Ο Ντόναλντ Τραμπ υπογράψε εκτελεστική εντολή με την οποία θα επαναφέρει την ιστορική ονομασία «Υπουργείο Πολέμου» στο σημερινό Υπουργείο Άμυνας. Η αλλαγή αυτή δεν έχει ακόμη νομική ισχύ, καθώς απαιτείται έγκριση του Κογκρέσου, όμως θα χρησιμοποιείται σε επίσημες επικοινωνίες ως δεύτερη ονομασία, με τους τίτλους «Secretary of War» και «Deputy Secretary of War» να επανέρχονται στο λεξιλόγιο.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν πρόκειται για ένα προσωπικό καπρίτσιο του Τραμπ ή αν πίσω από αυτή την επιλογή κρύβεται μια πιο σύνθετη στρατηγική. Η γλώσσα που επιλέγει ένας ηγέτης δεν είναι ποτέ ουδέτερη. Άλλο είναι να μιλάς για άμυνα και άλλο για πόλεμο. Στην πρώτη περίπτωση προβάλλεις μια στάση παθητικής αποτροπής, ενώ στη δεύτερη δηλώνεις ενεργή προετοιμασία ισχύος. Ο Τραμπ δείχνει ότι δεν αρκείται σε μια εικόνα άμυνας αλλά επιδιώκει να διαμορφώσει κουλτούρα επιθετικής ετοιμότητας στις Ένοπλες Δυνάμεις και να στείλει σήμα σε αντιπάλους και συμμάχους.

Advertisement
Advertisement

Για να γίνει όμως κατανοητό, πρέπει πρώτα να δούμε πώς ξεκίνησε το ίδιο το υπουργείο και τι σημαίνει η επιστροφή στο αρχικό του όνομα.

Από το 1789 έως το 1947, το Πεντάγωνο λειτουργούσε ως Υπουργείο Πολέμου. Η μετονομασία του σε Υπουργείο Άμυνας ήρθε με τον Ψυχρό Πόλεμο, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδίωξαν να εμφανίζονται ως δύναμη αποτροπής και όχι ως επιθετικός δρων. Ο Ντόναλντ Τραμπ επιχειρεί σήμερα να επαναφέρει το αρχικό όνομα, θέλοντας να υπενθυμίσει ότι ο θεμελιώδης ρόλος του υπουργείου είναι η προετοιμασία για πολεμικές επιχειρήσεις. Στόχος του είναι να διασφαλίσει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία τους μέσα στο νέο Διεθνές Σύστημα, το οποίο, κατά την εκτίμησή μου, δεν είναι απλώς πολυπολικό αλλά Δικεντρικό-Πολυπολικό και συνεπώς ακόμη πιο ανταγωνιστικό.

Για να κατανοήσουμε σε βάθος αυτή τη μετονομασία, είναι αναγκαίο να εξετάσουμε πρώτα τις διαφορές τόσο σε στρατηγικό όσο και σε τακτικό επίπεδο ανάμεσα στην απερχόμενη διοίκηση Μπάιντεν και τη νέα προεδρία Τραμπ, στη συνέχεια τα μέτωπα που οφείλει να διαχειριστεί ο Αμερικανός πρόεδρος και τέλος να δούμε πώς όλα αυτά συνδέονται με την αλλαγή της ονοματολογίας.

Στρατηγικό επίπεδο

Η θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στη διοίκηση Μπάιντεν και στη διοίκηση Τραμπ έγκειται στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τη δομή του διεθνούς συστήματος. Ο Μπάιντεν δεν αποδεχόταν την ύπαρξη άλλων πόλων ισχύος και με τη στρατηγική του ωθούσε όλη τη σκακιέρα προς μια ανεξέλεγκτη κλιμάκωση που μπορούσε να οδηγήσει σε παγκόσμιο πόλεμο, καθώς νέες δυνάμεις αναδύονταν και παλαιότερες επανέρχονταν στο προσκήνιο. Αντίθετα, ο Ντόναλντ Τραμπ αναγνωρίζει την ύπαρξη αυτών των πόλων αλλά επιδιώκει να διατηρήσει για τις Ηνωμένες Πολιτείες τη θέση της ισχυρότερης δύναμης μέσα στο νέο σύστημα. Αυτή είναι η ουσιώδης διαφοροποίηση της στρατηγικής του.

