στρατηγική. Αλλά και επειδή έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια να προωθήσει συνεργασίες στο πεδίο της αμυντικής βιομηχανίας και με άλλες χώρες. Έτσι βρέθηκε να εξάγει drones στην Πολωνία, στρατιωτικά οχήματα στην Εσθονία, να προχωράει στην συμπαραγωγή ναυτικών μονάδων με την Ισπανία, να πουλάει πλοία στην Πορτογαλία, ή να αγοράζει (Baykar) την Piaggio Aerospace στην Ιταλία. 

Οπότε ποιο είναι το ζήτημα με το SAFE; Προφανώς και δεν κρίνεται από το συγκεκριμένο η διείσδυση της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα, μιας και –πλέον– και σημαντικές διμερείς συμφωνίες έχει επιτύχει με πολλές ευρωπαϊκές χώρες, και μετά την απόκτηση της Piaggio Aerospace έχει ανοίξει κερκόπορτα για να προσπεράσει οποιεσδήποτε δικλείδες κι αν αποπειραθούν να θέσουν Ελλάδα και Κύπρος στην συμμετοχή της.

Στην περίπτωση του συγκεκριμένου χρηματοδοτικού προγράμματος, η Ελλάδα προσπάθησε να θέσει όσες περισσότερες τέτοιες μπορούσε. Η Τουρκική συμμετοχή περιορίζεται στο 35% των δυνητικών κοινοπραξιών –καθώς δεν έχει υπογράψει ακόμα την αμυντική συμφωνία της ΕΕ που απαιτείται ώστε να μπορέσει να συμμετάσχει με μεγαλύτερα ποσοστά. Κι επίσης ακόμα και κάτω του 35% υπάρχουν τα επιμέρους δικλείδες που μπορούν να επιτρέψουν στην Ελλάδα να ελέγξει τον βαθμό της τουρκικής εμπλοκής.

Τι σημαίνει αυτό επί της ουσίας; Ότι το εν λόγω χρηματοδοτικό εργαλείο προσφέρει μια επί πλέον στήριξη σε σχήματα συμπαραγωγής, ενδεχομένως ευρωτουρκικής, στα οποία το καθεστώς της Άγκυρας σαφέστατα στοχεύει. Οι εξελίξεις, λοιπόν, δεν αποτρέπουν την πρόσβασή της σε αυτό το εργαλείο, αν και την δυσκολεύουν αρκετά. Όμως οι διμερείς συνεργασίες, ή η έμμεση παρουσία της Τουρκίας στο πεδίο μέσω των ευρωπαϊκών θυγατρικών της, θα συνεχίζει και θα εντείνεται και δίχως το Safe. Μάλιστα όσο η παρουσία της Τουρκίας στους σχετικούς κλάδους θα ισχυροποιείται άλλο τόσο θα είναι δύσκολο για την Ελλάδα να θέτει προσκόμματα και ως προς την συμμετοχή της στο συγκεκριμένο χρηματοδοτικό εργαλείο. Εξ άλλου, η ελληνική πλευρά καλείται να αντιμετωπίσει όχι μόνον τις τουρκικές μεθοδεύσεις, αλλά και ολόκληρο το πλέγμα των ευρωπαϊκών συμφερόντων που κρίνουν συμφέρουσα την ευρωτουρκική σύμπραξη.

Ποιο είναι το συμπέρασμα απ’ όλα αυτά;

Πρώτον, ότι η τακτική της Τουρκίας να καταστεί ρυθμιστής των ευρωπαϊκών πραγμάτων προχωράει και αποδίδει, και ότι με αυτόν τον τρόπο και ρόλο καταλύτη στην αυτοδυναμία της ΕΕ διεκδικεί (μια αυτονομία που δεν θα είναι πια ευρωπαϊκή αλλά ευρωτουρκική) και την Ελλάδα περικυκλώνει.

Advertisement

Δεύτερον, ότι η Ελλάδα έχει παγιδευτεί στα ήμερα νερά, καθώς ο χρόνος που κερδίζεται αξιοποιείται αποτελεσματικότερα από την Τουρκία, καθώς τον εκμεταλλεύεται για να πλασαριστεί ως κρίσιμος παράγοντας των ευρωπαϊκών εξελίξεων.

Τρίτον, ότι η αντιμετώπιση αυτής της πολιτικής είναι μια παρτίδα σκάκι που θα τραβήξει σε μάκρος, και απαιτεί πολύπλοκους χειρισμούς. Δεν είναι δηλαδή ζήτημα μιας πολιτικής που με στόμφο θα κάνει μια θεαματική ενέργεια που θα «ταπώσει» την Τουρκία μια και έξω.

Γι’ αυτό ακριβώς η κατάσταση αυτή βάζει δύσκολα για την Ελλάδα. Το μακροπρόθεσμο του ζητήματος, και η πολυπλοκότητά του, απαιτεί από αυτήν μια υψηλή στρατηγική, με βάθος στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, και αυξημένο βαθμό επίγνωσης από την πλευρά της κοινωνίας. Και όλα αυτά λείπουν σήμερα.

