16 Αυγούστου 1943: Η ανθρωποσφαγή των Ναζί στο Κομμένο

16 Αυγούστου 1943: Η ανθρωποσφαγή των Ναζί στο Κομμένο

Η διαδρομή από την Άρτα στο Κομμένο, ένα καμποχώρι κοντά στις εκβολές του Άραχθου ποταμού στον Αμβρακικό, δεν έχει αλλάξει πολύ από το 1943. Η χάραξη της επαρχιακής οδού παραμένει ακριβώς η ίδια με 73 χρόνια πριν- μόνο το οδόστρωμα που τότε ήταν χωμάτινο, πλάτυνε λίγο και στρώθηκε με άσφαλτο.

Δεκαπέντε χιλιόμετρα δρόμος- από τη μια μεριά του ο λόφος της Περάνθης, από την άλλη το ποτάμι, πλατάνια και πορτοκαλιές. Γλυκιά διαδρομή σ’ έναν ήμερο τόπο.

Στις 16 Αυγούστου του 1943 τα περίπου 20 γερμανικά καμιόνια θα σήκωσαν στο πέρασμά τους από ‘κει, πριν ακόμα φέξει, μεγάλο κουρνιαχτό σκόνης και θηριώδη βουή. Μετέφεραν 120 στρατιώτες και αξιωματικούς- όλοι τους έτοιμοι για σκληρή μάχη, εφοδιασμένοι με πολυβόλα και όλμους, σύσσωμος ο 12ος Λόχος του 98ου Συντάγματος της 1ης Ορεινής Μεραρχίας «Εντελβάις».

Τα φορτηγά σταμάτησαν στην εκκλησία, στην είσοδο του χωριού. Οι στρατιώτες κατέβηκαν, χωρίστηκαν σε ομάδες και έζωσαν το χωριό σε σχήμα πετάλου. Η πλατεία ήταν σημαιοστολισμένη από το πανηγύρι ανήμερα της Παναγίας και στο σπίτι του έμπορου Θεόδωρου Μάλλιου μόλις είχε τελειώσει το γλέντι για τον γάμο της κόρης του Αλεξάνδρας. Έξι παρά το πρωί οι περισσότεροι κοιμόνταν, ενώ οι τελευταίοι γλεντοκόποι έφευγαν για το σπίτι...

Το σπίτι του Θεόδωρου Μάλλιου όπου έγινε το γλέντι του Ματωμένου Γάμου της κόρης του, Αλεξάνδρας. 40 άνθρωποι εκτελέστηκαν με ριπές πολυβόλου από τον στρατιώτη Άντον Τσήντλερ.

Το σύνθημα για την έναρξη της εκκαθαριστικής επιχείρησης ήταν δυο φωτοβολίδες- ακολούθησαν βολές όλμων, το κροτάλισμα των πολυβόλων και η είσοδος των Γερμανών στο χωριό. Στην πόρτα της εκκλησία συνάντησαν τον παπά Λάμπρο Σταμάτη να επιστρέφει στο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου τα ιερά σκεύη από τον γάμο που είχε τελέσει σε σπίτι του χωριού ανήμερα της Παναγίας. Πρώτος νεκρός. Στις 12 το μεσημέρι η ανθρωποσφαγή είχε μεθοδικά ολοκληρωθεί- το Κομμένο είχε γίνει στάχτη και 317 Έλληνες ήταν νεκροί, ανάμεσά τους 97 νήπια και παιδιά και 119 γυναίκες. Είκοσι οικογένειες που έμεναν στα πρώτα σπίτια του χωριού ξεκληρίστηκαν- τους σκότωσαν όλους.