Τακτικό επίπεδο

Για τη διοίκηση Μπάιντεν αυτό μεταφράστηκε στο πεδίο σε δόγμα διπλής ανάσχεσης απέναντι σε Ρωσία και Κίνα. Στη χερσαία διάσταση, σύμφωνα με την Θεωρία της Heartland του Mackinder, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ανέλαβαν να αναχαιτίσουν τη Ρωσία, επιδιώκοντας τη στρατηγική της φθορά μέσα από την ουκρανική διένεξη. Για τη Μόσχα το ζήτημα ήταν υπαρξιακής σημασίας και εδώ ακριβώς εντοπιζόταν ο κίνδυνος κάθετης κλιμάκωσης. Με την Ε.Ε. να έχει αναλάβει τον βραχνά της ευρωπαϊκής ασφάλειας, άρα και τον ρόλο της ανάσχεσης της Ρωσίας, έτσι ώστε οι ναυτικές δυνάμεις να μπορέσουν να επικεντρωθούν στην Κίνα, όπως θα δούμε πιο κάτω στη θαλάσσια διάσταση.

Στη θαλάσσια διάσταση, σύμφωνα με την Θεωρία της Rimland του Spykman, η στρατηγική επικεντρώθηκε στον ναυτικό αποκλεισμό της Κίνας από τις δυνάμεις της AUKUS – ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Αυστραλία και Ιαπωνία. Στόχος ήταν να περιοριστεί η κινεζική ισχύς στις θαλάσσιες οδούς και στους εμπορικούς διαδρόμους, με έμφαση στη Νότια Σινική Θάλασσα και στην πρόσβαση προς την Ταϊβάν.

Advertisement

Η κατανόηση αυτής της στρατηγικής διαφοροποίησης μας οδηγεί στο επόμενο κρίσιμο ερώτημα, ποια είναι δηλαδή  τα μέτωπα που καλείται να διαχειριστεί ο Ντόναλντ Τραμπ, τα οποία στην πράξη εξηγούν και τη λογική πίσω από τη μετονομασία του Υπουργείου, ακριβώς διότι η αλλαγή του ονόματος δεν είναι μια συμβολική λεπτομέρεια, αλλά συνδέεται άμεσα με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες σε εσωτερικό και εξωτερικό επίπεδο.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται αντιμέτωπες με δύο μεγάλα μέτωπα, τα οποία καθορίζουν τη στρατηγική τους κατεύθυνση.

Πρώτο μέτωπο – Εσωτερικό και Περιφερειακό

  • Περιφερειακό

Α) Η ανυπακοή των ευρωπαϊκών ηγεσιών που, δέσμιες στους δημοκρατικούς, επιδιώκουν με μανία να αποδείξουν ότι η προεδρία Τραμπ είναι αποτυχημένη.

Advertisement

Β) Η καθυπόταξη της αμερικανικής ηπείρου και του μαλακού υπογαστρίου των ΗΠΑ: Μεξικό, Αργεντινή, Παναμάς, Βραζιλία, Καναδάς και Γροιλανδία. Πρόκειται για την άμεση ζώνη ασφαλείας της Ουάσινγκτον.

  • Εσωτερικό

Γ) Ο διχασμός εντός του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, δηλαδή οι δυνάμεις των Δημοκρατικών που συστηματικά υποσκάπτουν τη λειτουργία θεσμών και μηχανισμών του κράτους.

Δ) Ο διχασμός στην κοινή γνώμη, που αποδυναμώνει την κοινωνική συνοχή και περιορίζει τη στρατηγική αποφασιστικότητα.

Advertisement
  • Δεύτερο μέτωπο – Εξωτερικό

Α) Η ρυμούλκηση της Ρωσίας δυτικότερα, ώστε να περιοριστεί η στρατηγική της σύμπλευση με την Κίνα.

