Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών γύρω από τα αγροτικά μπλόκα αξίζουν μια ψύχραιμη αποτίμηση, μακριά από κραυγές, εύκολες ταυτίσεις και τον συνήθη τηλεοπτικό μηρυκασμό των γεγονότων.
Ο πρωθυπουργός κάλεσε τους αγρότες να ορίσουν αντιπροσώπους, προκειμένου να πραγματοποιηθεί θεσμικός διάλογος και να συζητηθούν τα αιτήματά τους. Η αρχική απάντηση των εκπροσώπων των μπλόκων (μεταξύ των οποίων και οι Ανεστίδιδες) ήταν ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, καθώς –κατά δήλωσή τους– δεν υπάρχει ενιαία εκπροσώπηση και δεν έχει επιτευχθεί εσωτερική συμφωνία (σκορποχώρι στην καθομιλουμένη). Λίγο αργότερα, ωστόσο, εμφάνισαν λίστα 27 αιτημάτων.
Η κυβέρνηση απάντησε συγκεκριμένα ότι 20 από τα 27 αιτήματα είτε έχουν ήδη υλοποιηθεί είτε βρίσκονται σε διαδικασία επεξεργασίας. Τα υπόλοιπα 7 δεν μπορούν να ικανοποιηθούν, είτε επειδή αντίκεινται σε βασικούς κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη λειτουργία της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, είτε επειδή είναι δημοσιονομικά ανέφικτα.
Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνονται αιτήματα όπως η μη μεταφορά του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ ή η θέσπιση κατώτατων εγγυημένων τιμών. Άρνηση υπαγωγής της διαχείρισης δισεκατομμυρίων κοινοτικών πόρων σε έναν θεσμικά θωρακισμένο και ανεξάρτητο μηχανισμό ελέγχου. Με απλά λόγια: όχι περισσότερη διαφάνεια, όχι αυστηρός έλεγχος, όχι τέλος στο γνωστό σύστημα διανομής επιδοτήσεων με πολιτικά και πελατειακά κριτήρια. Ακόμη πιο αποκαλυπτικό, όμως, είναι το αίτημα για κατώτατες εγγυημένες τιμές. Εδώ δεν μιλάμε απλώς για υπερβολή, αλλά για καθαρό οικονομικό αναλφαβητισμό – ή, εναλλακτικά, για ιδεολογικό μπολσεβικισμό. Γιατί και ο πιο άσχετος με το εμπόριο γνωρίζει ότι κατώτατες εγγυημένες τιμές μπορούν να εφαρμοστούν μόνο σε κράτος μπολσεβίκων, με κεντρικό διοικητικό καθορισμό τιμών.
Όταν τίθενται τέτοια αιτήματα, τότε δεν έχουμε διαπραγμάτευση. Έχουμε εκβιασμό.
Η απάντηση των μπλόκων δεν ήταν διάλογος, αλλά κλιμάκωση. Και εδώ ακριβώς ξεκινά το πραγματικό πρόβλημα.
Στα τηλεοπτικά πάνελ, το αφήγημα είναι: «και οι δύο πλευρές είναι αμετακίνητες» και «οι πολίτες βρίσκονται στη μέση και υποφέρουν». Στο ερώτημα «τι πρέπει να γίνει;», η απάντηση είναι σταθερή: η κυβέρνηση οφείλει να δώσει τη λύση.
Αλλά ποιες είναι, στην πραγματικότητα, οι επιλογές της κυβέρνησης; Είναι δυο:
1. Να ικανοποιήσει αιτήματα που εντάσσονται είτε στο καταστατικό του ΚΚΕ περί κρατικού καθορισμού της οικονομίας είτε στη στρατηγική πολιτικών δυνάμεων, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα ή η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, που επενδύουν διαχρονικά στη μετατροπή της κοινωνικής έντασης σε πολιτικό κεφάλαιο. Σε αυτούς προστίθενται και οι ευλογημένοι από τις χειρόγραφες επιστολές του Ιησού και οι θεραπευμένοι από τις κηραλοιφές του. Η συνταγή είναι απλή και δοκιμασμένη: πίεση, αδιέξοδο, χάος και στη συνέχεια αυτοπαρουσίαση ως μοναδικής λύσης.
2. Η δεύτερη επιλογή θα ήταν η επιβολή της τάξης με μέσα καταστολής, επιλογή που όχι μόνο θα ήταν πολιτικά αυτοκαταστροφική, αλλά θα υπονόμευε και τη θεσμική ωριμότητα του ίδιου του κράτους.
Συμπέρασμα: Κορώνα χάνεις, γράμμα κερδίζω.
Η λύση θα πρέπει να δοθεί από τους πολίτες. Η σημερινή κατάσταση δεν είναι απλώς μια αγροτική κινητοποίηση. Είναι ένα τεστ ωριμότητας για τη δημοκρατία και για τους πολίτες.
Το ερώτημα δεν είναι αν τα προβλήματα του αγροτικού κόσμου είναι υπαρκτά. Το ερώτημα είναι αν η λύση βρίσκεται στον διάλογο και στους θεσμούς ή στον εκβιασμό μέσω αποκλεισμών και γενικευμένης ομηρίας της κοινωνίας. Εδώ που έφτασε η κατάσταση, η απάντηση πρέπει να δοθεί από την ίδια την κοινωνία, που οφείλει να ξεχωρίσει τη διεκδίκηση από την πολιτική εργαλειοποίηση και το δίκαιο αίτημα από τον θεσμικό εκτροχιασμό. Γιατί αν κάθε κοινωνική ομάδα επιβάλλει τη βούλησή της κλείνοντας δρόμους, τότε το πρόβλημα δεν θα είναι πια τα αγροτικά μπλόκα, αλλά η ίδια η λειτουργία της δημοκρατίας.