Μέρες Αυγούστου του 2016- στην πλατεία του χωριού συναντώ τον Δημήτρη Βλαχοπάνο, συγγραφέα δύο ιστορικών μυθιστορημάτων («Κομμένο Ποτάμι», «Αγαπημένη μου αδελφή Άλεξ») που έχουν κοινό τους υπόβαθρο την σφαγή του Κομμένου. «Τα μεταπολεμικά παιδιά του χωριού μεγαλώσαμε με τις αφηγήσεις της σφαγής, ο πατέρας μου επέζησε από τύχη, ενώ δύο αδέλφια του πνίγηκαν στο ποτάμι προσπαθώντας να σωθούν», λέει ο ίδιος. Για την συγγραφή των βιβλίων του, όμως, ο Δ. Βλαχοπάνος δεν αρκέστηκε στις προσωπικές του μνήμες- πραγματοποίησε σειρά συνεντεύξεων με επιζώντες και ανέτρεξε σε όλη τη σχετική βιβλιογραφία. Του ζητώ να πιάσουμε από την αρχή την ιστορία- δεν τον διέκοψα παρά ελάχιστες φορές.

Το σπίτι του Σεραφείμ Σκάρα- εδώ οι Γερμανοί σκότωσαν 3 ανήλικα παιδιά, μάνα και γιαγιά. Στο σημείο που σήμερα βρίσκεται η πέτρινη ράμπα μάνα επιτέθηκε με τσεκούρι στον Γερμανό στρατιώτη.

Πέμπτη, 12 Αυγούστου 1943. Στην πλατεία του χωριού βρίσκονται δύο διμοιρίες αντίπαλων αντάρτικων ομάδων, του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ. Λίγο πριν είχε ιδρυθεί το Κοινό Στρατηγείο Ανταρτών και είχε εκδοθεί διαταγή προς τα τμήματα των ανταρτών ότι καθένα μπορεί να εισέρχεται σε χωριό που ελέγχεται από την άλλη οργάνωση. Αυτοί όμως μάλωναν- παρά την πρόσκαιρη συμφιλίωση σε υψηλό επίπεδο, πιο «κάτω» τα πάθη ήταν πολύ έντονα. Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ είχαν διανυκτερεύσει σε μια καλύβα και ζητούσαν να ανεφοδιαστούν σε τρόφιμα- την προηγούμενη είχε συμβεί το ίδιο με ανταρτοομάδα του ΕΔΕΣ. Η τοπική επιτροπή εθνικού αγώνα (ΕΔΕΣ) ειδοποίησε τους δικούς της αντάρτες για να διώξουν τους Ελασίτες. Τελικά διαμορφώθηκε ένα σκηνικό με τις δυο διμοιρίες να έχουν «πιάσει» τις άκρες της πλατείας και να διαπληκτίζονται για το ποιος θα φύγει πρώτος... Στο πηγάδι της πλατείας οι Εδεσίτες είχαν στήσει τα όπλα τους και είχαν βάλει σκοπό έναν αντάρτη τους στη στέγη ενός σπιτιού. Μέχρι τότε η αντιπαράθεση ήταν μόνο λεκτική αλλά τα «αίματα άναβαν» όλο και περισσότερο και, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, μέχρι το βράδυ θα «άναβε και το ντουφέκι»...

Τότε, πρώτη φορά στο Κομμένο, εμφανίστηκε γερμανικό αυτοκίνητο (η Άρτα ήταν ιταλοκρατούμενη), ένα τζιπ όπου επέβαιναν τρεις Γερμανοί- ο συνταγματάρχης Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, διοικητής του 98ου Συντάγματος της μεραρχίας Εντελβάις, ο οδηγός και ο προσωπικός φρουρός του. Πιθανώς ο Ζάλμινγκερ ήθελε να ελέγξει την ακτογραμμή του Αμβρακικού για σημεία πιθανής συμμαχικής απόβασης.

Οικογενειακός τάφος Θεόδωρου Μάλλιου, δέκα θύματα της σφαγής από τους Γερμανούς.

Συμμαχική απόβαση στον Αμβρακικό; Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να αναφερθεί το ιστορικό πλαίσιο των ημερών της σφαγής του Κομμένου.

Οι συμμαχικές δυνάμεις το καλοκαίρι του 1943 προσπάθησαν (και πέτυχαν) έναν αντιπερισπασμό στην Ελλάδα, ενόψει της απόβασής τους στη Σικελία. Ο Μάγιερς, διοικητής της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στην Ελλάδα (SOE), διαβεβαίωνε ακόμα και τον Βελουχιώτη και τον Ζέρβα ότι θα πραγματοποιηθεί απόβαση των συμμάχων στην ακτογραμμή της δυτικής Ελλάδας. Γράφει ο Γερμανός ιστοριοδίφης Χέρμαν Φρανκ Μάγερ- «Με αναπτερωμένη την ελπίδα της επικείμενης απελευθέρωσης της πατρίδας τους, οι αντάρτες έπαιξαν τις επόμενες βδομάδες το κεφάλι τους, καταστρέφοντας δρόμους, γέφυρες και υποδομές επικοινωνίας υπό την καθοδήγηση Βρετανών συνδέσμων».

