Η 51η επέτειος από την αποκατάσταση της δημοκρατίας, θέτει κρίσιμα ερωτήματα γύρω από τη φύση, την ποιότητα και τη σκοπιμότητα του πολιτεύματος της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Πέρα από τους επετειακούς λόγους και τα τυπικά αφιερώματα, αυτό που επείγει είναι ένας ειλικρινής και κριτικός αναστοχασμός: κατά πόσο η σημερινή πολιτική τάξη λειτουργεί προς το συμφέρον του συνόλου και όχι προς όφελος των επιμέρους συμφερόντων που τη συντηρούν. Η αδυναμία της ελληνικής πολιτείας να ανταποκριθεί στα τραγικά γεγονότα της Marfin, του Ματιού και των Τεμπών, όπως υπενθύμισε και η πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, δεν αποκαλύπτει μόνο επιχειρησιακές ή διαχειριστικές ανεπάρκειες. Καταδεικνύει πρωτίστως μια δομική παθογένεια: την αδυναμία της πολιτικής να καταστεί λειτούργημα, ως υπέρβαση του ιδιοτελούς προς χάριν του κοινού συμφέροντος.
Κατά τον Αριστοτέλη, το ορθό πολίτευμα είναι εκείνο που κυβερνάται από τους αρίστους και αποβλέπει στο κοινό όφελος της πόλεως και όχι στα ιδιοτελή συμφέροντα των αρχόντων της. Η πολιτική δεν είναι ένας απλός τεχνικός μηχανισμός εξουσίας, αλλά τρόπος του βίου, έκφραση της οργανικής σύνδεσης του πολίτη με τη συλλογική του ύπαρξη. Εντούτοις, στην ιστορική εμπειρία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, αυτή η λειτουργία της πολιτικής ως φορέας του συλλογικού συμφέροντος υπήρξε η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Καθώς η πολιτική λειτουργία απογυμνώθηκε από το αξιακό της φορτίο, μεταβλήθηκε σταδιακά σε αγώνα κατάληψης και ιδιοποίησης του κράτους, με σκοπό την εξυπηρέτηση μικροκομματικών, πελατειακών και εν τέλει προσωπικών επιδιώξεων.
Η παθολογία αυτή δεν εμφανίστηκε αιφνιδίως στη Μεταπολίτευση. Αντιθέτως, διαμορφώθηκε σε βάθος χρόνου, ξεκινώντας ήδη από τη γένεση του Ελληνικού κράτους. Ο Ελληνισμός, επί αιώνες, διοικούσε τον εαυτό του μέσα από αυτοκυβέρνητα κοινά, έναν πολυπολικό πολιτικό πολιτισμό με ενδογενή λογοδοσία και θεμέλιο την άμεση συμμετοχή των πολιτών. Η απόπειρα του Ιωάννη Καποδίστρια να συγκεράσει αυτό το παραδοσιακό σύστημα με το εισαγόμενο συγκεντρωτικό πρότυπο του δυτικού κράτους απέτυχε – και η αποτυχία αυτή επισφραγίστηκε με τη δολοφονία του. Ακολούθησε η επιβολή της βαυαρικής μοναρχίας και του κράτους-έθνους, το οποίο –όπως εύστοχα σημείωσε ο Ίων Δραγούμης– «αποκεφάλισε τη φυσική ελληνική διοίκηση» και υπέταξε τους πολίτες σε μια αλλότρια, συγκεντρωτική δομή.
Η κατάλυση του πλαισίου των κοινών και η επιβολή ενός τυποποιημένου κρατικού μοντέλου αποξένωσαν την κοινωνία από την πολιτική λειτουργία. Από τη στιγμή που ο πολίτης παύει να λειτουργεί ως εντολέας του πολιτικού προσωπικού και μετατρέπεται σε αντικείμενο διαχείρισης, η πολιτική μεταπίπτει αναπόφευκτα σε μηχανισμό αναπαραγωγής της εξουσίας και συντήρησης της κυρίαρχης τάξης. Η αυτονόμηση του κομματικού συστήματος από την κοινωνία και η επιβολή του επί των θεσμών οδήγησαν στη σταδιακή υποκατάσταση της δημοκρατικής λειτουργίας από ένα πελατειακό σύστημα συναλλαγής, όπου τα κόμματα δεν αντιπροσωπεύουν την κοινωνία, αλλά τη διαμεσολαβούν με στόχο τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού.
