Απoσπάσματα από το βιβλίο του Νικόλα Δημητριάδη «Θεωρίες συνωμοσίας και πολιτική: Μυστικές οργανώσεις, ψευδοϊστορικοί μύθοι και χιλιαστικές δοξασίες στην υπηρεσία της προπαγάνδας», που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.

*

Advertisement
Advertisement

Στην Ελλάδα η συνωμοσιολογία συνδέθηκε προνομιακά με το ρεύμα της «αρχαιολατρίας» και του δωδεκαθεϊσμού, που κυριάρχησε στον «χώρο» κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Έντυπα όπως ο Δαυλός και συγγραφείς όπως ο Γιάννης Φουράκης, ανέλαβαν να διαφωτίσουν το κοινό τους για τον πανάρχαιο «προκατακλυσμιαίο» πολιτισμό των Ελλήνων, την προέλευσή του από το διάστημα, την υψηλή τεχνολογία του και την εξάπλωσή τους σε όλη την Υφήλιο. […]

Η μεγάλη εξάπλωση της αρχαιολατρίας στην Ελλάδα, θα έρθει κατά τη δεκαετία του ’90, μέσω της ιδιωτικής τηλεόρασης και ως συνέπεια της αυξανόμενης ιδιώτευσης και αποπολιτικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας. Η τηλεόραση επέτρεψε στη συνωμοσιολογία να γίνει ευρύτερα γνωστή και να αποκτήσει εκτεταμένη επιρροή. Στις μεταμεσονύκτιες ζώνες και στα μικρά κανάλια, ανάμεσα στο τηλεμάρκετινγκ, τα ζώδια και τις χαρτορίχτρες, τα ερωτοδικεία και τα τηλεραντεβού, οι διάφοροι «ερευνητές» της «κρυμμένης γνώσης» βρέθηκαν στο στοιχείο τους.

Το τότε πολιτικό και ακαδημαϊκό «κατεστημένο» μπορούσε να περιγελά τα φαινόμενα αυτά ως γραφικότητες και να τα προσπερνά με θυμηδία. Λίγοι επέμειναν να αντιμετωπίζουν τη συνωμοσιολογία με τη σοβαρότητα που της αρμόζει. Ήταν η εποχή ανόδου μιας δήθεν «εκσυγχρονιστικής» ιδεολογίας, που υποσχόταν τον ευρωπαϊκό καταναλωτικό παράδεισο, ζητώντας ως αντάλλαγμα την αποποίηση της εθνικής ταυτότητας και ιδιοπροσωπίας που υποτίθεται ότι εμπόδιζαν τους Έλληνες από το να γίνουν «Ευρωπαίοι». […]

Ήταν προφανές ότι η περιφρόνηση αυτή των πολιτικών και πνευματικών ταγών για την ελληνική ταυτότητα και διαχρονία, θα έδινε ώθηση στη συνωμοσιολογία. Όσο η «επίσημη» ιστοριογραφία έψαχνε αφορμές για να συκοφαντεί και να διαβάλλει τις εθνικές ευαισθησίες των πολιτών, τόσο αυτοί αναζητούσαν το αντίδοτο στους πάσης φύσεως τσαρλατάνους. Όπως έγραφε ο Σαράντος Καργάκος (, «Κατά ποίου ο λίθος του αναθέματος;», περιοδικό άρδην, τ. 52), μία «ουφολογική παραϊστορία», κινούμενη μεταξύ παγανισμού και εθνικοσοσιαλισμού, αντικατέστησε την πραγματική Ιστορία, όταν η τελευταία «αποβλήθηκε» από τις σχολικές αίθουσες: «Θά ἤμουν ὁ ἔσχατος πού θά κατηγοροῦσα αὐτούς πού σήμερα, ἀφοῦ δέν διδάσκονται τίποτα στό σχολεῖο γιά τόν ἀρχαῖο κόσμο (ἀπεναντίας ἀκοῦνε ἤ διαβάζουν χλευασμούς), στράφηκαν πρός μιά παραμυθολογική ἱστοριογραφία πού κάνει τόν ἑλληνικό κόσμο τῆς ἀρχαιότητας ἀμερικανικό Superman. […] Ὅ,τι διώκεται καί εἰς πῦρ βάλλεται, μυθοποιεῖται. Κι ἐπανέρχεται στὴ ζωή συχνά ὡς βρυκόλακας.»

