Στα κοινωνικά δίκτυα τις μέρες αυτές καθώς μαθεύτηκε η Απώλεια -σχεδόν- οι πάντες της γενιάς μου και των όμορων γενεών αποχαιρετούν άλλοι με μακροσκελή κι άλλοι με συνοπτικά αφιερώματα τον Διονύση Σαββόπουλο.
Άλλοι πάλι περιορίζουν τους αποχαιρετισμούς τους, με την αναφορά σε κάποιους στίχους του Διονύση που τους «μάρκαραν», που τους ταύτισαν με καθοριστικές στιγμές της ζωής τους.
Ορισμένοι ανέβασαν στιγμιότυπα που μας επιτρέπουν για άλλη μια φορά να απολαύσουμε την μοναδικά γλαφυρή διδακτική αφηγηματική δεινότητα του τραγουδοποιού με την οποία εμπλούτιζε τις συναυλίες του.
Πρόσωπα της δημόσιας ζωής θυμήθηκαν πως τα τίμησε εν μέσω συναυλίας που έδινε: Με λόγια γεμάτα ευγνωμοσύνη και συγκίνηση, η Ολυμπιονίκης Βούλα Πατουλίδου αποχαιρέτησε τον τραγουδοποιό μέσα από μια ανάρτηση όπου θυμήθηκε τη στιγμή του 1992, όταν εκείνη έτρεχε στη Βαρκελώνη και κατακτούσε το χρυσό μετάλλιο στα 100 μέτρα με εμπόδια, ενώ ο Σαββόπουλος, στη Λευκωσία, διέκοψε τη συναυλία του για να ανακοινώσει με περηφάνια το νέο στο κοινό: «Η αθλήτρια Βούλα Πατουλίδου από τη Φλώρινα πήρε χρυσό μετάλλιο… Ζήτω η Ελλάς, ζήτω ο Βορράς της όπου κι αν βρίσκεται».
«Ο Σαββόπουλος μας περιείχε όλους. Είπε ένα τραγούδι για τον καθέναν από μας.» έγραψε ο Φοίβος Δεληβοριάς μεταξύ των άλλων στην «πληρέστερη» ίσως ανάρτηση που είδαν τα μάτια. Πληρέστερη με την έννοια πως άγγιξε με ευαισθησία, σεβασμό και ευγένεια όλες τις πτυχές αφορούν την δημόσια εικόνα του Σαλονικιού τραγουδοποιού, ακόμα και εκείνες όπου οι πολιτικές θέσεις, δηλώσεις, επιλογές και στιχουργικές δημιουργίες του Διονύση έρχονταν σε αντίθεση με τμήμα του ακροατηρίου του.
«Προσπάθησα να δώσω νόημα στα χρόνια που μου χαρίστηκαν» εξομολογήθηκε ο Διονύσης Σαββόπουλος σε μια υπέροχη, αφοπλιστική ως προς την ειλικρίνειά της συνέντευξη που παραχώρησε σ’ ένα Σαλονικιώτικο μέσο ενημέρωσης. . Και αξιομνημόνευτη ταυτόχρονα ως προς την αρμονία μεταξύ ερωτήσεων που τέθηκαν και απαντήσεων που δόθηκαν: Μία απολαυστική σύνθεση ερωτήσεων-απαντήσεων όπου ανάμεσά τους παρατίθεται το περιεχόμενο της συναυλίας του Διονύση Σαββόπουλου στη Θεσσαλονίκη την 1η Απριλίου 1983, όπως αυτή μεταδόθηκε απευθείας τότε από την ΕΡΤ-1. Περιλαμβάνεται δε και μια σύντομη συζήτηση πριν την έναρξη της συναυλίας, όπου ο Γιώργος Παπαστεφάνου αφού προλογίζει τη συναυλία, συζητάει με τον Διονύση Σαββόπουλο και την Όλγα Τριαρίδη, εκπρόσωπο της επιτροπής που διοργάνωσε τις εκδηλώσεις στη Θεσσαλονίκη. Μιλούν για τη δεκαετία του 1960 και την αντίστοιχη φοιτητική περίοδο των διεκδικήσεών και τη γενιά του 1-1-4, ενώ ο Σαββόπουλος αναφέρεται επιπλέον και στο τότε νέο δίσκο του με τίτλο «Τραπεζάκια έξω».
