Αν δείτε το «SUNTAN» χωρίς ήχο και το καταλάβετε, ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος θα έχει κερδίσει το στοίχημά του

Αν δείτε το «SUNTAN» χωρίς ήχο και το καταλάβετε, ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος θα έχει κερδίσει το στοίχημά του

Ο Κωστής είναι ένας 40άρης γιατρός που φτάνει στην Αντίπαρο για να αναλάβει την τοπική κλινική. Περνά τον χειμώνα στο αραιοκατοικημένο νησί κλεισμένος στον εαυτό του, έχοντας λόγω επαγγέλματος άμεση πρόσβαση σε σώματα αλλά όχι στα σώματα που έχει ανάγκη. Το καλοκαίρι έρχεται υγρό, καυτό και φιλήδονο και φέρνει μαζί του την Άννα και την παρέα της, μια ομάδα ξέφρενων, πανέμορφων 20αρηδων που εισβάλλουν στη μίζερη καθημερινότητα του Κωστή και τον κάνουν να πιστέψει πως ίσως τελικά να μην είναι αργά για αυτόν, ίσως του δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία να ζήσει τη νιότη που έχασε και τον έρωτα που στερήθηκε. Μόνο που κάτω από τον εκτυφλωτικό αυγουστιάτικο ήλιο και δίπλα στα γυμνά σώματα που σε αγκαλιάζουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ο όποιος έλεγχος χάνεται εύκολα και μια σκιά αρκεί για να βγει ελεύθερο το σκοτάδι που κρύβει ο καθένας μέσα του.

Θα μπορούσα να πω αρκετά για το "Suntan", την νέα ταινία του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου (τρίτη σε σειρά μετά το άκρως επιτυχημένο εμπορικά “Bank Bang” και το πιο εσωτερικό και σκληρά ρεαλιστικό “Wasted Youth”) με πρωταγωνιστή τον σταθερά συγκλονιστικό Μάκη Παπαδημητρίου.

Όπως ότι η αμεσότητα και η απλότητά της ήταν μια από τις ελάχιστες ευχάριστες εκπλήξεις των τελευταίων ετών μέσα στο ναρκισσιστικό και πομπώδες ελληνικό σινεμά των (σχετικά) νέων σκηνοθετών που προσπαθούν εναγωνίως να επιδείξουν όλες τις σινεφίλ αναφορές τους μέσα σε 90 λεπτά, λες και θα τους λιθοβολήσουμε στην πλατεία Συντάγματος αν μια ταινία τους δεν περνά έμμεσα τουλάχιστον 42 κοινωνικά μηνύματα. Ή πως μπορεί να μην είναι η ταινία που θα σώσει τον ελληνικό κινηματογράφο από τη μιζέρια του (δεν είναι) αλλά τουλάχιστον προσπαθεί -και το κάνει με στυλ, μαύρο χιούμορ και ευαισθησία. Και ακόμα κι αν έχεις αντιρρήσεις σχετικά με κάποια στοιχεία της -εγώ ας πούμε θα ήθελα κάποια κομμάτια να είναι πιο ισότιμα χωρισμένα χρονικά- δεν μπορείς παρά να σεβαστείς την προσπάθεια. Ή πως την σκέφτομαι ακόμα για αρκετούς λόγους, τρεις μέρες αφού την είδα στο σινεμά, μέσα σε μια αίθουσα γεμάτη με κόσμο που πραγματικά διασκέδαζε -γιατί αυτό οφείλει να κάνει το σινεμά, να σε διασκεδάζει, να σε κάνει τη μία στιγμή να γελάς, την άλλη να συγκινείσαι και την τρίτη να τσιτώνεσαι στην άκρη της καρέκλας από την αγωνία.

Η κουβέντα που κάναμε όμως με τον Αργύρη Παπαδημητρόπουλο περιέχει όλα όσα θέλω να πω για το Suntan, για το ελληνικό σινεμά, για το σινεμά γενικότερα, για την σημασία του να αγαπάς αυτό που κάνεις και για την τύχη του να βρίσκεις και άλλους στην πορεία που αγαπάνε τα ίδια πράγματα με εσένα -και κυρίως, εσένα τον ίδιο.