Είναι η επιχείρηση «ANIMALS» («ΖΩΑ»), αναμφισβήτητα το περισσότερο επιτυχημένο μπαράζ δολιοφθορών και επιθέσεων που δέχτηκαν οι Γερμανικές και Ιταλικές δυνάμεις στη διάρκεια της κατοχής.

Βρετανοί σαμποτέρ ανατινάζουν στις 21 Ιουνίου 1943 την γέφυρα στον Ασωπό ποταμό. Το Τάγμα Δομοκού του ΕΛΑΣ ανατινάζει τη σιδηροδρομική σήραγγα στο Κούρνοβο τη στιγμή που διέρχονταν τρένο με Ιταλούς στρατιώτες. Στα στενά του Σαραντάπορου η 16η Μεραρχία του ΕΛΑΣ προσβάλλει γερμανική φάλαγγα, την εγκλωβίζει και αιχμαλωτίζει 79 Γερμανούς. Όταν οι γερμανικές αρχές, στην πρόταση του ΕΛΑΣ για ανταλλαγή αιχμαλώτων, «απαντούν» με την εκτέλεση 130 Ελλήνων πατριωτών στις φυλακές, οι Γερμανοί αιχμάλωτοι εκτελούνται. Από τις 20 Ιουνίου έως τις 5 Ιουλίου 1943, 5.000 αντάρτες του ΕΔΕΣ με τη συνδρομή Βρετανών σαμποτέρ ανατινάζουν όλες τις μεγάλες γέφυρες και αχρηστεύουν τις βασικές οδικές αρτηρίες και τις επικοινωνίες (τηλεγραφικούς στήλους) σε Ήπειρο και Αιτωλοακαρνανία. Στο Μακρυνόρος, 450 αντάρτες του Στρατηγείου Βάλτου του ΕΔΕΣ καθηλώνουν επί μια βδομάδα την ιταλική μεραρχία «Μπρενέρο», που μετακινούνταν προς τα δυτικά παράλια για να αναλάβει θέσεις μάχης.

Η οικογένεια Μάλλιου. Στη μέση της πάνω σειράς η νύφη του ματωμένου γάμου, Αλεξάνδρα.

Στις 7 Ιουλίου οι Γερμανοί εκδίδουν διαταγή σύμφωνα με την οποία «κάθε οίκτος απέναντι στον πληθυσμό θα εκλαμβάνεται ως ένδειξη αδυναμίας του στρατεύματος και θα κοστίζει γερμανικό αίμα». Ο ίδιος ο Χίτλερ παραπλανείται από την έκταση των σαμποτάζ και αποφασίζει την μετακίνηση μεραρχιών του από το Ανατολικό Μέτωπο στην Ελλάδα, αποδυναμώνοντας τις ναζιστικές δυνάμεις στην Ρωσία, ίσως στην πιο κρίσιμη καμπή του πολέμου.

«Η Μεραχία Εντελβάις “κατέβηκε” στα Βαλκάνια από τον Καύκασο- από το Μαυροβούνιο μετακινήθηκε πρώτα στην Φλώρινα και μετά στην Κοζάνη όπου βαρύνεται με εκτελέσεις αμάχων και την πυρπόληση δεκάδων χωριών. Τελικά η διοίκησή της τοποθετήθηκε στα Γιάννενα, ενώ οι στρατιώτες στρατοπέδευσαν στην κοιλάδα του Λούρου. Σκοπός της ήταν να προστατεύσει το αεροδρόμιο των Ιωαννίνων και να σβήσει το αντάρτικο στην Ήπειρο, που ήταν ένα «καρφί» στα μάτια των Γερμανών. Δε μπορούσαν να δεχτούν ότι ένας μικρός αριθμός Ελλήνων διατηρεί ελεύθερη την ορεινή Ελλάδα», μου λέει ο Βλαχοπάνος.