Στο νέο αυτό ιδεολογικό πλαίσιο, όμως, οι γραφικοί συνωμοσιολόγοι και ουφολόγοι (όπως και οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής) αποτελούσαν παράλληλα έναν ιδιαίτερα βολικό αντίπαλο. Ο ανορθολογισμός τους προβλήθηκε ως μπαμπούλας και αποτέλεσε το ιδανικό άλλοθι για τη νομιμοποίηση της κυρίαρχης εκσυγχρονιστικής ιδεολογίας. Η ελληνική κοινωνία βρέθηκε εγκλωβισμένη σε ένα αδιέξοδο δίπολο, καθώς οποιαδήποτε αντίθεση με τον κυρίαρχο εθνομηδενιστικό λόγο οδηγούσε αυτόματα στην ταύτιση με τη συνωμοσιολογία και τον φασισμό.

Το πόσο κοντόφθαλμη υπήρξε η στρατηγική αυτή θα φανεί στην αμέσως επόμενη περίοδο, αυτή των μνημονίων, όταν το πολιτικό σύστημα και η εκσυγχρονιστική ιδεολογία συνολικά θα γνωρίσουν μία πρωτοφανή κρίση νομιμοποίησης. Όταν η κοινωνία έχασε την εμπιστοσύνη στους ταγούς της, στράφηκε σε όσους οι ίδιοι οι ταγοί της είχαν υποδείξει ως αντιπάλους τους. Έτσι, τη στιγμή που, χάρις στις αμαρτίες του πολιτικού συστήματος, ο «αντισυστημισμός» εξαπλωνόταν οριζόντια σε όλη την ελληνική κοινωνία, οι τέως γραφικοί και περιθωριακοί τσαρλατάνοι μετεβλήθησαν αίφνης σε προνομιακούς εκφραστές της λαϊκής αγανάκτησης.

Advertisement

[…] Οι θεωρίες της αρχαιολατρίας θα ενσωματωθούν τώρα σε μία νέα σύνθεση που θα είναι πιο πολιτικοποιημένη και θα αρδεύει κυρίως από το «αντίπαλο δέος» της αρχαιολατρίας: την «βυζαντινολατρία». Το ρεύμα, δηλαδή, που έβλεπε στην Ορθοδοξία το μοναδικό συστατικό στοιχείο της ελληνικότητας, που θεωρούσε την επανάσταση του 1821 αρνητική (καθώς οδήγησε στη δημιουργία ενός «δυτικότροπου» εθνικού κράτους) και απέρριπτε ολόκληρη τη νεωτερικότητα, προσδοκώντας την επιστροφή σε έναν απολεσθέντα «βυζαντινότροπο» παράδεισο.

Αντίπαλοι είναι και εδώ η ιεραρχία της (παραδομένης τάχα στη Νέα Τάξη) ελληνικής και ελλαδικής Εκκλησίας, καθώς και το σύγχρονο ελληνικό κράτος, που είναι αντίστοιχα παραδομένο στην αλλοτρίωση του δυτικού πολιτισμού. Όπως οι αρχαιολάτρες έβλεπαν στη σύγχρονη Ελλάδα ένα άθλιο βυζαντινο-χριστιανικό κατασκεύασμα, με το οποίο οι Εβραίοι και οι μασόνοι πολεμούν τον ελληνισμό, έτσι και οι βυζαντινολάτρες θα δουν στη σύγχρονη Ελλάδα ένα άθλιο δυτικό-κοσμικό κατασκεύασμα, με το οποίο οι Εβραίοι και οι μασόνοι πολεμούν την Ορθοδοξία. Και οι δύο απορρίπτουν τον υπαρκτό ελληνισμό χάριν μίας φανταστικής ιδεολογικής κατασκευής, αρχαιοπρεπούς στη μία περίπτωση και ρωσο-βυζαντινοπρεπούς στην άλλη.