Φυσικά και η μέρα που συναντηθήκαμε έτυχε (;) να είναι η πιο ζεστή-σαν-καλοκαίρι μέρα του Μαρτίου.

photo credits: Manu Tilinski

Η ταινία χαρακτηρίζεται “θρίλερ” αλλά προσωπικά μου φάνηκε περισσότερο σαν μια “boy meets girl” ταινία. Αγόρι αγαπά κορίτσι, το κορίτσι δεν ενδιαφέρεται, ένα love story που πήγε στραβά. Εντάξει, πολύ στραβά.

Κι εγώ αυτό νομίζω πως είναι, ένα “boy meets girl” με ένα twist. Μια ερωτική ιστορία αρκετά απλή με εικόνες που θα πεις ψέματα αν πεις πως δεν σου είναι γνωστές -ειδικά αν έχεις κάνει διακοπές στις Κυκλάδες. Αυτή ήταν και η βασική μου έμπνευση, τα καλοκαίρια μου στην Αντίπαρο και η αγωνία των ανθρώπων μέσα στις λίγες ημέρες των διακοπών τους να αγαπήσουν, να αγαπηθούν, να φλερτάρουν, να πετύχουν. Κάθε φορά που πηγαίνω διακοπές έχω αυτή την αίσθηση ότι οι άνθρωποι έχουν πιο πολύ στρες στις διακοπές τους παρά στην καθημερινότητά τους.

Να προλάβουν να τα χωρέσουν όλα μέσα σε λίγες μέρες.

Ναι, έχουν αυτές τις 10 ημέρες που τους επιτρέπουν τα αφεντικά τους να είναι “ελεύθεροι” και κάνουν πρόγραμμα για το πώς θα διασκεδάσουν αντί να κάτσουν εκεί και να το απολαύσουν.

Γιατί διάλεξες την Αντίπαρο;

Την Αντίπαρο τη διάλεξα για 2-3 λόγους. Πέρα από τον προφανή, τη φωτογένεια του νησιού, βασικός λόγος ήταν ότι την αγαπάω πολύ και την ξέρω καλά και γενικά νιώθω πιο άνετα να κάνω ταινίες σε χώρους που νιώθω οικείους. Αλλά το πιο σημαντικό από όλα είναι πως είναι ένα τόσο μικρό νησί που από μόνο του σου λύνει ένα σωρό σεναριακά προβλήματα. Δηλαδή, σε κανέναν που έχω γνωρίσει στην Αντίπαρο δεν έχω ζητήσει το τηλέφωνό του. Γιατί ξέρω πως μέσα στις επόμενες δύο ώρες κάπου θα τον πετύχω. Κάπως έτσι λειτουργεί και το φλερτ σε αυτό το νησί, βλέπεις κάποιον και ξέρεις ότι θα τον ξαναδεις το βράδυ στην πλατεία ή πιο αργά στη La Luna (σ.σ. η θρυλική ντίσκο του νησιού) ή σε κάποια παραλία.

Περάσατε δύο μήνες στο νησί το καλοκαίρι του ’14. Πώς ήταν η εμπειρία του να γυρίζεις ταινία μέσα στον χαμό της high season ενός ελληνικού νησιού;

Κοίτα ήταν πολύ αστείο. Ευτυχώς είχαμε δυο-τρεις ανθρώπους που η δουλειά τους ήταν να έρχονται σε επαφή με τους παραθεριστές, να τους ενημερώνουν για την ταινία, να τους ζητάνε τη συμμετοχή τους, να τους κερνάνε μπίρες κτλ.

Οι πρώτοι ασθενείς του Κωστή τον χειμώνα είναι ντόπιοι;

Ναι, ναι. Γενικά τους ντόπιους τους ξέρω αρκετά καλά γιατί στην Αντίπαρο πήγα πρώτη φορά 15 χρονών. Και πηγαίνω από τότε κάθε χρόνο. Έχω δει και την αλλαγή του νησιού αλλά έχω γνωρίσει και τους ανθρώπους του. Είναι άνθρωποι που αγαπιόμαστε.