«Αμέσως ξεκινά την πρώτη εκκαθαριστική επιχείρηση. Στις 25/07/43, είκοσι μέρες πριν τη σφαγή του Κομμένου, το Συνταγμα του Ζάλμινγκερ καίει τη Μουσιωτίτσα και αφήνει πίσω του 135 νεκρούς, κυρίως γυναίκες και παιδιά. Η σφαγή είναι γνωστή σαν «επιχείρηση Ζάλμινγκερ». Οι κάτοικοι του χωριού κατηγορήθηκαν ότι έκρυβαν όπλα του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ. Για να μην εγκαταλείψει ο κόσμος το χωριό, το προηγούμενο βράδυ οι Γερμανοί έριξαν με αεροπλάνο προκηρύξεις όπου καθησύχαζαν τους κατοίκους να μείνουν στα σπίτια τους και κανείς δε θα τους πειράξει... Όταν οι κάτοικοι του Κομμένου είδαν το γερμανικό τζιπ να μπαίνει στην πλατεία τους, η σφαγή της Μουσιωτίτσας τους ήταν γνωστή, πολύ νωπή ακόμα».

-Τι συνέβη όταν αντάρτες, Γερμανοί και χωρικοί «συναντήθηκαν» στην πλατεία;

Ο Ζάλμινγκερ αμέσως διέταξε τον οδηγό του να στρίψει και να φύγει. Μάλλον πανικόβλητος, ο οδηγός έριξε το τζιπ σε ένα χαντάκι. Οι χωρικοί έτρεξαν να βγάλουν το αμάξι για να μην αντιμετωπίσουν αντίποινα από τους Γερμανούς και ο συνταγματάρχης με τη συνοδεία του έφυγαν ανενόχλητοι.

-Δεν θα μπορούσαν οι αντάρτες να τους έχουν σκοτώσει ή να τους συλλάβουν ως ομήρους;

Σαφώς, αν οι αντάρτες είχαν ενεργήσει με περισσότερο θάρρος, αν δεν είχαν τη μεταξύ τους διένεξη και τους ενδιέφερε περισσότερο το κοινό μέτωπο εναντίον των Γερμανών, εύκολα θα τους είχαν συλλάβει ή σκοτώσει. Η αντίδραση τους δεν ήταν τιμητική- αυτό ισχύει και για τις δυο οργανώσεις. Και ας έχουμε υπόψιν ότι ήταν μια περίοδος εθνικής συμφιλίωσης- το ίδιο εκείνο τριήμερο της σφαγής, 15- 17 Αυγούστου του ’43, ο Άρης και ο Ζέρβας βρίσκονταν μαζί στα Άγναντα (ορεινό χωριό της Άρτας). Αποκαλούσαν ο ένας τον άλλο «αδελφό» και έβγαζαν λόγους για τον κοινό αγώνα των Ελλήνων κατά των Γερμανών.

Οι Βρετανοί τους είχαν συστήσει (μετά την ANIMALS) να καταλαγιάσουν οι μάχες, ένα φυλάκιο του ΕΔΕΣ στον παραποτάμιο δρόμο προς το Κομμένο είχε «αδειάσει» από άνδρες και το επίκεντρο του ενδιαφέροντος είχε μεταφερθεί εκείνες τις ημέρες στους «εορτασμούς» στο βουνό. Πάντως, αυτόπτες μάρτυρες αναφέρουν ότι όταν ο σκοπός του ΕΔΕΣ είδε το γερμανικό τζιπ στην πλατεία, ετοιμάστηκε να βάλλει εναντίον του αλλά κάποιοι χωρικοί άρχισαν να φωνάζουν «μη, θα μας πάρεις στο λαιμό σου». Μετά, οι αντάρτες απλώς αποχώρησαν από το χωριό. Και δεν υπάρχει κανένα στοιχείο ότι ειδοποίησαν την ηγεσία τους στο βουνό για το περιστατικό- έδειξαν μεγάλη αφέλεια. Ούτε προειδοποίησαν, ούτε προστάτεψαν τους χωρικούς. Πολύ ισχυρότερη στρατιωτική παρουσία σε όλη την Ήπειρο, μέχρι τα τέλη του 1943, είχε ο ΕΔΕΣ αλλά τα τοπικά ένοπλα τμήματά του δεν αντέδρασαν με κάποιο σαμποτάζ που θα μπορούσε να δώσει χρόνο στους κατοίκους να διαφύγουν, ή χτυπώντας τους Γερμανούς όταν έφευγαν. Κανείς, και από τις δύο οργανώσεις, δεν αξιολόγησε σοβαρά το περιστατικό- ενώ γνώριζαν τις απάνθρωπες τακτικές των Γερμανών.

