H δικτατορία των like

Αν συνυπολογίσει κανείς στα προηγούμενα τη βιομηχανία χειραγώγησης περιεχομένου που έχει στηθεί με βάση τη «δικτατορία των like», από τη δημιουργία ψεύτικων προφίλ-«ακολούθων»-«υποστηρικτών, στα λογισμικά αύξησης των metrics και - πρόσφατα - στο εξ ολοκλήρου καθοδηγούμενο από τα metrics περιεχόμενο προς κατανάλωση, το πλαίσιο το οποίο δημιουργείται είναι κάτι περισσότερο από ανησυχητικό. Τουλάχιστον με βάση τη δική μου οπτική.
|
Open Image Modal
kaan tanman via Getty Images

Από τη στιγμή που οργανώθηκε σε κοινωνίες, ο άνθρωπος πάντα επιζητούσε την επιβεβαίωση της αξίας του από τα υπόλοιπα μέλη αυτών.

Αυτό οδηγούσε στη δημιουργία περισσότερο ή λιγότερο σύνθετων κοινωνικών δομών, αναδείκνυε τους ξεχωριστούς ανθρώπους, εξέλισσε τις ανθρώπινες δραστηριότητες και - εν τέλει - εξέλισσε το ίδιο το ανθρώπινο είδος.

Είναι σχετικά εύκολο να αναγνωριστεί, άλλωστε, ότι σχεδόν το σύνολο των σημαντικών αλλαγών που εμφανίζονται καταγεγραμμένες στην ανθρώπινη ιστορία, συνδέονται με ιδιαίτερες περιπτώσεις ανθρώπων ή ομάδων που - μέσω της αναγνώρισης της αξίας τους και της συνεπαγόμενης επιρροής που απέκτησαν - ώθησαν τις εξελίξεις προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.

Και ενώ μέχρι την «έκρηξη» της εύκολης πρόσβασης στο διαδίκτυο και της ανάπτυξης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης η προηγούμενη διαδικασία φαινόταν να διέπεται από κάποιους παγιωμένους κανόνες, από τότε κι έπειτα οι κανόνες αυτοί - αλλά και η ίδια η διαδικασία - άλλαξαν ριζικά.

Είναι προφανές (και επομένως άσκοπο να αναλυθεί περαιτέρω) ότι στο διαδίκτυο οφείλουμε μια πληθώρα ευεργετικών αλλαγών στη ζωή και την καθημερινότητά μας. Ωστόσο, αυτό από το οποίο δεν καταφέραμε να «θωρακιστούμε» επαρκώς, ήταν οι αρνητικές επιπτώσεις του διαδικτύου στην ικανότητά μας να κρίνουμε οι ίδιοι αυτό που μας προσφέρεται.

Στη σημερινή εποχή «βομβαρδιζόμαστε» ασταμάτητα (sic) από μια ποσότητα πληροφορίας ασυγκρίτως μεγαλύτερη αυτής στην οποία είχαν πρόσβαση οι άνθρωποι 10-15 μόλις χρόνια πριν. Και λόγω αυτού έχουμε:

- από τη μία πλευρά την απουσία χρόνου αξιολόγησης του περιεχομένου που μας παρέχεται, καθώς είναι αυτονόητο ότι ανάλογο όγκο και ρυθμό παροχής πληροφορίας είναι φύσει αδύνατον να τους επεξεργαστεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος,

και

- από την άλλη πλευρά την ανάγκη του ίδιου του συστήματος να προσθέτει διαρκώς και σε αμείωτο ρυθμό νέο περιεχόμενο, προκειμένου να εμφανίζεται ότι δεν παρέχει ανεπίκαιρη πληροφορία.

Αυτά τα δύο φαινόμενα, αλληλένδετα και αλληλοτροφοδοτούμενα στην ουσία και τις προεκτάσεις τους, δημιούργησαν την ανάγκη ύπαρξης κάποιων απλών εργαλείων για την αξιολόγηση της παρεχόμενης πληροφορίας. Και αυτή ικανοποιήθηκε από την ανάπτυξη των metrics διαφόρων τύπων, ξεκινώντας από την επισκεψιμότητα κάποιου ιστοτόπου και καταλήγοντας στις ποικίλες εκδοχές έκφρασης της αποδοχής στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με πιο γνωστή όλων το like της πλατφόρμας facebook.

Προσπερνώντας την ανάλυση των διαφόρων τύπων metrics (με τους οποίους οι περισσότεροι είμαστε πλέον εξοικειωμένοι), έχει πιστεύω ιδιαίτερη σημασία να μείνουμε στην επίδραση που έχει η λογική επάνω στην οποία στηρίζονται, στον τρόπο που αντιδρούμε, σκεφτόμαστε, διαμορφώνουμε τον χαρακτήρα μας και - εν τέλει - ζούμε.

Και αυτή είναι η αναγνώριση της δημοτικότητας ως αξίας.