Αλλά εκείνους τους δύο μήνες ήρθαν και πολλοί άλλοι φίλοι, σκηνοθέτες και γενικότερα άνθρωποι του χώρου, που επέλεξαν την Αντίπαρο για τις διακοπές τους ώστε να μας βοηθήσουν με τον οποιονδήποτε τρόπο. Γενικά όλο αυτό που έγινε στο νησί τότε ήταν πολύ συγκινητικό. Βοήθησε πάρα πολύς κόσμος γι’ αυτό και οι τίτλοι τέλους είναι αρκετά μεγάλοι.

Κατά τα άλλα ήταν μια τρελή συνθήκη να κάνεις γύρισμα, ας πούμε, στην La Luna την ώρα που 700 μεθυσμένοι τα σπάνε χορεύοντας το “Jump Around”. Είναι λίγο τρομακτικό αλλά είναι σούπερ προκλητικό να το πετύχεις αυτό. Πολλές φορές νομίζαμε ότι η κάμερα θα περάσει μέσα από το κεφάλι του διευθυντή φωτογραφίας, με τα σκουντήγματα και το “ξύλο” που έτρωγε.

Είχες αφήσει περιθώριο αυτοσχεδιασμού στους ηθοποιούς;

Μόνο. Γενικά όταν δουλεύω με τόσο νέους ανθρώπους δεν μου αρέσει να τους γράφω ατάκες. Το ίδιο έκανα και στο “Wasted Youth”. Μιλάνε μια δική τους γλώσσα που δεν θέλω να την πειράξω. Δηλαδή παρότι δεν είμαι 100 χρονών νιώθω ότι η γλώσσα αλλάζει κάθε πέντε χρόνια, η slang, θέλω να κρατάνε τη δική τους.

Νομίζω πως αυτό ήταν και ένα από τα στοιχεία που μου άρεσε περισσότερο στην ταινία, ότι τόσο η ιστορία όσο και η γλώσσα ήταν απλή, καθημερινή, σαν όλο αυτό να συνέβαινε δίπλα μου στις διακοπές.

Αυτό ήταν το βασικό μου στοίχημα. Δηλαδή πέρα από το να βγει καλά η ιστορία και να την κινηματογραφήσω ωραία, το βασικό μου στοίχημα ήταν να νιώθεις ακριβώς αυτό. “Α, έτσι είναι όταν πηγαίνω διακοπές” ή “Έτσι ακριβώς είναι τα μπαρ, έτσι ακριβώς είναι η ντισκοτέκ, έτσι είναι οι παραλίες”. Από τον τύπο που παίζει ρακέτες και σου καίει το μυαλό, μέχρι τον νεοχίπι που κοιμάται 20 ώρες στην παραλία, μέχρι μια παρέα που δεν το βουλώνει ποτέ, κουτσομπολιά για τη χτεσινή βραδιά, όλα αυτά ήταν μέρος του στοιχήματος της ταινίας. Και χαίρομαι πολύ όταν μου λένε άνθρωποι πως το ένιωσαν αλλά και όταν αυτό καταφέρνει και περνά την ατμόσφαιρα και επικοινωνεί με ανθρώπους που δεν έχουν κάνει διακοπές στα ελληνικά νησιά. Όταν η ταινία έπαιξε στην Αμερική, στην Ολλανδία, όταν μου ζητούν να την αγοράσουν στην Κορέα, στην Αγγλία, στη Γαλλία, δεν σημαίνει ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι το έχουν ζήσει αλλά ότι η ταινία τους έβαλε μέσα στο κλίμα και το κατάλαβαν.

Πόσο σημαντική ήταν η απεικόνιση του γυμνού σώματος στην ταινία;

Ήταν το βασικό κείμενο, ο βασικός καμβάς της ταινίας. Είναι μία γιορτή της νιότης και της δύναμης και της ομορφιάς του νέου σώματος και μία τρυφερή αγκαλιά στην αναπόφευκτη παρακμή του.