Ο Γρηγόρης Σκάρας, 5 χρονών την ημέρα της σφαγής, στέκεται σήμερα στην πόρτα του πατρικού σπιτιού του-το ένα από τα δύο μόνο σπίτια του χωριού που δεν κάηκαν.Ο ίδιος σώθηκε κρυμμένος σε ένα χαντάκι.

-Οι κάτοικοι πως αντέδρασαν μετά το συμβάν με τους Γερμανούς;

Πήραν από τα σπίτια τους λίγα τρόφιμα και ρούχα και κρύφτηκαν στα χωράφια. Γνώριζαν τις γερμανικές διαταγές, ότι όπου συναντούσαν αντάρτες θα εκτελούνταν άμεσα ο αντρικός πληθυσμός. Την επόμενη μέρα μια επιτροπή κατοίκων, ο πρόεδρος, ο δάσκαλος και ο παπάς του χωριού, πήγαν στην ιταλική διοίκηση της Άρτας- εκεί οι Ιταλοί τους καθησύχασαν ότι αφού οι αντάρτες δεν επιτέθηκαν στους Γερμανούς, δεν έχουν λόγο να φοβούνται. Αφελώς πάλι σκεπτόμενοι, τα μέλη της επιτροπής φώναξαν τους κατοίκους να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Και οι περισσότεροι πείστηκαν- γύρισαν και ετοιμάστηκαν να γιορτάσουν το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου. Όμως ο Γερμανός συνταγματάρχης (Ζάλμινγκερ) έστειλε ψευδές σήμα στην διοίκηση της Εντελβάις ότι στο Κομμένο δέχτηκε επίθεση και ότι το χωριό βρίσκεται στα χέρια «ληστοσυμμοριτών». Και ζήτησε την έκδοση διαταγής για να ξεκινήσει «εκκαθαριστική επιχείρηση». Ίσως η συνάντηση του με τους αντάρτες ήταν η αφορμή που έψαχναν οι Ναζί για να καταστρέψουν ένα χωριό που, όντως, αποτελούσε κόμβο ανεφοδιασμού των αντιστασιακών ομάδων.

Με τέτοιες βάρκες (πριάρια) πέρασαν στην απέναντι όχθη του Άραχθου οι περισσότεροι επιζήσαντες.

Η επιχείρηση αποφασίστηκε για τις 16 Αυγούστου και ανατέθηκε στον υπολοχαγό Βιλυ Ρέζερ- ήταν ένας φανατικός ναζί που οι ίδιοι οι στρατιώτες του αποκαλούσαν «Νέρωνα»... Ο 12ος Λόχος του Ρέζερ ξεκίνησε από την κοιλάδα του Λούρου στις 4.30 το πρωί. Ξημερώματα πρέπει να είχαν φτάσει στο Κομμένο. Στην είσοδο του χωριού μοιράστηκαν σε δυο τμήματα και περικύκλωσαν τα σπίτια, αφήνοντας αφύλακτη μόνο την περιοχή προς το ποτάμι, θεωρώντας το φυσικό εμπόδιο από όπου δεν μπορούσαν οι κάτοικοι να διαφύγουν. Έξι παρά έστησαν τα πολυβόλα τους. Ήταν ολόκληρος λόχος, σε διάταξη μάχης- οι αξιωματικοί είχαν πει στους στρατιώτες ότι θα συναντήσουν αντάρτες, μερικοί είχαν ήδη φανατιστεί, κάποιοι ήταν πολεμοχαρείς ναζί με εμπειρίες από το μέτωπο της Ρωσίας.