Πράγματι, τα πιο ωραία παραμύθια πάντα τα έλεγε αυτός.
Ανάμεσα στα όμορφα παραμύθια που διηγήθηκε ήταν και εκείνο που αναφέρεται στο φορτηγό που τον έφερε από την Σαλονίκη στην Αθήνα όπου έκανε τα πρώτα του βήματα, στο περιβόλι του τρελού και τις περιπέτειες του και στον «καιρό της μετάνοιας» της πολιτικής «μετεξέλιξής» του.
Όπως έγραψαν, ανάρτησαν, εξομολογήθηκαν τόσοι και τόσοι, o Διονύσης ήταν ο διαχρονικός αγγελιοφόρος της γενιάς τους, ο πιότερο οικείος τους ποιητής – τραγουδοποιός, τόσο που οι στίχοι του αποκλειστικά σχεδόν συνόδευαν, συντρόφευαν, συμμετείχαν στις ιδιωτικές στιγμές τους και στην δημόσια συμπεριφορά τους: Για αυτό άλλωστε και πολλοί μνημόνευσαν στίχους του Διονύση, στίχους που τους μάγεψαν και τους συνοδεύουν σαν ανεξίτηλη δερματοστιξία, σαν ανεξίτηλο τατουάζ δηλαδή.
Να κάπως έτσι και με εμένα: Ο Διονύσης που με μεγάλωσε και λάτρεψα, σαν ανεξίτηλη δερματοστιξία χαράχτηκε μέσα μου το καλοκαίρι του 2024 και υπήρξε η άμυνά μου στις υπερβολές και την αισθητική μιας κάποιας εξουσίας.
Η στιχουργική του τέχνη, η μουσική του πλάση, οι συνεντεύξεις και δηλώσεις του είχαν τόση απήχηση και σε λίγες περιπτώσεις προκάλεσαν τέτοια αντίδραση καθώς τα χρόνια έτρεχαν χύμα, ώστε από τη στιγμή που μαθεύτηκε η Απώλεια, δημιουργήθηκε ενστικτωδώς η ανάγκη ο κόσμος να πάρει την σκυτάλη και να αρχίσει να γράφει χωρίς σταματημό να γράψει. Αν τα αρχειοθετήσει κανείς και τα τοποθετήσει σε μια σειρά, σίγουρα θα έχει γραφτεί το μεγαλύτερο επίμετρο, ένα γιορτινό επίμετρο όπως άλλωστε ταιριάζει στον Διονύση, καθώς «Δεν χανόμαστε εμείς. Άσε που και να χαθούμε, θα ανταμώσουμε εκεί πάνω, να κοιμόμαστε και να κοιμόμαστε, και ένα εγερτήριο να έχουμε μονάχα: το σάλπισμα της γιορτής».
Με αυτές τις λέξεις τελειώνει στην σελίδα 334 το «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» και το βιβλίο είναι γραμμένο με πολυτονικό. Ο Διονύσης Σαββόπουλος αγαπούσε το πολυτονικό σύστημα και ήταν σε θέση να υποστηρίξει τόσο την αγάπη του αυτή όσο και την αναγκαιότητα για την επιστροφή του πολυτονικού συστήματος.
Η αγάπη αυτή, ο σεβασμός και η προτίμηση για το πολυτονικό σύστημα είναι αποτυπωμένα σε πολλές παρεμβάσεις του.
Σήμερα λοιπόν αμάρτησα. Είναι κάποια πράγματα που τα φυλάς για χρόνια ακόμη κι αν δεν τα χρησιμοποιείς πια, και δεν έχεις ανατρέξει σε αυτά που διηγούνται για πολύ καιρό. Αλλά δεν θέλεις να τα αποχωριστείς. Γιατί κάτι πολύ σημαντικό σου θυμίζουν. Κάποια στιγμή τα βλέπεις, σε πιέζει η έκταση που έχουν και ο χώρος που καταλαμβάνουν, αρνείσαι να τα πετάξεις, από την άλλη αντιλαμβάνεσαι πως πιάνουν τόπο και στην θέση τους κάτι άλλο θα μπορούσε να είχε μπει, οπότε βάζεις σε κούτες και τα ανεβάζεις στο πατάρι. Τα χρόνια κυλάνε χύμα και αντικείμενα που χρησιμοποιείς περιστασιακά ανάλογα με τις εποχές του χρόνου που αρμόζει σε αυτά τα ανεβοκατεβάζεις στο και από το πατάρι.