Και η αντιπαράθεσή του με το λευκό, πλαδαρό σώμα του μεσήλικα τα λέει όλα χωρίς να χρειάζονται λόγια.

Ναι, είναι γενικά μια ταινία αντιπαραθέσεων. Χειμώνας-καλοκαίρι, νιάτα-μέση ηλικία, φως-σκοτάδι, κρύο-ζέστη, υπάρχουν συνέχεια δίπολα.

Αυτή την αντιπαράθεση την αντιμετώπισα και με τους χαρακτήρες. Από τη μία τους συμπαθούσα, από την άλλη με εκνεύριζαν, μία ταυτιζόμουν και μία δεν άντεχα να τους βλέπω.

Ναι, καταλαβαίνω τι λες. Κοίτα, εμένα σκοπός μου είναι να τους αγαπάω όλους στην ταινία. Κάνω ταινίες για ήρωες που αγαπώ, τον καθένα με διαφορετικό τρόπο. Τον έναν τον καμαρώνω, τον άλλο τον λυπάμαι, τον άλλο τον ζηλεύω, τον άλλο τον κουτσομπολεύω αν θέλεις. Παρόλα αυτά όλοι οι ήρωές μου είναι άνθρωποι που τους έχω γνωρίσει στην πραγματική ζωή, είναι εμπνευσμένοι από πραγματικούς ανθρώπους και τους έχω αγαπήσει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Άσχετα αν πολλές φορές τους βάζω στο μικροσκόπιο και δίνω στον κόσμο περιθώριο να τους κριτικάρει.

Πώς και αποφάσισες να μη δώσεις καμία πληροφορία στο κοινό για το παρελθόν του Κωστή;

Αρχικά πιστεύω πως αν έχεις έναν ηθοποιό σαν τον Μάκη, μέσα στα δύο πρώτα λεπτά καταλαβαίνεις ακριβώς από το βλέμμα του τι του συμβαίνει ή μπορείς να φανταστείς χιλιάδες πράγματα τα οποία είναι όλα σωστά. Και έπειτα νομίζω πως δεν ενδιαφέρει κανέναν να του λένε τι συνέβη στο παρελθόν. Εμένα με ενδιαφέρει όταν βλέπω μια ταινία να με κρατά ο ήρωας δίπλα του και να μην μπορώ να πάρω τα μάτια μου από τα μάτια μου από το πρώτο μέχρι το τελευταίο καρέ. Αν το κάνεις αυτό, δεν χρειάζεται να πεις τίποτα.

Oι ταινίες πρέπει να είναι φτιαγμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορείς να τις βλέπεις και χωρίς ήχο. Η χρήση της κάμερας και η ερμηνεία και το σώμα των ηθοποιών πρέπει να σου λένε την ιστορία. Σήμερα θα τη δει ένας φίλος μου στο σινεμά στην Ελλάδα που δεν ξέρει ελληνικά -μιλάει μόνο αραβικά, γαλλικά και αγγλικά- και περιμένω να δω αν η ταινία πέτυχε. Αν τη δει και καταλάβει τι έγινε, θα έχω κερδίσει το στοίχημά μου.

Διάβαζα μια συνέντευξη του Μάκη Παπαδημητρίου στην οποία είπε πως βλέπει το τέλος της ταινίας με αισιόδοξο τρόπο. Χωρίς να κάνουμε spoiler, εσύ πώς είδες το τέλος;

Και για εμένα είναι αισιόδοξο το τέλος. Νομίζω ότι αυτός ο άνθρωπος περνά από το φως στο σκοτάδι και ξανανοίγει στο τέλος μια χαραμάδα να μπει λίγο φως.

Γενικά μου αρέσουν οι ελεύθερες αναγνώσεις. Δεν θέλω να πω στον θεατή ότι αυτό είναι. Θέλω οι ταινίες να ξεκινούν ένα διάλογο, να αφήνουν στον καθένα να φανταστεί ό,τι θέλει. Και έχει πολλή πλάκα αυτό γιατί ναι μεν βλέπεις από άνθρωπο σε άνθρωπο μια διαφορετική εκδοχή της ταινίας, αλλά η μεγαλύτερη πλάκα είναι όταν η ταινία ταξιδεύει από χώρα σε χώρα και βλέπεις να την αντιμετωπίζουν εντελώς διαφορετικά.