Για τους Έλληνες θεωρούσαν ότι δεν είναι «καθαροί», ότι δεν ρέει ελληνικό αίμα στις φλέβες τους, οπότε ήμασταν καθάρματα, φυλετικά κατώτεροι. Δεν ήταν κακό να σκοτώνεις ακόμα και μικρά παιδιά- καθαρίζεις τον τόπο και ο πληθυσμός δεν σηκώνει ξανά κεφάλι. Έτσι «δικαιολογούσαν» (αν είναι δυνατόν) την κτηνωδία τους, να καίνε και να αποκεφαλίζουν μικρά παιδιά, να ξεκοιλιάζουν έγκυες γυναίκες, να βιάζουν κοπέλες και μετά να τις εκτελούν.

Μνημείο που έστησαν Γερμανοί μαθητές σε ένδειξη συγνώμης. Πίσω η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου και το νεκροταφείο όπου μεταφέρθηκαν τα οστά των θυμάτων από τους πρόχειρους, ομαδικούς τάφους τους.

Η τακτική των Γερμανών ήταν απλή: σκοτώνουμε ότι βλέπουμε μπροστά μας, καίμε ότι στέκεται όρθιο.Στο Κομμένο έγινε ένα λουτρό αίματος- δεν προηγήθηκε μάχη, δεν εκτέλεσαν τον αντρικό πληθυσμό. Δεν ήταν SS και παρακρατικοί αλλά Βέρμαχτ, τακτικός γερμανικός στρατός, υποτίθεται με αρχές πολέμου. Σκότωσαν κι έκαψαν 36 μωρά και νήπια, από 0- 4 ετών. Κάποια δε βρέθηκαν ποτέ, εξαϋλώθηκαν- σε κάποιες περιπτώσεις βρήκαν μόνο στάχτη κι ένα μικρό κεφαλάκι...

«Οι χωρικοί όταν αντιλήφθηκαν τους Γερμανούς από τους πυροβολισμούς δεν ήξεραν τι να κάνουν. Κάποιοι έλεγαν «καθίστε στα σπίτια σας, πυροβολούν όσους κυκλοφορούν έξω». Κάποιοι έφυγαν, επέστρεψαν στα σπίτια τους, τους βρήκαν εκεί οι Γερμανοί και τους έκαψαν. Κάποιοι κρύφτηκαν σε μεγάλα χαντάκια ανάμεσα σε καλάμια και βλάστηση- και σώθηκαν. Ένα μεγάλο μέρος των χωριανών πέρασαν απέναντι από το ποτάμι, κολυμπώντας ή με βάρκες. Μια βάρκα ήταν του Σπύρου Βλαχοπάνου, αδερφού του πατέρα μου- χωρούσε 4, 5 ανθρώπους και μπήκαν μέσα 18 άτομα. Ο πατέρας μου του φώναζε να περιμένει κι αυτόν αλλά ο αδερφός του απάντησε οτι θα περάσει απέναντι τους 18 και θα ξανάρθει. Λίγο πριν το πριάρι (βαρκάκι) φτάσει στην απέναντι όχθη, ανατράπηκε και ο πατέρας μου τους είδε 17 ανθρώπους να πνίγονται- ανάμεσά τους αδερφός και αδελφή του. Πίσω του, στο χωριό την ίδια ώρα εξελισσόταν μια κόλαση».

