Η παρουσία του Ρ.Τ. Ερντογάν στην Αμερική επιβεβαίωσε τις φιλοδοξίες της Άγκυρας για τον ρόλο της Τουρκίας στις περιφερειακές εξελίξεις. Ο πρόεδρος Ερντογάν, που διανύει ήδη την τρίτη δεκαετία στην εξουσία, έχει στραμμένη τη προσοχή του σε τρεις στόχους. Σύμφωνα με την οπτική του, η επίτευξή τους θα εδραιώσει τη χώρα του ως ισχυρή περιφερειακή δύναμη και τον ίδιο ως τον πιο σημαντικό ηγέτη στην ιστορία της Τουρκίας. Ένας βασικός στόχος του Ερντογάν είναι η εμβάθυνση της πολιτικής και στρατιωτικής επιρροής της Άγκυρας στη νέα Συρία. Για τον Τούρκο πρόεδρο, η πτώση του καθεστώτος Άσαντ τον περασμένο Δεκέμβριο αποτελεί τη μεγαλύτερη ευκαιρία εδώ και δεκαετίες για την τουρκική περιφερειακή πολιτική. Η προηγούμενη ευκαιρία την οποία προσπάθησε να εκμεταλλευτεί η Άγκυρα ήταν το 2011, κατά τους πρώτους κρίσιμους μήνες του συριακού εμφυλίου. Εκείνη η προσπάθεια κατέληξε στη βαθιά, δύσκολη και μακροχρόνια εμπλοκή της Τουρκίας σε έναν εμφύλιο πόλεμο που συντάραξε την περιοχή. Δεκατρία χρόνια μετά από εκείνην την πρώτη προσπάθεια ανατροπής του Μπασάρ αλ Άσαντ, ο Ρ.Τ. Ερντογάν είδε την επίμονη πολιτική του στο συριακό να επιβραβεύεται, με την πτώση του Σύρου δικτάτορα τον περασμένο Δεκέμβριο.

Η ιστορικής σημασίας αλλαγή καθεστώτος στη Δαμασκό ύστερα από πέντε δεκαετίες και η άνοδος στην εξουσία μιας συμμαχίας σουνιτών ισλαμιστών υπό τον Αχμέτ αλ Σάρα συνιστούν μια διπλή εξέλιξη που, σύμφωνα με την φιλόδοξη οπτική του Ερντογάν, ανοίγει νέες διαστάσεις για την τουρκική πολιτική στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες, η Τουρκία έχει την ευκαιρία να απλώσει την πολιτική επιρροή αλλά και τη στρατιωτική παρουσία της στη γεωγραφική καρδιά της Μέσης Ανατολής, και με αυτόν τον τρόπο να αναδιαμορφώσει τους συσχετισμούς από την Ανατολική Μεσόγειο έως τον Περσικό. Πριν από πολλές δεκαετίες, ο σημαντικός Βρετανός συγγραφέας Πάτρικ Σιλ έγραφε πως η σημασία της Συρίας πηγάζει από το γεγονός πως βρίσκεται στην καρδιά της αραβικής Ασίας, προσθέτοντας ότι με αυτόν τον τρόπο «επηρεάζει κάθε πολιτική σχέση στην περιοχή». Με αυτήν την οπτική συντάσσεται και η τουρκική ηγεσία, η οποία έχει αποφασίσει πως οι εξελίξεις στο εσωτερικό της νέας Συρίας θα είναι καθοριστικές για το μέλλον της τουρκικής πολιτικής στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.