Αυτό το πήρα χαμπάρι όταν ταξίδεψα με την πρώτη μου μικρού μήκους το 2003, που για παράδειγμα στην Τουρκία το έβλεπαν τόσο αισιόδοξο αυτό που έγινε που ούτε εγώ δεν μπορούσα να το πιστέψω, ενώ σε άλλες χώρες το έβρισκαν τρομερά καταθλιπτικό και σκοτεινό. Ανακαλύπτεις τι βλέπει ως “φωτεινό” και τι ως “σκοτεινό” ο κάθε λαός.

Με την εμπειρία που έχεις από φεστιβάλ κινηματογράφου του εξωτερικού, βρίσκεις το κοινό έξω πιο εκπαιδευμένο από το ελληνικό; Ή έχει αρχίσει να αλλάζει ο τρόπος που οι Έλληνες αντιμετωπίζουν τις μη-mainstream ταινίες;

Το ελληνικό κοινό είναι καταπληκτικό και έχει πολύ δυνατή κινηματογραφική παιδεία. Απλώς είναι μικρό. Όπως και παλιότερα με την μουσική και τις συναυλίες, έτσι και με το σινεμά πάντα είχαμε πρόσβαση σε ταινίες που πολλές μεγαλύτερες χώρες, με πολύ μεγαλύτερη βιομηχανία, δεν θα έβλεπαν ποτέ παρά μόνο σε φεστιβάλ. Στην Ελλάδα έχουμε δει ΠΟΛΥ σινεμά, από σούπερ mainstream μέχρι βαθιά προσωπικό. Υπήρχαν διανομείς και αίθουσες -όπως το ΑΛΦΑΒΙΛ στο οποίο μεγάλωσα- που έπαιρναν μεγάλα ρίσκα φέρνοντας μικρές, προσωπικές ταινίες από όλο τον κόσμο και προσπαθώντας να τις συστήσουν στο κοινό. Οπότε υπάρχει εκπαιδευμένο κοινό, απλώς είναι λίγοι. Νομίζω ότι στοίχημά μας είναι να μεγαλώσουμε τα νούμερα. Να φτάσει δηλαδή το όχι-αναγκαστικά-mainstream σινεμά σε περισσότερο κόσμο. Για αυτό πρέπει και οι ποιότητες της κάθε (ελληνικής) ταινίας να κάνουν τον κόσμο να πηγαίνει στο σινεμά, να νιώθει το κοινό πως αυτή η ταινία θα “χάσει” αν την κατεβάσει και τη δει στην τηλεόραση.

Ας υποθέσουμε πως το Suntan παίρνει εξαιρετικές κριτικές -που παίρνει ήδη. Θα ξανάκανες μια καθαρά mainstream ταινία σαν το Bank Bang ή θα προτιμούσες να κινείσαι πλέον σε αυτό το πιο προσωπικό ύφος;

Μετά το Bank Bang μου έδωσαν πολλά εμπορικά σενάρια επειδή είδαν ότι μπορώ να “ντιλάρω” με το mainstream κοινό απλώς κανένα δεν ήταν καλύτερο από το Bank Bang. Οπότε είπα ότι αν δεν κάνω δικές μου ιστορίες, θα είναι γιατί θα κάνω κάτι καλύτερο από το Bank Bang -αλλά κάτι τέτοιο δεν έφτασε στα χέρια μου. Ευχαρίστως όμως θα ξανάκανα και κωμωδία και θρίλερ και γουέστερν. Δεν θέλω να κάνω μια επανάληψη της ίδιας ταινίας. θέλω συνέχεια να κάνω διαφορετικά πράγματα. Δηλαδή και οι αγαπημένοι που σκηνοθέτες αυτό έκαναν.