«Οι Γερμανοί αποχώρησαν στις 12 το μεσημέρι. Το σύνθημα ήταν τρεις χτύποι της καμπάνας του χωριού. Πριν φύγουν ο Ρέζερ (υπολοχαγός) και 2, 3 αξιωματικοί έκαναν μια βόλτα στο χωριό και έδιναν την χαριστική βολή σε όποιον είχε μείνει ζωντανός. Έκαναν και πλιάτσικο- φόρτωσαν ζώα, τρόφιμα, κουβέρτες, δαχτυλίδια και έφυγαν. Λίγες ώρες μετά οι πρώτοι κάτοικοι άρχισαν να επιστρέφουν. Ο πρόεδρος του χωριού είχε παραμείνει- αυτόπτες μάρτυρες λένε πως τον βρήκαν σκισμένο στα δύο, αλλού το κορμί και αλλού τα πόδια του. Κάποιος, νομίζοντας ότι εκτελούν μόνο τους άντρες, άφησε την οικογένειά του στο σπίτι και κρύφτηκε σε ένα δέντρο.Είδε από εκεί τους Γερμανούς να σκοτώνουν όλη την οικογένειά του- έβαλαν φωτιά στο σπίτι με τα παιδιά μέσα, η γυναίκα του ήταν έξω με ένα μικρό παιδί αγκαλιά και ένας Γερμανός στρατιώτης το άρπαξε και το πέταξε στις φλόγες. Η μάνα του επιτέθηκε με ένα τσεκούρι πριν τη σκοτώσουν».

«Ανήμερα Δεκαπενταύγουστο του ’43 ο Θεόδωρος Μάλλιος θα πάντρευε την κόρη του Αλεξάνδρα με τον Θεοχάρη Καρίνο, νέο από διπλανό χωριό. Μετά το γεγονός με το γερμανικό τζιπ αντιμετώπισε το δίλημμα της τέλεσης ή όχι του γάμου στην προκαθορισμένη ημερομηνία. Όταν η επιτροπή των συγχωριανών του που πίστεψε τις διαβεβαιώσεις των Ιταλών τον καθησύχασε, αποφάσισε ο γάμος να γίνει κανονικά. Στα χωριά από την άλλη όχθη του ποταμού διέρρεε όμως ότι το Κομμένο οι Γερμανοί θα το κάψουν.

Το Κομμένο βρίσκεται στις εκβολές του Άραχθου στον Αμβρακικό. Το ποτάμι βαθαίνει και οι Γερμανοί είχαν αφήσει το πέρασμα προς τον ποταμό αφύλαχτο, θεωρώντας τον φυσικό εμπόδιο.

Ξημερώνει. Οι οργανοπαίχτες έχουν αφήσει στην άκρη της πλατεϊτσας τα όργανα, οι περισσότεροι καλεσμένοι έχουν πια φύγει και μένουν οι στενοί συγγενείς. Κάποιοι κοιμούνται- είναι εκεί όλη η οικογένεια της νύφης, δέκα άνθρωποι από το σόϊ του γαμπρού, πρωτοξάδερφα, λίγοι φίλοι, περισσότεροι από 40 άνθρωποι. Ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν αλλά υπήρχε τότε το έθιμο η νύφη να φτιάχνει στους καλεσμένους τους πρωινούς, τελευταίους καφέδες πριν αφήσει το σπίτι της.

Όταν αντιλήφθηκαν τους Γερμανούς, ο πατέρας με τον 4χρονο γιο του Αχιλλέα στην αγκαλιά, βγήκε με ένα κανάτι κρασί να τους κεράσει για τον γάμο της κόρης του. Τους σκότωσαν με ριπές και τους δύο. Ύστερα συγκέντρωσαν τους υπόλοιπους και τους εκτέλεσαν- ο ένας ακουμπούσε στην πλάτη του άλλου, έτσι τους βρήκαν, σα να κοιμούνταν. Κάποιοι κάηκαν μέσα στο σπίτι. Μόνο ο Αλέξανδρος και η αδελφή του Μαρία σώθηκαν- τους είχαν στείλει οι γονείς τους να βοσκήσουν τα γελάδια. Ο Αλέξανδρος δεν ήθελε- ήταν θλιμμένος που η μεγάλη του αδελφή, αυτή που τον μεγάλωσε σαν μάνα και είχαν το ίδιο όνομα, θα έφευγε από το χωριό.

Μόλις απομακρύνθηκε λίγο από το χωριό, άκουσε την γερμανική επίθεση. Πέρασε το ποτάμι, κατέφυγε σε κοντινή κοινότητα και εκεί έμαθε ότι στο σπίτι του Μάλλιου δεν έμεινε κανένας ζωντανός. Όταν επέστρεψε βρήκε πρώτα τα πτώματα του πατέρα και του μικρού αδερφού του- και λιποθύμισε».