Advertisement
Advertisement

Μια πολιτική σχέση που επηρεάζεται καταλυτικά από τις εξελίξεις στο εσωτερικό της Συρίας είναι εκείνη ανάμεσα στην Άγκυρα και τους Κούρδους, κυρίως εκείνους της Συρίας. Ο αφοπλισμός των Κούρδων και η αποτελεσματική διαχείριση του κουρδικού ζητήματος αποτελεί έναν ακόμη βασικό στόχο του Ερντογάν. Για δεκαετίες, το κουρδικό ζήτημα αποτελούσε αγκάθι για την Άγκυρα. Ταυτοχρόνως αποτελούσε μια αφορμή για την ενεργό εμπλοκή των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στην πολιτική ζωή της χώρας και στη διαμόρφωση μιας αδύναμης δημοκρατίας υπό την εποπτεία των στρατηγών. Κατά την πρώτη δεκαετία του στην εξουσία, ο Ερντογάν προώθησε μια πολιτική λύση του κουρδικού (το αποκαλούμενο «κουρδικό άνοιγμα» του 2013), επιχειρώντας με αυτόν τον τρόπο να διαχωρίσει το κουρδικό από την ατζέντα και κατ’ επέκταση τον παρεμβατικό ρόλο των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Την επόμενη δεκαετία, έχοντας απομακρύνει τις ένοπλες δυνάμεις από την πολιτική και κυρίως από το 2015, όταν έχασε για πρώτη φορά την αυτοδυναμία στην Βουλή, ο Ερντογάν άλλαξε άρδην την πολιτική του στο κουρδικό. Στο εσωτερικό άσκησε ασφυκτική πίεση στο φιλοκουρδικό κόμμα HDP που του είχε στερήσει την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία στις εκλογές του Ιουνίου 2015, ενώ από το 2016 ξεκίνησε μια σειρά από στρατιωτικές επιχειρήσεις στη βόρεια Συρία κατά των Κούρδων οι οποίοι επιδίωκαν τη δημιουργία μιας αυτόνομης κουρδικής κρατικής οντότητας στις δύο πλευρές του Ευφράτη.

Στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του στην εξουσία, μετά την πτώση του Άσαντ, που διατηρούσε μια αμφίσημη σχέση με τους Κούρδους, ο Ερντογάν βλέπει μια μοναδική ευκαιρία να εγκλωβίσει τους Κούρδους της βόρειας Συρίας ανάμεσα στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και τη νέα φιλο-τουρκική κυβέρνηση στη Δαμασκό. Το κλειδί για τον Ερντογάν είναι η πορεία των δύσκολων διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην κυβέρνηση αλ Σάρα στη Δαμασκό και την ηγεσία των Κούρδων της βόρειας Συρίας. Στόχος της Άγκυρας και της Δαμασκού είναι ο αφοπλισμός των συροκουρδικών πολιτοφυλακών και η ένταξή τους στις νέες δυνάμεις ασφαλείας της Συρίας. Αυτή η εξέλιξη θα σηματοδοτήσει, σύμφωνα με τον Ερντογάν, το τέλος των ένοπλων κουρδικών διεκδικήσεων και την ευθυγράμμιση των πολιτικών δυνάμεων των Κούρδων με τη ατζέντα Ερντογάν τόσο στο εσωτερικό όσο και στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, οι σεχταριστικές συγκρούσεις που έχουν ξεσπάσει το τελευταίο έτος στη βορειοδυτική και τη νότια Συρία, με θύματα κυρίως τις μειονοτικές κοινότητες των Αλαουιτών και των Δρούζων αντίστοιχα, έχουν δυσχεράνει τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση αλ Σάρα και τους Κούρδους, με τη  συμφωνία να βρίσκεται σε τεντωμένο σχοινί. Από την πλευρά της η Άγκυρα ανησυχεί πως μια αρνητική εξέλιξη στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται στη γειτονική Συρία θα μπορούσε να εκτροχιάσει το νέο «κουρδικό άνοιγμα» του Ερντογάν στο εσωτερικό.

Η προσοχή της Άγκυρας παραμένει προσηλωμένη στη Δαμασκό και τη βόρεια Συρία καθώς οι εξελίξεις εκεί συνδέονται με τους πολιτικούς σχεδιασμούς του Ερντογάν στο εσωτερικό και με έναν ακόμη βασικό στόχο που έχει θέσει. Την εξουδετέρωση της αντιπολίτευσης (του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος), τη διεκδίκηση μιας τέταρτης προεδρικής θητείας και την εδραίωση ενός ακόμη πιο αυταρχικού και ασφυκτικά ελεγχόμενου πολιτικού συστήματος. Για να εκπληρώσει όμως τους σχεδιασμούς του, ο Ερντογάν χρειάζεται την πολιτική και εκλογική στήριξη των Κούρδων, στη βάση μιας πολύπλευρης συμφωνίας που εκτείνεται από την Άγκυρα έως τη Δαμασκό. Η νέα Τουρκία που οραματίζεται ο πρόεδρος Ερντογάν -ένα κράμα φιλοδοξίας, αυταρχισμού και λαϊκισμού- περνά μέσα από τη νέα Συρία.