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου σκηνοθέτες αλήθεια;

(γέλια)... είναι πολλοί. Από τους πιο αγαπημένους μου είναι ο Σκορσέζε. Αγαπώ πολύ τον Μπομπ Φόσι, παρόλο που δεν κατάφερε να γυρίσει πολλές ταινίες. Τον Λάρι Κλαρκ. Πολλούς διαφορετικούς ρε παιδί μου, μου αρέσει η πολυμορφία του σινεμά, μου αρέσει που το σινεμά μπορεί να αλλάζει πρόσωπα κάθε μέρα και να πηγαίνει παραπέρα και να χορεύεις ανάμεσα στα είδη. Α, οι αδερφοί Κοέν επίσης. Οι Κοέν, ας πούμε, έχουν κάνει την καλύτερη κωμωδία, ένα από τα καλύτερα γκανγκστερικά, εκπληκτικά θρίλερ, φοβερά μιούζικαλ. Πιστεύω πως ο δημιουργός πρέπει να κρατά τη σφραγίδα του αλλά να κάνει διαφορετικά πράγματα.

Σε έχει βοηθήσει η καριέρα σου στο χώρο της διαφήμισης ως σκηνοθέτη του σινεμά;

Ναι. Γιατί πηδάς από την μία ιστορία στην άλλη με διαφορά λίγων εβδομάδων. Καμιά φορά και ημερών. Είναι πολύ μεγάλο σχολείο. Πειραματίζεσαι επίσης με τα εργαλεία σου, είτε αυτά είναι οι φακοί είτε οι ηθοποιοί είτε τα σκηνικά, τα ειδικά εφέ. Συνέχεια παίζεις με τα υλικά. Είμαι τυχερός γιατί δεν μου έχει λείψει ποτέ το γύρισμα. Και όταν μου λείπει πάω σε γυρίσματα άλλων. Ή κάνω τον παραγωγό.

Ζω μέσα από αυτό. Είναι αυτή η νομαδική ζωή του γυρίσματος, η κάστα των ανθρώπων που φτιάχνεται λες και έχουν αποφασίσει να ζήσουν τις ζωές τους έτσι, που κάπως παραμένουν παιδιά. Θα τους έλεγα “αξιοπρεπείς αλήτες”. Αυτοί είναι οι αγαπημένοι μου άνθρωποι.

photo credits: Manu Tilinski

Μιας και είπες για αλήτες, μίλησε μου λίγο για την σχέση σου με το πανκ γιατί είναι το πρώτο πράγμα που διαβάζω όταν πετυχαίνω το όνομά σου.

Ναι νομίζω πως κάποιος το έγραψε και μετά έγινε τεράστιο θέμα (γέλια). Κοίτα μου αρέσει οι ταίνιες -οι ταινίες που κάνω δηλαδή γιατί μου αρέσουν και χιλιάδες άλλες που δεν έχουν καμία σχέση με αυτή τη λογική- να είναι στυλιζαρισμένες και περιποιημένες στην εικόνα τους χωρίς να χάνουν τον αυθορμητισμό τους. Και αυτό το πανκ το έχει πετύχει φοβερά, είναι το μουσικό είδος που είναι αντίστοιχο αυτού του πράγματος. Άνθρωποι που λέγανε ό,τι θέλανε, με τον τρόπο που θέλανε, χωρίς να μπαίνουν σε κανόνες και παρόλα αυτά τους ενδιέφερε ιδιαίτερα η εικόνα και η αισθητική. Πολλές φορές με τραγικά αποτελέσματα (γελάει) πολλές φορές με υπέροχα.

Επιστρέφοντας στο Suntan και σε σχέση με τα όσα είπαμε παραπάνω, πώς ήταν η “συγκατοίκηση” με ολόκληρη την ομάδα της ταινίας επί δύο μήνες σε ένα νησί; Έμαθα πως μένατε όλοι μαζί σε σκηνές στο κάμπινγκ.