«Μετά άρχισα να θάβω τους νεκρούς», είπε ο Αλέξανδρος Μάλλιος σε κατοπινή συνέντευξή του. Ο Χέρμαν Φρανκ Μάγερ καταγράφει στο βιβλίο του «Αιματοβαμμένο Εντελβάϊς»( κεφάλαιο «Η Σφαγή στο Κομμένο - 16 Αυγούστου 1943») την παρακάτω εξιστόρηση των γεγονότων από τον ίδιο τον Αλέξανδρο Μάλλιο: «Την αδερφή μου» είπε ο Αλέξανδρος Μάλλιος «τη βρήκα νεκρή την επόμενη μέρα. Φορούσε ακόμα το νυφικό της. Δίπλα της ήταν ο άνδρας, καλεσμένοι και πολλά παιδιά». Ο δεκατριάχρονος μέτρησε συνολικά 38 πτώματα στην πλατειούλα μπροστά από το σπίτι των γονιών του, ανάμεσα στα ξύλινα τελάρα και στους πάγκους. Βρήκε και ένα πεταμένο βιολί, μια φλογέρα και μια κατεστραμμένη λύρα. «Τρία κασόνια με κάλυκες μάζεψαν και πέταξαν στο τέλος οι γυναίκες» είπε.

Ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου. Στην πόρτα της εκκλησίας οι Γερμανοί γάζωσαν τον παπά του χωριού. Το ματωμένο ευαγγέλιο που βρέθηκε πάνω του εκτίθεται σήμερα στη Δρέσδη.

«Μετά τη σφαγή; Τις πρώτες μέρες, τα επόμενα χρόνια πως έζησαν σ’ αυτόν τον τόπο οι επιζώντες, πως άντεξαν;», ρωτάω τον Δ. Βλαχοπάνο.

«Ούτε δύο μήνες μετά ξεκινά ο λεγόμενος “μικρός εμφύλιος” μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ. Τα προηγούμενα κάπως ξεχνιούνται και κυριαρχεί το εμφύλιο μίσος», απαντά ο ίδιος. «Οι άνθρωποι έζησαν σε καλύβια στα χωράφια με τα ζώα τους, ένα ξύλινο χώρισμα μεταξύ τους. Αρκετοί παντρεύτηκαν εκεί, έφτιαξαν οικογένειες. Όταν επέστρεψαν στο χωριό, δύο και τρία χρόνια μετά, ανοικοδόμησαν όπως- όπως τα σπίτια τους. Οι νέοι άντρες αναζητούσαν γυναίκες από άλλα χωριά- χάθηκαν οι γυναίκες από το Κομμένο και αυτοί ήθελαν κάποια να τους μαγειρεύει, να τους ξεψειρίζει, να βοηθάει στα χωράφια. Ένα χάος ήταν η ζωή εδώ. Και οι άνθρωποι σκλήρυναν κι αυτοί, αναγκαστικά. Όταν είχαμε ρωτήσει έναν ηλικιωμένο που μετά τη σφαγή έδεσε με τριχιά και έσυρε σε έναν λάκκο 15 πτώματα πως το άντεξε όλο αυτό, ξέρεις τι απάντησε; “Σκυλέψαμε παιδί ‘μ”, γίναμε σκυλιά δηλαδή...Με το Σχέδιο Μάρσαλ οικοδομήθηκε το “Νέο Χωριό”, με πέτρινα σπίτια- κάποιοι εγκαταστάθηκαν για λίγα χρόνια αλλά σχεδόν όλοι σύντομα επέστρεψαν στο Κομμένο. Η σφαγή άρχισε να περνάει στο πίσω μέρος του μυαλού, να επανέρχεται και να συζητιέται κυρίως τις μέρες του Αυγούστου. Και αν κάποιος άρχιζε να κάνει δύσκολες συχνά ερωτήσεις γινόταν ανεπιθύμητος, αν επέμενε κινδύνευε να χαρακτηριστεί «κομμουνιστής».Το Μαρτυρικό Κομμένο έγινε, όπως όλοι οι τόποι, άλλη μια μικρογραφία της ελληνικής μετεμφυλιακής πραγματικότητας».

Δημοφιλή