Β) Η διαχείριση των δυνάμεων της Γκρίζας Ζώνης ή των λεγόμενων Swing States, που κινούνται μεταξύ Ανατολής και Δύσης χωρίς να ανήκουν οριστικά σε καμία πλευρά. Πρόκειται για κράτη όπως η Ινδία, η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία, τα οποία συχνά καθορίζουν πού θα γύρει η πλάστιγγα της παγκόσμιας ισορροπίας.

Γ) Η αντιμετώπιση της απειλής της Κίνας, που αμφισβητεί άμεσα την αμερικανική ηγεμονία σε τεχνολογία, οικονομία και γεωστρατηγικούς κόμβους.

Advertisement

Βάσει όλων των παραπάνω, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν προχώρησε σε μια απλή αλλαγή ονόματος αλλά σε μια κίνηση στρατηγικού συμβολισμού με πολλαπλούς αποδέκτες όπως:

Advertisement

Πρώτο, στέλνει σαφές σήμα ισχύος. Σε μια εποχή όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες βλέπουν την παγκόσμια μονοκρατορία τους να υποχωρεί και το διεθνές σύστημα να μεταβάλλεται σε Δικεντρικό–Πολυπολικό, δηλαδή σε μια δομή με δύο κύρια κέντρα ισχύος που εμπεριέχουν πολλούς επιμέρους πόλους, το Δυτικό μπλοκ με πυρήνα τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους και το Ανατολικό μπλοκ με τον Άξονα του Παγκόσμιου Νότου υπό Ρωσία, Κίνα, Ιράν και Βόρεια Κορέα, η επαναφορά του όρου «Πόλεμος» δείχνει ότι η Αμερική είναι έτοιμη να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της με κάθε μέσο. Είναι μια προσπάθεια ενίσχυσης της αποτρεπτικής εικόνας της χώρας απέναντι στο Ανατολικό μπλοκ, δηλαδή τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα.

Δεύτερο, αποτελεί επιστροφή στις ιστορικές ρίζες. Ο Τραμπ επαναφέρει το παλιό όνομα για να θυμίσει ότι η αποστολή του υπουργείου ήταν πάντοτε η διαρκής προετοιμασία για πολεμικές επιχειρήσεις. Αποδέχεται μεν την ύπαρξη άλλων πόλων στο νέο Διεθνές Σύστημα, αναγνωρίζει τον ανταγωνιστικό του χαρακτήρα, αλλά ταυτόχρονα επιδιώκει να διατηρήσει την Αμερική στη θέση της υπερδύναμης αριθμός ένα.

Τρίτο, η μετονομασία λειτουργεί ως πολιτικό όπλο. Ο Τραμπ επιχειρεί να αναδιαμορφώσει την εικόνα της αμερικανικής ισχύος, δείχνοντας αποφασιστικότητα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Στέλνει παράλληλα μήνυμα στο εκλογικό του ακροατήριο ότι απορρίπτει την «πολιτική ορθότητα» και τα σύμβολα αδυναμίας που, κατά την άποψή του, χαρακτήρισαν την περίοδο της διοίκησης Μπάιντεν.

Advertisement

Τέταρτο, η επιλογή αυτή εντάσσεται και στη λογική της κληρονομιάς. Ο Τραμπ θέλει να αφήσει το αποτύπωμά του στο αμερικανικό στρατηγικό δόγμα, συνδέοντας το όνομά του με μια εποχή ανασυγκρότησης ισχύος και στροφής προς τον σκληρό ρεαλισμό.

Η επιστροφή στην ονομασία «Υπουργείο Πολέμου» δεν είναι απλώς ζήτημα μόνο συμβολισμού αλλά η σφραγίδα του Τραμπ σε μια εποχή όπου η Αμερική καλείται να επιβιώσει και να κυριαρχήσει μέσα σε ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό Δικεντρικό-Πολυπολικό Σύστημα

Ο Τραμπ λοιπόν δεν αλλάζει απλώς ένα όνομα,  χαράζει το δόγμα μιας Αμερικής που δηλώνει έτοιμη να «πολεμήσει» ή να πολεμήσει για να παραμείνει στην κορυφή ως η νούμερο ένα υπερδύναμη.