Advertisement

Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: ο τρόπος με τον οποίον κατάφερε να επανέλθει η Τουρκία στην συζήτηση για την ευρωπαϊκή αυτοδυναμία από τον Ιανουάριο και μετά, οπότε και αναλαμβάνει ο Τραμπ στις ΗΠΑ, δείχνει ένα πράγμα. Η Ελλάδα δεν έχει δουλέψει μέσα στην ΕΕ και όσο θα έπρεπε την προσέγγιση ότι ο τουρκικός επεκτατισμός δεν συνιστά απειλή μόνον για την ίδια και την Κύπρο, αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη και την αυτοδυναμία της. Προφανώς, ο εκβιασμός της Τουρκίας μέσω της εργαλειοποίησης του μεταναστευτικού, αλλά και της σπουδής της να εμφανίζεται ως εκπρόσωπος του ευρωπαϊκού Ισλάμ είναι το πρώτο πράγμα που μπορεί να επικαλεστεί η Ελλάδα για να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς της. Δεν είναι το μόνο, καθώς είναι ο Ερντογάν που σε κάθε ευκαιρία δεν ξεχνάει να τονίζει ότι προϋπόθεση για τον 21ο αιώνα, είναι η περαιτέρω αποδυνάμωση της Δύσης, και άρα αναπόφευκτα, και της Ευρώπης.

Υπάρχει και το ζήτημα της Ανατολικής Ευρώπης. Από την τοποθέτησή των περισσότερων χωρών της –βλέπε τις πρόσφατες τοποθετήσεις της Κάγια Κάλας, και του Ντόναλτ Τουσκ– αντιλαμβάνεται κανείς ότι χώρες όπως η Πολωνία και η Εσθονία, απορροφημένες από την απειλή της Ρωσίας, δείχνουν να μην έχουν πρόβλημα με την Τουρκία. Συνέβαλε σε αυτό και η στάση της στο Ουκρανικό, παρ’ όλο που την ίδια στιγμή η Τουρκία αποτελεί και τον κυριότερο κόμβο μέσα από τον οποίον η Ρωσία παρακάμπτει τις κυρώσεις. Εδώ η Ελλάδα πρέπει να προωθήσει την θέση περί εν γένει απειλής από τον Ευρασιατικό άξονα, να αγωνιστεί δηλαδή ώστε να καταστεί κοινή συνείδηση στην ΕΕ ο συστημικός χαρακτήρας της απειλής, και η ανάγκη να υπάρξει συντεταγμένη απάντηση στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Και όχι βάσει των ιστορικών εμπειριών του εκάστοτε εταίρου, και της δικής του πραγματικότητας που έχει να αντιμετωπίσει.

Τρίτον· ανεξάρτητα από το τι θα κάνει η Τουρκία, το «Safe» σαν χρηματοδοτικό εργαλείο θέτει στην Ελλάδα την πρόκληση και βιομηχανική πολιτική να αποκτήσει –που δεν διαθέτει επί της παρούσης– και την αμυντική βιομηχανία συγκεκριμένα να στηρίξει, μάλιστα, στο ιδιωτικό της σκέλος. Η Τουρκία έχει έτοιμο το οικοσύστημα, και την δυναμική των δικών της εταιριών, καθώς δουλεύει συστηματικά τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο είναι και ένας διαγκωνισμός στο επίπεδο της ετοιμότητας. Είναι άλλο να μπλοκάρει η Ελλάδα την υποψηφιότητα της Τουρκίας σε συγκεκριμένα προγράμματα ενώ η ίδια έχει να επιδείξει υψηλή απορροφητικότητα των πόρων, και άλλο με ελάχιστη ή καθόλου.

Advertisement

Πέραν της κυβέρνησης όμως, η πραγματικότητα αναδεικνύει και μια άλλη πρόκληση, εξ ίσου σημαντική. Εφ όσον ο αγώνας ενάντια στον τουρκικό επεκτατισμό είναι σκάκι και όχι τάβλι, όπως νομίζει μια πολύ συγκεκριμένου τύπου δημαγωγία επί των εθνικών, του τύπου που καθημερινά κάνουν ορισμένες εφημερίδες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τότε η αντιπολίτευση σε μια κυβέρνηση που δεν διαθέτει μια στρατηγική υψηλών οριζόντων θα πρέπει να έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Να μην είναι ισοπεδωτικά καταστροφολογική, να μην διακινεί καθημερινά την εντύπωση της προδοσίας και της αμετάκλητης καταστροφής, να αντιμετωπίσει μια παράλληλη προπαγάνδα που εργαλειοποιεί το εθνικό ζήτημα μόνο και μόνο γιατί στοχεύει στον συστημικό κλονισμό της κοινωνικής εμπιστοσύνης έναντι της Ελληνικής Πολιτείας.

Αντί αυτής της προσέγγισης, που δυστυχώς «ακούγεται» γιατί ακριβώς έχει καταφέρει να αναπτύξει τους δικούς της μηχανισμούς προπαγάνδας, μια δημιουργική αντιπολίτευση η οποία εφευρίσκει κοινούς τόπους, ώστε να συγκροτηθούν ευρύτερες ομάδες πίεσης προς την κυβέρνηση, τα πανεπιστήμια, τα ιδρύματα, για να επεξεργαστεί επιτέλους η χώρα μια στρατηγική προς την ορθή κατεύθυνση: ευρωπαϊκή Ευρώπη, ακριτικός Ελληνισμός, κοινό μέτωπο των χωρών της ευρωπαϊκής μεθορίου από την Ελλάδα και την Κύπρο, στην Ανατολική Ευρώπη, και από εκεί στην Σκανδιναβία. Άνοιγμα στην Ανατολή μέσω του IMEC (Ελληνισμός, Ισραηλινοί και Άραβες, Ινδία) και όχι με μεσίτη την Τουρκία. Αν δε η ανάγκη για «τρίτες χώρες» για την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας είναι τόσο κρίσιμη, υπάρχει και ο Καναδάς, ή η Βραζιλία –που θα ευαρεστούσε και τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους. Όχι μόνον η Τουρκία.

Advertisement