«Ενώ εμείς φοβόμαστε/ για το τέλος της ζωής στη γη/…/πέρα εκεί θρηνούν τους
πεθαμένους κι ακρωτηριασμένους που ο καθένας έχει δει …».
Ντένις Λέβερτοβ, η Απόσταση.
*
Κάθε ρητορική για τον Πόλεμο και την Ειρήνη, σκιαγραφεί μια ανθρωπολογική προσέγγιση για το ανθρώπινο είδος, είτε υποστηρίζοντας την αντίληψη ότι ο πόλεμος είναι αναπόφευκτο μέρος της ανθρώπινης κατάστασης, είτε προσπαθώντας να τον αποτρέψει ως ένα δυνατό αποτέλεσμα του ορθολογισμού, ο οποίος προβάλλεται ως ένα επίσης χαρακτηριστικό μας (Heidt, Stephen, 2021). Θέτει έτσι σε δημόσια θέα αλλά σε ιδιωτική τελικά διαβούλευση το πιο βασανιστικό ερώτημα από όλα. Τι και ποιοι είμαστε, και σε τι κόσμο θα θέλαμε τα παιδιά μας, όπως και τα παιδιά των άλλων, να ζήσουν.
Ο Ελίας Κανέτι, (1973) επιζήσας του Άουσβιτς κι άρα γνωρίζοντας καλά τα (μη) όρια του ανθρώπου, προσπαθώντας να περιγράψει κάποτε πως στην άκρη της δυνατότητας για επικράτηση κι ομοιομορφία ελλοχεύει ο «φόνος», έγραψε πως «ο πρόθυμος να επιβιώσει με κάθε μέσον είναι ο χειρότερος εχθρός του ανθρώπινου γένους. Κι ίσως η καταδίκη του». Αν ισχύει αυτό τελικά, τότε η αντιπολεμική ρητορική, ανεπαρκής και πολύτιμη, στην πιο αυθεντική της μορφή, αυτήν που προσπαθεί να ξεπεράσει σύνορα κι άρα γενοκτονίες κάθε είδους επανεφευρίσκοντας ένα «εμείς» στα μέτρα του ανθρώπου ή ακόμη πλατύτερα της «ύπαρξης», δύσκολα μπορεί να καταστεί κυρίαρχη. Αλλά ακόμη δυσκολότερα μπορεί να καταλυθεί. Γιατί αντιμετωπίζει τον πόλεμο σαν αυτό που είναι; Εξορία από την ανθρωπινότητα, παρα τον προβληματικό όρο, η οποία δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει την υπεράσπιση κάθε μορφής ζωής, με τους όρους που θέτει και η πολιτική οικολογία.
Κάθε κριτική αποτίμηση των επιπτώσεων του πολέμου, κάθε ανάλυση και αποδόμηση των αναπαραστάσεων του εαυτού και του άλλου που κυριαρχούν στις περί του πολέμου ρητορικές, πρέπει να προτείνει ουσιαστικά νέους τρόπους σκέψης για την ειρήνη (Gorsevski, Ellen W. 2006).
Οι Αναπαραστάσεις στις ρητορικές αφηγήσεις υπέρ του πολέμου
Στο επίκεντρο των ρητορικών για τον πόλεμο βρίσκεται η απόπειρα το κοινό να αποδεχθεί τους λόγους της εμπλοκής στην πολεμική σύρραξη, την φύση του εχθρού, την «ηθική» ή «ιδεολογική» επιλογή που συνεπάγεται η διεξαγωγή της σύγκρουσης και τι σημαίνει ο πόλεμος για το μέλλον των εμπλεκόμενων κοινωνιών. Ο Robert Ivie πχ (στο Ivie &all, 1987) , που έχει μελετήσει επί μακρόν τις ρητορικές και τις αφηγήσεις περί Πολέμου και Ειρήνης, χρησιμοποιώντας ως μελέτη περίπτωσης τις σχετικές αφηγήσεις των Αμερικανών Προέδρων, έχει επισημάνει κι αναλύσει συγκεκριμένα ρητορικά σχήματα σε σχέση με το πώς οι πρόεδροι κατασκευάζουν τους εχθρούς, την αποστολή του έθνους κράτους σε σχέση τον πόλεμο και την θέση του στον κόσμο. Αλλά και την αντιστροφή τους όταν ένας πόλεμος τελειώνει, όταν ο εχθρός δεν είναι πλέον εχθρός.