Σήμερα λοιπόν αμάρτησα. Κατέβασα από το γεμάτο πατάρι που ασφυκτιούσε τους τόμους με το μνημειώδες λεξικό Ελευθερουδάκη. Οι χιλιάδες σελίδες του γραμμένες σε πολυτονικό ρυθμό θα ήταν αμαρτία αν όδευαν προς την ανακύκλωση. Άλλωστε η προτροπή του Διονύση «Μην πετάξεις τίποτα!» είναι τόσο νωπή που πολύ θα ήθελα να βρεθεί κάποιος οργανισμός, κάποιο ίδρυμα, κάποιος ευλογημένος άνθρωπος που να δεχτεί να τους φυλάξει, να τους υιοθετήσει.
Κάποιος που να νοιώθει την ομορφιά της αποστροφής του Εμπειρίκου που αναφερόμενος στην ανυπέρβλητη πολυτονική ομορφιά της ελληνικής γλώσσας , έλεγε πώς «Η ελληνική γλώσσα είναι μόνη γλώσσα στον κόσμο όπου πάνω στην λέξη κύμα, μπορείς να βάλεις ένα ακόμη κύμα»: Ήταν οι εποχές όπου η περισπωμένη είχε μια κυματοειδή μορφή.
Κάποιος που να αισθάνεται τον καημό του Ντίνου Χριστιανόπουλου που έγραφε «Μην καταργείτε την υπογεγραμμένη, ιδίως κάτω από το ωμέγα, είναι κρίμα να εκλείψει η πιο μικρή ασέλγεια του αλφαβήτου μας»
ΥΓ: Αν υπάρχει μία αιτία που έγραψα τούτες τις γραμμές, τα όσα αφηγήθηκα πιο πάνω δηλαδή, είναι γιατί όπως ξεγλιστρούσαν τα πλήκτρα και σχηματίζονταν οι εικόνες της ιστορίας, κάτι εμφανίστηκε τελευταίο στα μάτια της μνήμης μου, κυριολεκτικά τελευταίο: Ανασύρθηκε από κάποια καταχνιά το μητρικό βλέμμα και η αγγελική φωνή της μάνας μου, που συχνά με προέτρεπε, τα βράδια, κάθε βράδυ της νιότης μου αλλά και πιο πέρα απ’ αυτήν, πριν κοιμηθώ, να αφιερώνω λίγα λεπτά στο διάβασμα δέκα καινούργιων λέξεων που θα συναντούσα στο Λεξικό του Ελευθερουδάκη. «Θα κερδίσεις πάρα πολλά στη ζωή σου, θα πλουτίσεις εσωτερικά» ήταν το νόημα της προτροπής της, της ευχής της: Λεξιπλάστης, γλωσσοπλάστης, έτσι νοούσε τον εσωτερικό πλουτισμό. Αυτό ήταν το μέτρο της για την ποιότητα, για την αξία ενός ανθρώπου.
Αν λάβω υπόψη μου πόσα βράδια αγνόησα αυτή την προτροπή, μπορώ με σιγουριά να αποφανθώ για την αιτία της μετριότητας που με τύλιξε. Για τον σύγχρονο αναγνώστη που διαπαιδαγωγήθηκε τα μετέπειτα της εποχής του Λεξικού Ελευθερουδάκη χρόνια και που αγνοεί τι σήμαινε για την «διανοητική εκγύμναση» των παλαιοτέρων το Λεξικό αυτό, παραθέτω εδώ αποχαιρετώντας νοερά τον αναγνώστη αυτού του κειμένου, δίχως να το κουνώ το λήμμα «μαντήλι» ή «μανδήλιον» ή «χειρόμακτρον» ή «ρινόμακτρον» ή «μαντήλιον» στο λεξικό Ελευθερουδάκη.
Μιχάλης Κονιόρδος, εκπαιδευτικός https://www.core-econ.org/