Στις 22 Δεκεμβρίου του 2025, ο δήμαρχος Φλώρινας διέκοψε συναυλία του μουσικού συγκροτήματος Banda Entopica επειδή τραγούδησε τραγούδια με στίχους στη ντόπια, σλαβική γλώσσα της Μακεδονίας. Το περιστατικό πήρε μεγάλη δημοσιότητα λόγω ίσως της χριστουγεννιάτικης περιόδου ή ίσως επειδή σημειώθηκε στην πόλη της Φλώρινας. Πιθανόν κάποιος να συμπεράνει ότι αυτό το συμβάν είναι μια κακή αντανάκλαση του παρελθόντος στο σήμερα και ως εκ τούτου ότι είναι μεμονωμένο περιστατικό. Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι. Η προσπάθεια για λογοκρισία, βίαιη απαγόρευση και αποσιώπηση της ντόπιας μακεδονικής γλωσσικής και πολιτισμικής ταυτότητας συνεχίζεται στις μέρες μας. Το Μάιο του 2025 ακυρώθηκε πανηγύρι στο Αμύνταιο Φλώρινας και αντίστοιχα τον Ιούνιο πανηγύρι στον Αετό Φλώρινας.

Η δίωξη της ντόπιας γλώσσας και πολιτιστικής έκφρασης έχει μεγάλη ιστορία στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία. Ιστορικά η στάση του ελληνικού κράτους κάθε άλλο παρά σταθερή ήταν στο θέμα αυτό. Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, υποστήριζε, για λόγους πληθυσμιακής ενσωμάτωσης, ότι η γλώσσα αυτή ήταν παραποιημένη εκδοχή της αρχαίας μακεδονικής. Στη συνέχεια, κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου θεωρήθηκε ξεχωριστή σλαβική γλώσσα προκειμένου να αντιμετωπίστουν οι βουλγαρικές εθνικιστικές διεκδικήσεις. Αρχικά, με την προσάρτηση του μεγαλύτερου μέρους της Οθωμανικής Μακεδονίας, η γλώσσα απαγορεύτηκε και επιβλήθηκε η ελληνική. Ακολούθως, η ελληνική πολιτική άλλαξε στάση, καθώς η Ελλάδα και η Βουλγαρία υπέγραψαν το Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ, που δεν εφαρμόστηκε ποτέ, το οποίο θα έθετε τη «βουλγαρική μειονότητα» της Ελλάδας υπό την προστασία της Κοινωνίας των Εθνών. Μετά τις ανταλλαγές πληθυσμών, οι ντόπιοι αντιμετωπίστηκαν ως «Σλαβόφωνοι Έλληνες». Το 1925 μάλιστα το Υπουργείο Παιδείας εξέδωσε αλφαβητάρι που προοριζόταν για την εκπαίδευση των ντόπιων παιδιών της Μακεδονίας και που και αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ. Την περίοδο 1936-1941, το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά εφάρμοσε πολιτικές διώξεων και αφομοίωσης. Επέβαλε απαγόρευση της χρήσης της γλώσσας, τιμωρώντας τους παραβάτες με συλλήψεις και πρόστιμα, καθιστώντας έτσι τη μακεδονική γλώσσα ένδειξη μη-ελληνικής εθνικής συνείδησης. Οι φιλοβούλγαροι ντόπιοι Μακεδόνες βρήκαν ευκαιρία για αντίποινα στη βουλγαρική ζώνη κατοχής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εντούτοις, κατά τη διάρκεια της αντίστασης και του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, η πλειοψηφία των ντόπιων στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, είχε ταχθεί στο πλευρό του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, προσθέτοντας έτσι το βάρος του πολιτικού στιγματισμού στο ήδη υπάρχον εθνικό στίγμα. Στη μεταπολεμική περίοδο το κράτος ακολούθησε πολιτική επιτήρησης, διώξεων και αφομοίωσης των ντόπιων μέχρι το 1991 όπου η ανεξαρτητοποίηση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας από την Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία έθεσε, εν μέσω εθνικιστικού παροξυσμού, στο επίκεντρο του Μακεδονικού Προβλήματος το θέμα του ονόματος του νέου αυτού κράτους. Το ονοματολογικό επιλύθηκε το 2018 με τη Συμφωνία των Πρεσπών η οποία περιλάμβανε και ρυθμίσεις σχετικά με τα ζητήματα του αλυτρωτισμού, της κληρονομιάς και των ταυτοτήτων στα άρθρα 3, 6, 7 και 8.

Advertisement
Advertisement

Η δαιμονοποίηση, περιθωριοποίηση και φίμωση της γλωσσικής και πολιτισμικής ταυτότητα και κληρονομιά των ντόπιων, αποτελεί διαχρονικά μέρος της κυρίαρχης εθνικής αφήγησης που σκοπό έχει να οικοδομήσει και να διατηρήσει μια συγκεκριμένη εκδοχή της εθνικής ταυτότητας που δεν ανέχεται και δεν χωράει μέσα της τη διαφορετικότητα, ακόμα και αν αυτή δεν εκφράζεται ως ανταγωνιστική εθνική ταυτότητα. Η αφήγηση αυτή περιλαμβάνει μύθους για προαιώνια ιστορικά δικαιώματα και ιδιοκτησία της γης, αφηγηματικούς αναχρονισμούς, αποσιωπήσεις και ανακριβείς χρήσεις στοιχείων πολιτιστικής κληρονομιάς ως αδιαμφισβήτητες ιστορικές αλήθειες. Η απαγόρευση λοιπόν των πολιτιστικών εκφράσεων, συμπεριλαμβανομένων των πανηγυριών και των τραγουδιών με ντόπιους στοίχους, είναι κομμάτι της πρακτικής πολιτικής εφαρμογής των εθνοκεντρικών αντιλήψεων σε σχέση με τη Μακεδονία και τους ανθρώπους της.

