Η εκεχειρία που τέθηκε σε ισχύ στη Γάζα στις 10 Οκτωβρίου 2025 δεν είναι απλώς ακόμη ένα διάλειμμα στις εχθροπραξίες. Είναι η τρίτη προσπάθεια σε δύο χρόνια να τεθεί ένα φρένο σε μια σύγκρουση που έχει στοιχίσει τη ζωή σε περισσότερους από 67.000 Παλαιστινίους και σχεδόν 2.000 Ισραηλινούς. Η επιτυχία της, όμως, θα εξαρτηθεί από το αν η διεθνής κοινότητα —και κυρίως η Ευρώπη— μπορεί να μετατρέψει μια εύθραυστη εκεχειρία σε βιώσιμη πολιτική συμφωνία.
Η ειρήνη υπό δοκιμή
Οι δύο πλευρές της σύγκρουσης έχουν επιχειρήσει δύο φορές στο παρελθόν να σταματήσουν τη βία, τον Νοέμβριο του 2023 και τον Μάρτιο του 2025. Και στις δύο περιπτώσεις, οι συμφωνίες κατέρρευσαν μέσα σε λίγες εβδομάδες, καθώς η έλλειψη εμπιστοσύνης, η απουσία μηχανισμών εποπτείας και η πολιτική αστάθεια στα κατεχόμενα εδάφη υπονόμευσαν κάθε προσπάθεια.
Το ειρηνευτικό σχέδιο των είκοσι σημείων, που προωθεί η κυβέρνηση Τραμπ με τη στήριξη περιφερειακών εταίρων, περιλαμβάνει εκεχειρία, αποστρατιωτικοποίηση, διεθνή επιτήρηση και πολιτική μετάβαση στη Γάζα.
Στο επίκεντρο βρίσκεται το λεγόμενο “Συμβούλιο Ειρήνης για τη Γάζα” — ένα όργανο που θα ελέγχει τη διανομή βοήθειας, θα εποπτεύει τον αφοπλισμό και θα διαχειρίζεται τη μεταβατική διοίκηση.
Η δομή αυτή αναμένεται να περιλαμβάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο, την Ιορδανία και ενδεχομένως την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως η σύνθεση και οι εξουσίες του παραμένουν ασαφείς, ενώ οι δύο βασικοί εμπλεκόμενοι —Ισραήλ και Χαμάς— απουσιάζουν από τη διαπραγματευτική διαδικασία.Η μη συμμετοχή τους στη Διάσκεψη του Σαρμ ελ Σέιχ επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για μια ειρηνευτική προσπάθεια χωρίς ειρηνοποιούς. Και, όπως δείχνει η εμπειρία όλων των προηγούμενων προσπαθειών, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες μονοπωλούν τη διαδικασία, αυτή τείνει να αποτυγχάνει.
Οι πραγματικοί κίνδυνοι του σχεδίου
Παρά τη διεθνή υποστήριξη, το σχέδιο αντιμετωπίζει πολλαπλές προκλήσεις:
- Η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς καθιστά την εφαρμογή εξαιρετικά εύθραυστη.
- Η ανθρωπιστική κρίση και η πλήρης καταστροφή των υποδομών καθιστούν την ανασυγκρότηση εγχείρημα δεκαετιών.
- Η ασάφεια του ρόλου των ΗΠΑ και οι διαιρέσεις εντός της ΕΕ υπονομεύουν τη συνοχή της διεθνούς επιτήρησης.
- Και, τέλος, η απουσία πολιτικού οράματος για την επανένωση της Γάζας με τη Δυτική Όχθη αφήνει κενό στρατηγικής.
Το σχέδιο υπόσχεται σταθερότητα, αλλά κινδυνεύει να παγιώσει μια ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη.
Η Ευρώπη ανάμεσα στην αδράνεια και την ευθύνη
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει διακηρύξει επανειλημμένα τη δέσμευσή της στη λύση των δύο κρατών, αλλά αποφεύγει να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία επιρροής που διαθέτει.
Παραμένει ο μεγαλύτερος δωρητής των Παλαιστινίων, ο πρώτος εμπορικός εταίρος του Ισραήλ, και διαθέτει διπλωματικές αποστολές που μπορούν να στηρίξουν τη μεταπολεμική μετάβαση:
- την EUBAM Rafah, για τη διαχείριση του συνοριακού ελέγχου με την Αίγυπτο,
- και την EUPOL COPPS, για την ενίσχυση των παλαιστινιακών θεσμών ασφάλειας και δικαιοσύνης.
Ωστόσο, η ΕΕ δεν έχει ακόμη μετατρέψει την οικονομική της δύναμη σε πολιτική επιρροή. Η Ευρώπη εξακολουθεί να χρηματοδοτεί τη διαδικασία, χωρίς να τη διαμορφώνει.
Το 2025, τα κράτη μέλη της Ευρώπης πέτυχαν μια σπάνια σύγκλιση θέσεων στο παλαιστινοϊσραηλινό ζήτημα. Σε συνεργασία με βασικά αραβικά κράτη, υιοθέτησαν τη Διακήρυξη της Νέας Υόρκης (Ιούλιος 2025) — ένα κοινό έγγραφο που περιγράφει μια ρεαλιστική πορεία προς την κρατική υπόσταση των Παλαιστινίων και τη θεσμική ανασυγκρότηση της Γάζας.
