Έφτασε στο Μόντρεαλ ένα πρωινό που μύριζε χιόνι πριν ακόμη πέσει. Δεκέμβριος του 1953. Η Ελένη κατέβηκε από το πλοίο με μια βαλίτσα που χωρούσε ελάχιστα και μια καρδιά που χωρούσε τα πάντα: φόβο, ελπίδα, όνειρα. Πίσω της άφηνε το χωριό, τη μάνα, τα αδέλφια∙ μπροστά της υψωνόταν μια πόλη άγνωστη, παγωμένη, αλλά γεμάτη υποσχέσεις.
Το σπίτι όπου θα δούλευε βρισκόταν στις παρυφές του Mont Royal, ένα αρχοντικό με ξύλινα γυαλιστερά πατώματα και πολυελαίους που άναβαν φωτίζοντας με μεγαλοπρέπεια το χώρο. Η Ελένη έπιασε αμέσως δουλειά σαν υπηρέτρια: κινιόταν αθόρυβα μέσα σε αυτόν τον κόσμο που δεν της ανήκε, γυάλιζε ασημικά που καθρεφτίζανε πρόσωπα άλλων, έτριβε μάρμαρα που δεν θα πατούσε ποτέ με παπούτσια γιορτινά, σιδέρωνε φορέματα που δεν θα φορούσε ποτέ η ίδια , αλλά οι κυρίες του σπιτιού.
Κι όμως, μέσα της υπήρχε μια περηφάνια που δεν υπέκυπτε στις συνθήκες. Κάθε φάκελος με τα λίγα δολάρια που έστελνε στην Ελλάδα ήταν μια μικρή νίκη απέναντι στη μοίρα της.
Τα πρώτα της Χριστούγεννα στο Μόντρεαλ θα τα θυμόταν για πάντα. Το έλατο στο σαλόνι υψωνόταν σαν δέντρο από παραμύθι, φορτωμένο στολίδια που είχαν ταξιδέψει από την Ευρώπη. Τα παιδιά της οικογένειας το είχαν στολίσει με κορδέλες και χαρτιά, και είχαν αποθέσει τα δώρα με γέλια που ξεγελούσαν τη σιωπή του χειμώνα. Η Ελένη στεκόταν στην πόρτα, αθέατη, ώσπου ένα μικρό χέρι τράβηξε το δικό της. Η μικρότερη κόρη της οικογένειας της έδωσε ένα πακέτο τυλιγμένο άτσαλα. Μέσα, ένα μάλλινο κασκόλ. Απλό. Ζεστό. Ανθρώπινο.
Εκείνο το βράδυ, όταν το σπίτι αποκοιμήθηκε, η Ελένη βγήκε έξω. Το χιόνι έπεφτε απαλά, σαν να μην ήθελε να την τρομάξει. Τύλιξε το κασκόλ στον λαιμό της και άκουσε τις καμπάνες της ελληνικής εκκλησίας του Αη Γιώργη να χτυπούν γιορτινά τα μεσάνυχτα. Ο ήχος τους γνώριμος, μακρινός και οικείος ταυτόχρονα, ταξίδεψε πάνω από τις στέγες, πέρα από τα σύνορα, πίσω στο χωριό της. Για μια στιγμή, η απόσταση νικήθηκε. Βρισκόταν εδώ και εκεί ταυτόχρονα. Ήταν ξένη αλλά με μια υποψία οικειότητας. Ήταν υπηρέτρια, μα γυναίκα με σθένος και αξιοπρέπεια.
Εκείνα τα Χριστούγεννα, με το κόκκινο κασκόλ τυλιγμένο στο λαιμό της, η Ελένη κατάλαβε πως η καλοσύνη μπορεί να φωτίσει ακόμη και τα πιο σκοτεινά δωμάτια.
Τα χρόνια κύλησαν σαν χιόνι που λιώνει αργά και βασανιστικά . Η Ελένη παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, έστησε το δικό της σπιτικό. Κάθε Δεκέμβρη, όμως, το κασκόλ έβγαινε από το συρτάρι και η ιστορία ξαναζωντάνευε γύρω από το τραπέζι της γιορτής.
Τη δεκαετία του ’80, τα παιδιά της- πια μεγάλα – γέμιζαν το σπίτι με κουραμπιέδες, μελομακάρονα και μυρωδιές που ένωναν τις δύο πατρίδες. Η μεγαλύτερη κόρη της, δασκάλα στο ελληνικό σχολείο «Σωκράτης», μιλούσε στους μαθητές της για εκείνους που έφτασαν με άδεια χέρια αλλά γεμάτη ψυχή, για τους μετανάστες που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα αλλά ήταν βουτηγμένοι στην ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Την δεκαετία του 2000, τα εγγόνια της παρήλαυναν με φουστανέλες και εθνικές φορεσιές στη Ζάνταλο (Jean Talon ave), κρατώντας δύο σημαίες – της Ελλάδας και του Καναδά. Η διπλή τους ταυτότητα ήταν η πιο όμορφη κληρονομιά που χάρισε στους απογόνους της η Ελένη.
Και τώρα, το 2025, καθώς η Ελληνική Κοινότητα του Μόντρεαλ γιορτάζει 120 χρόνια ζωής, τα δισέγγονά της κάθονται γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο και λένε την ιστορία της απ’ έξω κι ανακατωτά. Το κασκόλ, το χιόνι, οι καμπάνες. Δεν είναι πια μόνο μια οικογενειακή ανάμνηση, ένα μεμονωμένο περιστατικό — είναι κομμάτι της ιστορίας ενός λαού που ρίζωσε σε ξένη γη χωρίς να ξεχάσει ποτέ ποιος είναι.
Κάθε Χριστούγεννα, η Ελένη επανέρχεται με την ιστορία της καθώς την αφηγείται στα παιδιά και στα εγγόνια της. Την νιώθει να πλανιέται στο βλέμμα των παιδιών, στο άρωμα της κανέλας, στο χιόνι που πέφτει αργά και λες δεν θα σταματήσει ποτέ να απλώνεται στον τόπο αυτό τον καλορίζικο. Η ζωή της, από υπηρέτρια σε μητριαρχική φιγούρα, έγινε το παράδειγμα της επιβεβαίωσης της σεμνής της αξιοπρέπειας. Ένα νήμα που εξυφαίνεται ακόμη μέσα στην ελληνική ψυχή του Μόντρεαλ.
Και το κασκόλ – εκείνο το απλό, κόκκινο μάλλινο κασκόλ – συνεχίζει να ζεσταίνει γενιές ολόκληρες. Γιατί αυτό υπήρξε η αρχή της απελευθέρωσής της από τη δουλεία της υπηρετικής της ταυτότητας στον ξένο τόπο. Εκείνο το μικρό κορίτσι της οικογένειας των αφεντικών χαρίζοντάς της το κασκόλ απρόσμενα, έκανε την Ελένη να σκεφθεί πως η ισότητα των ανθρώπων είναι στάση ζωής που θα μπορούσε η ίδια να διεκδικήσει.
Σήμερα στις γιορτές των 120 χρόνων έχει σκεφθεί να παρελάσει με το σύλλογό της Λακωνικής Αδελφότητας στη Ζάνταλο την 25η Μαρτίου, μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια της τιμώντας την ιστορία του Γένους της! Περήφανη θα περιφέρει το βλέμμα της ένα γύρο λέγοντας μέσα της «Νενικήκαμεν»!