Πέρα από την αυτονόητη διατύπωση ότι ένα κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλει να υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών του, ανεξαρτήτως αν αυτοί ανήκουν και σε επιμέρους γλωσσικές ή πολιτιστικές ομάδες, είναι προφανές ότι οι τρέχουσες ελληνικές κρατικές πολιτικές μεταχείρισης των ντόπιων δεν είναι ωφέλιμες ούτε για το ελληνικό κράτος, ούτε για τους ίδιους τους ντόπιους αλλά ούτε και για της διακρατικές σχέσεις Ελλάδας – Βόρειας Μακεδονίας. Αντιθέτως, οι πολιτικές ταυτοτήτων και κληρονομιάς που αφορούν τους ντόπιους Μακεδόνες διαιωνίζουν αμυντικές, φοβικές συμπεριφορές του ελληνικού κράτους, διατηρούν την κοινωνική και πολιτιστική καταπίεση μιας συγκεκριμένης μερίδας Ελλήνων πολιτών και δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για παρεμβάσεις στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υπονομεύοντας έτσι, στην πράξη, τη Συμφωνία των Πρεσπών. Οι πολιτικές αυτές λειτουργούν συμπληρωματικά στην απροθυμία της ελληνικής κυβέρνησης που, μιμούμενη την εξίσου απρόθυμη κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας, σέρνει τα πόδια της στην εφαρμογή της Συμφωνίας.

Στην πράξη, το ελληνικό κράτος σκόπιμα περιθωριοποιεί Έλληνες πολίτες ως μη-Έλληνες ή λιγότερο Έλληνες, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των ανθρώπων ταυτίζεται με την ελληνική εθνική ταυτότητα. Η απόρριψη της «ελληνικότητας» των ντόπιων, η αμφισβήτηση του δικαιώματός τους να είναι ισότιμοι πολίτες και η άρνηση του δικαιώματός τους στην αυτοδιάθεση αποτελεί μακροπρόθεσμη, στρατηγική επιλογή.

Είναι προφανές ότι το ελληνικό κράτος θα μπορούσε να ακολουθήσει διαφορετικές πολιτιστικές πολιτικές ώστε να κερδίσει πολλαπλά οφέλη στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική. Η αναπλαισίωση της ελληνικής μακεδονικής ταυτότητας μέσα από το πρίσμα του πλουραλισμού, θα μπορούσε να μετατοπίσει τη συζήτηση από την διαμάχη για το νόημα, τη χρήση και την ιδιοκτησία της μακεδονικής κληρονομιάς προς μια συμπεριληπτική αφήγηση όπου οι ντόπιοι και σλαβόφωνοι είναι μέρος της κοινωνικοπολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής ποικιλομορφίας και όχι «ξένοι», «άνθρωποι που αντιστέκονται στην αφομοίωση» και «ύποπτες ομάδες». Η δε γλωσσική ποικιλομορφία θα μπορούσε να αναγνωριστεί ως μέρος της άυλης τοπικής κληρονομιάς, όπως υποδεικνύουν τα παραδείγματα πολλών άλλων περιπτώσεων στην Ελλάδα (Πόντιοι, Αρβανίτες, Βλάχοι, Σαρακατσάνοι, Τσακώνοι).

Με αυτόν τον τρόπο, ακολουθώντας τα σημεία πλοήγησης της Συμφωνίας των Πρεσπών και αμφισβητώντας τις κυρίαρχες εθνοκεντρικές αφηγήσεις, το ελληνικό κράτος θα μπορούσε να ωφεληθεί με συγκεκριμένους τρόπους: πρώτον, να διαφυλάξει τις επωφελείς διακρατικές σχέσεις του με τη Βόρεια Μακεδονία, ελαχιστοποιώντας τις ευκαιρίες εξωτερικών παραγόντων να παρέμβουν στις εσωτερικές του υποθέσεις. Δεύτερον, να ενισχύσει την κοινωνική συνοχή συμπεριλαμβάνοντας στρατηγικά τους ντόπιους στην κοινωνική και πολιτική ζωή. Τέλος, να αξιοποιήσει τον ελληνικό πολιτιστικό πλουραλισμό προς όφελος της εγχώριας ευημερίας, καθώς και ως εφόδιο πολιτιστικής διπλωματίας και διπλωματίας της κληρονομιάς, αγκαλιάζοντας σκόπιμα την ντόπια μακεδονική κληρονομιά και συμπεριλαμβάνοντάς τη στον ήδη ποικιλόμορφο ελληνικό πολιτισμό.

*

Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν κείμενο είναι προσωπικές και εκφράζουν αποκλειστικά τον/την συντάκτη/τρια. Δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις του μέσου.