Η πρώτη έρευνα αξιολόγησης των πολιτικών του υπουργείου Πολιτισμού σχετικά με την «Αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών στους αρχαιολογικούς χώρους και τον αντίκτυπό τους στο κοινωνικό σύνολο», παρουσιάσθηκε την Τετάρτη 19 Νοεμβρίου, στην Εθνική Πινακοθήκη, παρουσία της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη.
Στην έρευνα, η οποία διεξήχθη από την Pulse, μεταξύ 14 Σεπτεμβρίου και 1ης Οκτωβρίου, τηλεφωνικά και online, συμμετείχαν 1.062 πολίτες, οι οποίοι κλήθηκαν να απαντήσουν πόσο συχνά επισκέπτονται αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, αλλά και πόσο κατά τη γνώμη τους συμβάλλουν τα μνημεία και τα μουσεία στην ποιότητα ζωής τους.
Το ερωτηματολόγιο περιλάμβανε αξιολόγηση για το κόστος εισιτηρίου, την ευκολία πρόσβασης, το ωράριο λειτουργίας, την καθαριότητα, τις γνώσεις αλλά και τη συμπεριφορά του προσωπικού, όπως και την ποικιλία και ποιότητα των αναμνηστικών.
Όσον αφορά τη συχνότητα επίσκεψης σε μνημεία, αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, το 50% απάντησε ότι τα επισκέπτεται περιστασιακά μία έως δύο φορές τον χρόνο, το 30% ότι είναι τακτικοί επισκέπτες, συγκεκριμένα, από μία-δύο φορές στο εξάμηνο έως και σχεδόν κάθε μήνα, το 17% απάντησε ποτέ και το 3% δεν απάντησε.
Στο ερώτημα για τη συμβολή των μνημείων και μουσείων στη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους, το 54% απάντησε αρκετά έως πολύ, ενώ αν συμπεριληφθεί και το μέτρια, το 77% θεωρεί ότι οι χώροι αυτοί συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής τους από μέτρια και άνω. Μόνο το 21% επέλεξε τις απαντήσεις από λίγο, ελάχιστο έως καθόλου. Σύμφωνα με τη γεωγραφική κατανομή, στο σύνολο του χάρτη, υπάρχει σε όλη την Ελλάδα η ίδια αντίληψη ως προς τη συμβολή.
Στο ερώτημα σχετικά με τη σημασία των χώρων αυτών στην οικονομική ανάπτυξη, το 73% απάντησε αρκετά έως πολύ και το 90% από μέτρια έως πολύ.
«Τα στοιχεία της συγκεκριμένης έρευνας επιβεβαιώνουν την αίσθηση που έχουμε όλοι, ότι δηλαδή οι Έλληνες διατηρούμε μία σημαντική, για κάποιους από εμάς ίσως σταθερή και ουσιαστική, σύνδεση με τα μνημεία, τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία της χώρας», δήλωσε ο γενικός διευθυντής της Pulse, Γ. Αράπογλου. «Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της έρευνας είναι ότι όλοι οι δείκτες, ακόμη και οι πιο δύσκολοι, αυστηροί, τουλάχιστον στους τακτικούς επισκέπτες που αποτελούν, ίσως την πιο ενδιαφέρουσα ομάδα, λόγω της συχνότητας των επισκέψεων είναι πάνω από το 50% και μάλιστα καταγράφουν αξιόλογη και επιβεβαιωμένη βελτίωση σε βάθος χρόνου, όσο κανείς πηγαίνει προς τα πίσω για να δει αποτελέσματα που είχαμε από το παρελθόν», υπογράμμισε ο Γ. Αράπογλου.
Λίνα Μενδώνη: «Θέτουμε τον εαυτό μας στην κρίση της κοινωνίας»
«Είναι η πρώτη φορά που γίνεται δημοσκόπηση για το πολιτισμό από το υπουργείο Πολιτισμού για την αξιολόγηση των πολιτικών του. Αυτό δεν είναι χωρίς σημασία, διότι υπαγορεύει αυτομάτως μια διαφορετική νοοτροπία, πιο τεχνοκρατική. Κυρίως, όμως, μια λογική λογοδοσίας. Γιατί το να θέτουμε τον εαυτό μας στην κρίση της κοινωνίας, στην ουσία προκαλούμε την κοινωνία να μας πει τι κάνουμε κακά, τι κάνουμε καλά. Και σίγουρα, σχετίζεται με μια πιο διαφανή και ξεκάθαρη χάραξη πολιτικών», τόνισε η υπουργός Πολιτισμού. Και πρόσθεσε: «Παράλληλα, μελέτες όπως αυτή των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων δείχνουν την αναλογία επένδυσης 1 προς 3,44 ευρώ και υπογραμμίζουν ότι ο πολιτισμός, πέρα από συναισθηματική αξία, είναι και οικονομική διαδικασία που απαιτεί αξιολόγηση. Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν θετικά ποσοστά άνω του 70%, ακόμη και στο θέμα του εισιτηρίου, κάτι που αποδεικνύει ότι γίνονται σωστά βήματα. Ωστόσο, υπάρχει μεγάλος χώρος βελτίωσης, ειδικά στην αύξηση της επισκεψιμότητας και τη βελτίωση της εμπειρίας των επισκεπτών, Ελλήνων και ξένων. Η αντίληψη για το εισιτήριο ως εμπόδιο δεν αντικατοπτρίζεται στην πραγματικότητα. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν σημαντική αύξηση των εισιτήριων ελεύθερης εισόδου, αποδεικνύοντας ότι οι πολιτικές διεύρυνσης έχουν θετικό αντίκτυπο. Ο πολιτισμός, πέρα από κοινωνικό αγαθό, είναι και οικονομικός τομέας· η συνύπαρξη οικονομικής και βιώσιμης διαχείρισης είναι απολύτως συμβατή και επ’ αγαθώ της κοινωνίας».
«Η αξιολόγηση των επισκεπτών αναδεικνύει υψηλά επίπεδα ικανοποίησης σε θέματα καθαριότητας, προσωπικού, εκθεμάτων, πρόσβασης και τιμολογίων, ενώ εντοπίζει και τομείς βελτίωσης όπως η πληροφόρηση, η προσβασιμότητα και το ωράριο. Τα ευρήματα αποτελούν εργαλείο πολιτικής για στοχευμένες βελτιώσεις και επενδύσεις, ενισχύοντας τον κοινωνικό και οικονομικό αντίκτυπο του πολιτισμού και επιβεβαιώνοντας τη θετική στάση των πολιτών απέναντι στα μνημεία και τα μουσεία», σημείωσε από την πλευρά της η γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς Ολυμπία Βικάτου.
Ο προϊστάμενος της Επιτελικής Δομής ΕΣΠΑ του ΥΠΠΟ, Γιάννης Μυλωνάς υπογράμμισε ότι «το ΥΠΠΟ, μέσω ΕΣΠΑ και ΤΑΑ, υλοποίησε πάνω από 800 έργα συνολικής αξίας 1,2 δισ. ευρώ, βελτιώνοντας τη φυσική και ψηφιακή προσβασιμότητα, ενώ μελετάται η ενσωμάτωση Τεχνητής Νοημοσύνης σε ψηφιακές εφαρμογές μουσείων και αρχαιολογικών χώρων».