Στις ρητορικές στρατηγικές που ο Heidt (2021) έχει εντοπίσει και αναλύσει ξεχωρίζουν:
1. Η «αποσωματοποίηση» σύμφωνα με την οποία η πρόσληψη του όσο προπαγανδίζεται και προωθείται η σύγκρουση- σχετίζεται με την αντιμετώπιση «του εχθρού» ως ένα γενικό σύνολο στην υπηρεσία του «κακού», στερώντας ανθρώπους από το ιδιαίτερο τους πρόσωπο και σώμα. Η απανθρωποποίηση των Παλαιστινίων σήμερα και η ταύτιση τους με το διαβολικό κατω από το φασιστικό πρίσμα της συλλογικής ενοχής, όπως και των εβραίων παλαιότερα, με σκοπό να νομιμοποιηθεί το ανίερο μιας γενοκτονίας, μιλά δυνατά για αυτήν την στάση.
2. Ο επαναπολιτισμός που απεικονίζει τον εχθρό ως θύμα του πολιτιστικού (ή φυλετικού στο παρελθόν) του πλαισίου που χρήζει διόρθωσης, ενώ σε περιπτώσεις που η Ειρήνη πρέπει να αποκατασταθεί η ρητορική του επαναπολιτισμού μετακινείται» γύρω από την απεικόνιση του εχθρού ως θύμα της ηγεσίας του. Το αφήγημα του Ισραήλ για τα θύματα ως θύματα της Χαμας αλλά και η στάση των ρωσικών ΜΜΕ υπό τον Πούτιν (για να μείνουμε στους προβεβλημένους πολέμους) που έφτασε να απαγορεύσει επί ποινή φυλάκισης ακόμη και τη λέξη πόλεμος μιλά εξίσου δυνατά για βαθιά χειριστική επιβολή μιας οργουελικής γλώσσας.
3. Οι στρατηγικές κινητικότητας οι οποίες αντιμετωπίζουν τις παλιές ρητορικές όταν ο χθεσινός εχθρός πρέπει να μετατραπεί σε τωρινό φίλο δεν περιορίζονται μόνο στην 2η εκδοχή του επαναπολιτισμού, αλλά υπενθυμίζουν και υπαρκτές ομοιότητες πέρα και πάνω από διαφορές. Οι σύγχρονες γεωπολιτικές λυκοσυμμαχίες αποτελούν επιτομή αυτών των στρατηγικών κινητικότητας.
Γενικότερα οι μεταφορικές αναπαραστάσεις των εχθρών επηρεάζουν τη δημόσια πρόσληψή τους, κατασκευάζουν πολιτικές συναίνεσης υπέρ του πολέμου και νομιμοποιούν ή, ενίοτε, απονομιμοποιούν μελλοντικές συγκρούσεις. Τα ρητορικά σχήματα που χρησιμοποιούνται δεν είναι ποτέ ουδέτερα σε σχέση με την ιδεολογία, την πρόσληψη του συλλογικού εαυτού και του άλλου, την τρέχουσα κάθε περίοδο γεωπολιτική.
Κατά τον Heidt πχ (όπ.), οι αφηγήσεις για τον Πόλεμο (και συνεπακόλουθα και για την Ειρήνη) όχι μόνο κατασκευάζουν ή ανακατασκευάζουν όποτε χρειαστεί τον εχθρό, αλλά και θέτουν την ατζέντα τόσο για την εξωτερική όσο και την εσωτερική πολιτική της χώρας όπως και τις βάσεις για μελλοντικές συγκρούσεις.
Το ίδιο, όμως, συμβαίνει και στην αναπαραγωγή των εξουσιαστικών λογικών από τις κοινότητες των συναιρούντων με την «Αρχή» ομάδων. Όπως έχει άλλωστε επισημανθεί η σύνθετη και συχνά άρρητη σχέση μεταξύ γλώσσας και εξουσίας, δηλαδή των γλωσσικών/σημειωτικών στρατηγικών που επιστρατεύουν οι κειμενικοί παραγωγοί για να περιγράψουν την «πραγματικότητα» απηχεί πολύ ύπουλα τις νομιμοποιητικές πρακτικές των κυρίαρχων λόγων και αξιών που κυκλοφορούν στη δημόσια σφαίρα (Archakis, Argyris 2018˙Van Dijk, 2008, 85-89˙ Στάμου, Αναστασία, 2014, σελ. 149).
Με άλλα λόγια στον λόγο των από κάτω υπάρχουν συχνά επενδύσεις ενός μεγεθυσμένου εγώ που αγνοώντας τις διαφορές αναζητά τα κοινά στοιχεία στα οποία έχει μάθει να επενδύει κατά προτεραιότητα (πχ φυλή, θρησκεία, φύλο, τάξη, ιδεολογία) στις εξουσιαστικές ομάδες που στηρίζει. Και δημιουργεί αποδιοπομπαίους τράγους στη βάση αυτών. Ο λόγος (discourse), άλλωστε, δεν αποτελεί στατική αντανάκλαση της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά μορφή κοινωνικής πρακτικής που υπερπροβάλλει ή αποκρύπτει τις υλικές και πολιτιστικές συνθήκες της δημιουργίας κάθε «παραδείγματος».
