Ένας ναυτιλιακός πράκτορας στην Κω και ένας ραδιοφωνικός παραγωγός τοπικού ραδιοφωνικού σταθμού, είναι δύο από τα μέλη του κυκλώματος που ήταν έτοιμο να γεμίσει με κάνναβη και κοκαΐνη την Κω, ενόψει της κορύφωσης της τουριστικής περιόδου.
Οι αρχηγοί, ανάμεσά τους σκληρός Αλβανός με τα ψευδώνυμα «αφεντικό» και «εργοστάσιο», έδιναν τις εντολές από την Αθήνα και τα μέλη της οργάνωσης τις εκτελούσαν στο νησί.
Σε ταυτόχρονες αστυνομικές επιχειρήσεις που έγιναν στις 5 Ιουνίου 2017 σε Αττική και Κω συνελήφθησαν συνολικά 44 άτομα (23 Αλβανοί, 20 Έλληνες και ένας Πακιστανός), ανάμεσά τους τα εφτά αρχηγικά μέλη με έδρα την Αθήνα. Σύμφωνα με την Αστυνομία, η οργάνωση διακίνησε από τις αρχές του χρόνο περισσότερα από 200 κιλά κάνναβη και πέντε κιλά κοκαΐνη με κέρδη εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ.
Τα ναρκωτικά εισάγονταν στην Ελλάδα από την Αλβανία, στη συνέχεια τοποθετούνταν σε «καβάτζες» στην Αθήνα και από εκεί κάποια διοχετεύονταν στην πρωτεύουσα και κάποια κατέληγαν στην Κω σταδιακά (100 γραμμάρια κοκαΐνη και 10 κιλά κάνναβη τη φορά).
Τα «βαποράκια», συνήθως γυναίκες που συνοδεύονταν από ανήλικα παιδιά, χρησιμοποιούσαν το πλοίο της γραμμής Πειραιάς – Κω.
Με την άφιξη των ναρκωτικών στο νησί, τα μέλη με έδρα την Κω προέβαιναν στην παραλαβή και αποθήκευση των ποσοτήτων, συνήθως σε ξενοδοχεία ή ενοικιαζόμενα δωμάτια, τα οποία μίσθωνε το εγκληματικό δίκτυο, για να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά ως «καβάτζες».
Αξιοσημείωτο είναι ότι ακόμα και η μικρότερη διακίνηση (π.χ. ένα γραμμάριο κοκαΐνη), δεν ολοκληρωνόταν, εάν δεν δινόταν έγκριση από τα μέλη του δικτύου στην Αττική. Οι τιμές πώλησης στην Κω ήταν υψηλότερες σε σχέση με την Αττική. Το ένα κιλό κάνναβη κόστιζε 1.500 ευρώ και το ένα γραμμάριο κοκαΐνη από 80 έως 100 ευρώ.
Μία υποομάδα της ίδιας εγκληματικής οργάνωσης με «δίχτυα» στην Τουρκία κατηγορείται και για διακίνηση μεταναστών. Επιβίβαζαν τους διακινούμενους στο σκάφος, το οποίο κατέπλεε από την Τουρκία με προορισμό την Κω.
Εκεί αποβιβάζονταν σε περιοχή κοντά σε ξενοδοχειακά συγκροτήματα και μετά από σχετική συνεννόηση παραλαμβάνονταν από τα μέλη της οργάνωσης, τα οποία φρόντιζαν για τη διαμονή τους και την περεταίρω προώθησή τους στην Ηπειρωτική Ελλάδα και στην Αττική.