Αυτό το πρωτοφανές κλίμα ευθυγράμμισης δεν πρέπει να χαθεί. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, η Ευρώπη διαθέτει μια συνεπή και επίμονη διπλωματική στρατηγική.
Πρέπει η Ευρώπη να συμμετάσχει στο “Συμβούλιο Ειρήνης”;
Η απάντηση είναι ναι, αλλά μόνο υπό σαφείς πολιτικούς όρους. Η συμμετοχή της ΕΕ πρέπει να είναι συμπληρωματική προς τη νέα της διπλωματική δραστηριότητα, όχι υποκατάστατό της.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρέπει να επιτρέψουν να εκτροχιαστεί ούτε η δυναμική που δημιουργήθηκε γύρω από τη Διάσκεψη Υψηλού Επιπέδου της 22ας Σεπτεμβρίου, την οποία συνδιοργάνωσαν η Γαλλία και η Σαουδική Αραβία υπέρ της παλαιστινιακής κρατικής οντότητας, ούτε η γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου που έκρινε ότι η ισραηλινή κατοχή είναι παράνομη.
Αν και η ΕΕ οφείλει να συνεργαστεί με την κυβέρνηση Τραμπ για το μέλλον της Γάζας, πρέπει ταυτόχρονα να παραμείνει σταθερή στη διεκδίκηση του τερματισμού της ισραηλινής κατοχής και της ελευθερίας των Παλαιστινίων. Μετεξέλιξη του μοντέλου της «Ομάδας της Χάγης» θα μπορούσε να απομειώσει την απροθυμία στην προώθηση της λύσης των δύο κρατών, απ’ όπου και αν προέρχεται αυτή.
Η συμμετοχή της στο Συμβούλιο Ειρήνης του Τραμπ που φαίνεται να παίρνει τροπή project real estate, σημαίνει ότι θα πρέπει να παρέμβει για να διορθώσει και να προλάβει καταστάσεις, όχι να επικυρώσει.
Η ουσιαστική συμβολή που μπορεί να έχει η Ευρώπη
Η ΕΕ μπορεί να μετατρέψει την παρουσία της στο Συμβούλιο Ειρήνης σε μοχλό νομιμοποίησης και λογοδοσίας, αν επιμείνει στα εξής:
- Συμμετοχή της Παλαιστινιακής Αρχής και της κοινωνίας των πολιτών στις δομές διακυβέρνησης.
- Ρητή δέσμευση του Ισραήλ για άρση του αποκλεισμού και αποχώρηση από τη Γάζα.
- Ανεξάρτητοι μηχανισμοί εποπτείας και διαφάνειας στη διανομή βοήθειας.
- Ενίσχυση της UNRWA και προστασία των διεθνών ΜΚΟ που επιχειρούν στο πεδίο.
Η ενεργός συμμετοχή θα επιτρέψει στην Ευρώπη να πιέσει για θεσμικές μεταρρυθμίσεις, λογοδοσία και ανεξάρτητη ανθρωπιστική πρόσβαση, παράγοντες χωρίς τους οποίους καμία ειρήνη δεν θα είναι βιώσιμη.
Η ειρήνη δεν είναι project real estate
Οι πρώτες διαρροές από την Ουάσιγκτον δείχνουν ότι το Συμβούλιο Ειρήνης αντιμετωπίζει την ανοικοδόμηση ως επενδυτικό έργο: συμβόλαια, υποδομές, ενεργειακά δίκτυα. Αλλά η ειρήνη δεν είναι εμπορικό εγχείρημα.
Χωρίς πολιτική λύση και θεσμική νομιμότητα, η Γάζα κινδυνεύει να μετατραπεί σε “ζώνη επιτήρησης”, με τη διεθνή κοινότητα να διαχειρίζεται τη φτώχεια, όχι να επιλύει το πρόβλημα.
Η Ευρώπη πρέπει να αντισταθεί σε αυτήν τη μετατροπή της ειρήνης σε οικονομική διαχείριση. Να συνδέσει κάθε χρηματοδότηση με όρους δικαίου και λογοδοσίας, όχι με γεωπολιτικά ανταλλάγματα.
Η Ευρώπη και η δικαιοσύνη ως προϋπόθεση της ειρήνης
Η ειρήνη στη Γάζα δεν μπορεί να προκύψει από την επιβολή ισχύος, αλλά από την αποκατάσταση της πολιτικής νομιμότητας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει τα μέσα, τη θεσμική εμπειρία και τη χρηματοδοτική ισχύ για να διαδραματίσει ρόλο εγγυητή.
Αυτό που της λείπει είναι η βούληση να δράσει ανεξάρτητα και αποφασιστικά.
Η Ευρώπη πρέπει να επιμείνει σε μια ειρηνευτική διαδικασία που θα στηρίζεται:
- στο διεθνές δίκαιο,
- στη λύση των δύο κρατών,
- και στη λογοδοσία όλων των πλευρών.
Μόνο έτσι μπορεί να διασφαλιστεί ότι η εκεχειρία δεν θα είναι προοίμιο μιας νέας βίας, αλλά αφετηρία μιας δίκαιης ειρήνης.