«Η δικτατορία των like» λοιπόν (για να έρθουμε και στον τίτλο του άρθρου), έχει σταδιακά επιβάλει την αντικατάσταση της αξιολόγησης (η οποία μπορεί και πρέπει να είναι πολυεπίπεδη) με ένα σχεδόν δυαδικό κώδικα, αυτόν της αποδοχής ή μη αποδοχής μίας πληροφορίας, του όποιου τύπου "like" δηλαδή ή της απουσίας του. Διαφορετικές εκφάνσεις του συγκεκριμένου κώδικα προφανώς και αναγνωρίζονται, η ουσία όμως παραμένει η ίδια.

Ο σύγχρονος άνθρωπος-καταναλωτής πληροφορίας, αδυνατώντας να επεξεργαστεί το σύνολό της, καταφεύγει - έστω και υποσυνείδητα - στην αξιολόγησή της μέσω του προαναφερθέντος κώδικα. Και είναι έως και τρομακτικό αν σκεφτεί κάποιος πόσες φορές έχει κάνει "like" σε μία άποψη, ένα άρθρο, ένα τραγούδι ή μία φωτογραφία χωρίς να αφιερώσει χρόνο ώστε να τα αξιολογήσει ο ίδιος, απλά και μόνο επειδή εμφανιζόταν να έχουν ήδη ευρεία αποδοχή με βάση των αριθμό των "like" τους.

Αναγνωρίζοντας τη συγκεκριμένη τάση (ή κατά μία άλλη ερμηνεία επιβάλλοντας το συγκεκριμένο κώδικα), οι εταιρείες που είχαν την οικονομική εκμετάλλευση των εν λόγω μέσων κατάφεραν να προσελκύσουν σε αυτά ένα μεγάλο μέρος της διαφημιστικής δαπάνης, μετατρέποντας σε οικονομικές απολαβές μία πρακτική που οι ίδιες προώθησαν και έμμεσα επέβαλαν. Από την άλλη, αυτό που χρειάστηκε να προσφέρουν στους σημαντικότερους «παρόχους πρωτογενούς πληροφορίας» (δηλαδή τους χρήστες τους) δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία ψευδαίσθηση σημαντικότητας με βάση τον κώδικα των "like", η οποία και δεν τους κόστιζε τίποτα.

Το ότι μέσα από την εξέλιξη αυτού του φαινομένου αναδείχτηκαν και κάποιοι χρήστες (μία ισχνή μειοψηφία) οι οποίοι κατάφεραν να εξασφαλίσουν οικονομικά οφέλη για τους ίδιους ή να επιτύχουν (ό,τι τέλος πάντων επεδίωκαν), περισσότερο τζόγο θυμίζει παρά επιχείρημα υποστήριξης της συγκεκριμένης πρακτικής.

Αν συνυπολογίσει κανείς στα προηγούμενα τη βιομηχανία χειραγώγησης περιεχομένου που έχει στηθεί με βάση τη «δικτατορία των like», από τη δημιουργία ψεύτικων προφίλ-«ακολούθων»-«υποστηρικτών», στα λογισμικά αύξησης των metrics και - πρόσφατα - στο εξ ολοκλήρου καθοδηγούμενο από τα metrics περιεχόμενο προς κατανάλωση, το πλαίσιο το οποίο δημιουργείται είναι κάτι περισσότερο από ανησυχητικό. Τουλάχιστον με βάση τη δική μου οπτική.

Όντας ενεργός χρήστης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ο ίδιος, προφανώς και δεν επιχειρώ να τα αφορίσω συνολικά. Χρησιμοποιώντας τα μάλιστα για να δημοσιεύσω και να κοινοποιήσω αυτό το κείμενο, κάτι τέτοιο θα ήταν τουλάχιστον αστείο.

Ωστόσο, πιστεύω ότι διατηρώ προς το παρόν την ικανότητα να κρίνω ως παρατηρητής τη συγκεκριμένη πρακτική, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι η επαγγελματική μου ενασχόληση δεν επηρεάζεται καθ'οιονδήποτε τρόπο από την «αξία» μου στον κώδικα των "like" (η οποία δεν φαίνεται ούτως ή άλλως να είναι και ιδιαίτερα υψηλή). Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο ίσως και να έβλεπα τα πράγματα διαφορετικά, ή αυτό το κείμενο να μην είχε κριθεί ωφέλιμο να γραφτεί ποτέ.

(Αρχικά σκέφτηκα πως ίσως με ευνοεί επίσης το γεγονός ότι ανήκω σε μία γενιά που ενηλικιώθηκε πριν από την έκρηξη του διαδικτύου, αλλά διαπίστωσα ότι αυτό μάλλον δεν ισχύει όταν μου ήρθαν στο μυαλό παραδείγματα συνομηλίκων μου ή και μεγαλύτερων σε ηλικία ανθρώπων.)

Προς το παρόν, λοιπόν, και χρησιμοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ελεγχόμενα και αποκλειστικά για τη διασκέδασή μου, δε μπορώ παρά να θλίβομαι βλέποντας τις στρατιές των ανθρώπων που άκριτα αποδέχονται τη δημοτικότητα ως αξία, που την υπηρετούν και που κάνουν τα πάντα ώστε να την κατακτήσουν.

Ίσως τελικά και να τρομάζω λίγο, αναγνωρίζοντας ότι σύντομα αυτοί οι άνθρωποι θα αποτελούν (αν δεν αποτελούν ήδη) την πλειοψηφία.

Αναδημοσίευση από το blog Mind Pieces