Από τη στιγμή που το κομματικό σύστημα ταυτίζεται με το πολιτικό, όλες οι δομές εξουσίας διαμορφώνονται έτσι ώστε να υπηρετούν την αναπαραγωγή του. Οι εκλογές λειτουργούν ως μέσο νομιμοποίησης, όχι ως πράξη ανάθεσης ευθύνης. Ο πολίτης – ή μάλλον ο ψηφοφόρος – μετατρέπεται σε πελάτη που διεκδικεί προσβάσεις και όχι δικαιώματα, ενώ ο πολιτικός γίνεται διαχειριστής πόρων και όχι φορέας δημοσίου ήθους. Ο διαχωρισμός του δημόσιου από το ιδιωτικό συμφέρον καταρρέει. Το κόμμα δεν λειτουργεί ως όργανο έκφρασης του κοινωνικού σώματος, αλλά ως μηχανισμός διανομής οφελών.
Η πολιτική κοινωνία παύει να είναι κοινότητα ελευθέρων και ίσων πολιτών και γίνεται άθροισμα ιδιωτών που επιδιώκουν προνόμια. Αυτή η αποδιάρθρωση της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής παράγει ως φυσικό επακόλουθο τη διαφθορά, τη διαπλοκή, την υποταγή των θεσμών στις εκάστοτε κυβερνώσες ελίτ. Η δημοκρατική νομιμότητα μετατρέπεται σε προσχηματικό περίβλημα μιας εξουσίας που δεν λογοδοτεί, δεν ανανεώνεται, δεν αντλεί κύρος από την κοινωνική συμμετοχή, αλλά μόνο από την πελατειακή ανταπόδοση.
Το παράδοξο είναι ότι αυτό το σύστημα όχι μόνο δεν κατέρρευσε στη διάρκεια της κρίσης χρέους, αλλά ενισχύθηκε. Η κοινωνία βρέθηκε περισσότερο εξαρτημένη από το κράτος, χωρίς θεσμικά αντίβαρα ή δυνατότητες αυτοοργάνωσης. Η κομματοκρατία αποδείχθηκε ανθεκτικότερη από την ίδια τη δημοκρατία. Και σήμερα, πενήντα ένα χρόνια μετά, το πολίτευμα της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας παραμένει ένα κατ’ επίφαση αντιπροσωπευτικό σύστημα, όπου ο πολίτης καλείται να επικυρώσει με την ψήφο του ένα παιχνίδι εξουσίας στο οποίο δεν συμμετέχει ουσιαστικά.
Απέναντι σε αυτήν την παθογένεια, η αναφορά στον Ελευθέριο Βενιζέλο μοιάζει σήμερα περισσότερο προφητική παρά νοσταλγική. Ο ίδιος είχε περιγράψει τις αρχές που οφείλει να ενστερνίζεται ο δημόσιος άνδρας: γνώμονας των πολιτικών του πράξεων να είναι το γενικό συμφέρον, όχι των ατόμων ή του κόμματος· η αλήθεια να λέγεται ακόμη και όταν είναι δυσάρεστη· οι νόμοι να εφαρμόζονται αδιακρίτως· και η εξουσία να νοείται όχι ως σκοπός, αλλά ως μέσο για την επίτευξη υψηλότερων σκοπών. Αυτές οι αρχές, σήμερα περισσότερο από ποτέ, αποτελούν υπαρξιακή ανάγκη για την επιβίωση της δημοκρατίας.
Η Μεταπολίτευση μάς έδωσε την ελευθερία. Το ερώτημα είναι αν θα βρούμε και το ήθος για να οικοδομήσουμε και τη δημοκρατία. Όχι την τυπική, θεσμική της εκδοχή, αλλά εκείνη που θεμελιώνεται στην ενεργό κοινωνική συμμετοχή, την πολιτική αρετή και τη διαρκή απαίτηση για κοινό συμφέρον. Αν δεν το πράξουμε, η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία θα μείνει στην Ιστορία όχι ως η πιο μακρόβια, αλλά ως η πιο κενή περιεχομένου μορφή λαϊκής κυριαρχίας.
πρώτη δημοσίευση στο imerazante.gr