Η κύρια διαφορά, όμως, έγκειται στον προβαλλόμενο «σωτήρα»: Αν για τους πρώτους, η σωτηρία αναμενόταν από την ανύπαρκτη «ομάδα Ε» και τη διαστημική τεχνολογία της, ο σωτήρας που προβάλλουν οι δεύτεροι δεν είναι καθόλου φανταστικός: Έχει σάρκα και οστά, και το όνομά του είναι Βλαδίμηρος Πούτιν.

Advertisement

Έτσι, η συνωμοσιολογία άρχισε να κατεβαίνει σταδιακά από τα νεφελώματα του Σείριου και να «γειώνεται» όλο και περισσότερο στην τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα, παρεμβαίνοντας σε ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα δεν χρειαζόταν να περιμένει τους «Ε», αρκούσε να προσανατολιστεί στον «προστάτη της Ορθοδοξίας» Βλαδίμηρο Πούτιν. Αντίστοιχη πορεία θα ακολουθήσει και ο χιλιασμός: Οι προφητείες για τη Δευτέρα Παρουσία και τον Αντίχριστο μπλέκονται τώρα με τη διεθνή πολιτική σκηνή και η εξωτερική πολιτική της χώρας μετατρέπεται σε πεδίο αντιπαράθεσης του Καλού και του Κακού. Η δεισιδαιμονία δεν καλλιεργείται πια μόνον για να αποκομίσει ο εκάστοτε «ψευδο-προφήτης» χρήματα, παρά για να κατευθύνει την πολιτική σκέψη των πιστών.

Αυτή η διαφοροποίηση είναι που μας φέρνει στον τρίτο «σταθμό» της πορείας που εξετάζουμε, καθώς με την πανδημία του κορωνοϊού και στη συνέχεια με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, θα φανεί πλέον σε όλη του την έκταση ο αναβαθμισμένος και βαθιά διαβρωτικός ρόλος που έχει η συνωμοσιολογία στις σύγχρονες κοινωνίες. Διότι, όπως θα δούμε, η καθησυχαστική «παραμυθία» που προσφέρουν οι πάσης φύσεως κομπογιαννίτες δεν είναι πάντα ανιδιοτελής και αφελής. Ούτε είναι άμοιρη συνεπειών για την πολιτική και ιδεολογική εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας.

Αν παλαιότερα απορρίπταμε τους γραφικούς τηλε-μαϊντανούς, δεν μπορούσαμε ίσως να φανταστούμε ότι σε άλλες χώρες η συνωμοσιολογία, η ψευδοϊστορία και ο χιλιασμός ήταν από καιρό ενταγμένα στην επίσημη κρατική πολιτική, ως μέσα, τόσο εσωτερικής όσο και εξωτερικής προπαγάνδας. Γιατί η συνωμοσιολογία, εκτός από το να γεμίζει τις τσέπες των απατεώνων, μπορεί να λειτουργεί επικουρικά του κράτους, ως ένας μακρύς ιδεολογικός βραχίονας, που έχει το προνόμιο να επηρεάζει το κομμάτι εκείνο των πολιτών που έχει χάσει κάθε εμπιστοσύνη στους θεσμούς και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να επηρεαστεί από τα κατεστημένα Μέσα Ενημέρωσης. Έτσι, θα δούμε σε κάποιες χώρες τους συνωμοσιολόγους να προσαρμόζονται σταδιακά στους ιδεολογικούς και γεωπολιτικούς μετασχηματισμούς της επίσημης κρατικής πολιτικής και στη συνέχεια να εξάγουν την πολιτική αυτή στο εξωτερικό.

Advertisement