Γιατί κάποιος ή καποια αντιστέκεται σε μια γεωπολιτική κατ\οχή; Γιατί κάποιος ή καποια έχει καταλήξει κακοποιητής; Εάν ο λόγος των κυρίαρχων μπορεί να μετατραπεί σε καθολική βία, ο λόγος των συναιρούντων με αυτούς ομάδων κυοφορεί το υπόστρωμα της συμβολικής βίας στο οποίο η κατεξοχήν βία φυτεύεται και θεριεύει.
Αδιαπέραστη, ύπουλη και αόρατη η συμβολική βία είναι απαραίτητη για την παραγωγή και αναπαραγωγή της εξουσίας και της κυριαρχίας, μέσα από κοινωνικές προσλήψεις και ρητορικά σχήματα. Ο τρόπος που χρησιμοποιούνται τα κοινωνικά δίκτυα είναι δηλωτικός αυτής της λειτουργίας.
Ο Έντγκαρ Μορέν (2006), μιλώντας κάποτε για την πανουργία της ιστορίας, επεσήμανε πόσο τα σύνορα μεταξύ του καλού και του κακού, της αποκτήνωσης και της ελπίδας εναντίον της, είναι διαπερατά, πόσο η έμπρακτη στην αλληλεγγύη της κριτική στάση στέκεται αντιμέτωπη με κάθε «μερική επικάλυψη» της ρητορικής.
Με τον όρο αυτόν, ερευνητές που έχουν ασχοληθεί με το φαινόμενο των ρητορικών σχημάτων στην πολιτική όπως πχ ο Garver (1994), περιγράφουν την επιλεκτική αναπαράσταση των γεγονότων, των ανθρώπων, των δυνατοτήτων τους για το καλό και το κακό, αποδίδοντας το καλό σε ό,τι μας μοιάζει ή μας βολεύει και δομώντας αποδιοπομπαίους τράγους με βάση ό,τι διαφέρει από στοιχεία της ταυτότητας μας, διαχωρίζοντας όλο και συχνότερα «το ήθος του ομιλητή», όπως διατυπώνεται σε κείμενα πολιτικής και μιντιακής χειραγώγησης, και του πανανθρώπινου ήθους από το οποίο μας εξορίζουν. Αλλά και θέτουν το αίτημα για μια αντιπολεμική στάση, ένα αντιπολεμικό κίνημα που τόσο λείπει στην εποχή μας και το οποίο δεν μπορεί να ταυτιστεί, παρά την σημαντικότητα τους, με θεματικές διαδηλώσεις, ως όχημα για την ανατροπή της χειραγλωγησης και της βόλεψης και την επανεφεύρεση της μονίμως εξορισμένης ανθρωπινότητας, μέσα -και όμως πέρα- από κάθε πανουργία της ιστορίας και των ανθρώπων της. Πέρα από την βολική γενίκευση περί καλού και κακού που εδραιώνεται από τους ‘από πάνω’ αλλά στηρίζεται ‘στους από κάτω’.
Στο Resowing the Seeds of War, ο Heidt (2021), δηλώνει ότι το κλειδί για μια αντιπολεμική πολιτική είναι να δημιουργηθεί ένας πολίτης που να είναι πολιτικά και πολιτιστικά ευαίσθητος στη ρητορική της υπέρ του πολέμου πολιτικής, άρα ικανός και ικανή, προσθέτουμε να ξεπεράσει τον συλλογικό ναρκισσισμό του. Αυτός ο πολίτης θα αναγνωρίσει την προβλεψιμότητά των χειριστικών ρητορικών και την πριμοδότηση της πολεμικής κουλτούρας απαιτώντας μια άλλη στάση, μια άλλη κρίση, μια άλλη επιστροφή στην ανθρωπιά.
Μέχρι όμως να δημιουργηθεί αυτή η κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική ευαισθησία, σε κυνικές κοινωνίες και κυνικούς καιρούς, η πολεμική κουλτούρα, διεξάγοντας την παλιά κτηνώδη γεωπολιτική με ίδια μέσα πάντοτε σε έναν πλανήτη διαρκώς επανερχόμενων βαρβάρων, θα μας εξορίζει από ένα σπίτι που ή θα είναι κοινό ή δεν θα υπάρχει καθόλου. Κι αυτό που έγραψε η Λεβερτοβ στην Απόσταση δείχνει πως η πικρή αίσθηση του ανέστιου μας αφορά, ακόμη κι όταν καταναλώνουμε τον πόλεμο, δήθεν ασφαλείς’, στο σαλόνι.
*Εισήγηση για το Green Wave Festival 2025