Αυτό για να συμβεί πρέπει να δουλέψεις με ανθρώπους που ναι μεν είναι επαγγελματίες αλλά είναι και φίλοι. Δεν μπορείς να περάσεις δυο μήνες με την ανάσα του άλλου δίπλα σου αν δεν υπάρχει κάτι βαθύτερο. Οπότε τους διάλεξα πραγματικά έναν-έναν, να είναι άνθρωποι που είναι, φυσικά, καταπληκτικοί στη δουλειά τους αλλά και να αγαπιούνται μεταξύ τους και έχουν κάνει κι άλλες δουλειές μαζί. Μου αρέσει πολύ ρε παιδί μου να έχω την άνεση να μιλήσω έντονα σε κάποιον όταν αγχωθώ, χωρίς αυτό να σημαίνει πως την επόμενη ημέρα δε θα μιλιόμαστε. Όπως επίσης μου αρέσει πολύ όταν θα πετύχει κάτι να πάρω αγκαλιά τον πρώτο που θα βρω δίπλα μου. Για αυτό φροντίζω πάντα να δουλεύω με ανθρώπους που τους αγαπώ πραγματικά με μια σχεδόν ερωτική διάθεση.

Φαντάζομαι ότι αυτοί οι δύο μήνες δεν ήταν μόνο δουλειά, ήταν και διακοπές.

Ακριβώς, αυτοί οι δύο μήνες με έκαναν να αγαπήσω αυτούς τους ανθρώπους ακόμα πιο πολύ. Κάναμε τα πάντα μαζί. Τρώγαμε, κολυμπούσαμε, μεθούσαμε, ξενυχτούσαμε, φλερτάραμε, ήταν μια φοβερή εμπειρία. Νιώθω υπέροχα που το έκανα, το ζηλεύω τώρα, θα ήθελα να το ξανακάνω. Δύο μήνες με τη γυναίκα μου και το παιδί μου στην ίδια σκηνή, δίπλα στη σκηνή υπήρχε μόντεμ, εκτυπωτής, σκάνερ γιατί ήταν και το γραφείο μου, παραδίπλα κοιμόταν η κολλητή μου που είναι η σκηνογράφος της ταινίας, παραδίπλα ο κολλητός μου που είναι ο φωτογράφος της ταινίας. Είχα βάλει την σκηνή στο κέντρο και ήμουν περιτριγυρισμένος από ανθρώπους που τους αγαπάω και με γοητεύουν.

Πρέπει να είστε η πρώτη παρέα στα χρονικά που πήγαν διακοπές μαζί και δεν γύρισαν σκοτωμένοι οι μισοί με τους άλλους μισούς.

Βασικά αυτό είναι αλήθεια! Δηλαδή, παρόλο που τους είχαμε διαλέξει έναν-έναν, ήμουν βέβαιος ότι θα υπάρξουν μικρό-παρεξηγήσεις κτλ. Και τελικά δεν έγινε απολύτως τίποτα. Είναι από τα γυρίσματα που τελειώνουν και βλέπεις ότι ο κόσμος δεν θέλει να τελειώσει. Ίσως γιατί ήταν και οι διακοπές τους ταυτόχρονα. Να, επίσης χρωστάω σε αυτούς τους ανθρώπους γιατί δεν πήγαν κανονικές διακοπές εκείνο το καλοκαίρι και φρόντιζα όσο μπορούσα να τους το κάνω να μοιάζει με διακοπές.

Έχεις σχέδια για το άμεσο μέλλον;

Έχω πάρα πολλά σχέδια! (γέλια) Το πρώτο πράγμα που θα κάνω είναι να αναλάβω την παραγωγή της νέας ταινίας του Γιάννη Βελσεμέ -η οποία δε θα γυριστεί στην Ελλάδα- και παράλληλα αποφασίζω ποια από τις ιδέες που έχω θα κυνηγήσω να κάνω αμέσως μετά το Suntan. Έχω 4-5 πρότζεκτ στα χέρια μου και μένει να αποφασίσω ποιο είναι το σωστό αυτή τη στιγμή. Αλλά καμιά φορά δεν υπάρχει σωστό και λάθος, ξεκινάς να κάνεις ένα πράγμα και καταλήγεις να κάνεις το άλλο. Άλλωστε πάντα μου αρέσει να αφήνω χώρο στην τύχη.

Το Suntan κυκλοφορεί από χτες, Πέμπτη 31/3, στους κινηματογράφους από την ODEON.

Δημοφιλή