Το Μουσείο Βαν Γκογκ στο Άμστερνταμ κινείται νομικά κατά του ολλανδικού κράτους, αφού το υπουργείο Πολιτισμού αρνήθηκε να χρηματοδοτήσει προγραμματισμένες εργασίες συντήρησης, οι οποίες, σύμφωνα με το ίδρυμα, είναι ζωτικής σημασίας. Το μουσείο υποστηρίζει ότι, με την άρνησή του να συμβάλει στη χρηματοδότηση του φιλόδοξου σχεδίου «Masterplan 2028» ύψους 121 εκατομμυρίων δολαρίων, το υπουργείο αθετεί μια υπόσχεση που είχε δώσει στον κληρονόμο του σπουδαίου καλλιτέχνη πριν από περίπου 60 χρόνια.

Η συμφωνία αυτή, η οποία υπεγράφη το 1962 ανάμεσα στο ολλανδικό κράτος και τον ανιψιό του ζωγράφου, Β. Β. Βαν Γκογκ (γνωστό ως «the Engineer», για να διακρίνεται από τον διάσημο θείο του), διασφάλισε ότι ο τεράστιος θησαυρός έργων που είχε κληρονομήσει από τον σπουδαίο μεταϊμπρεσιονιστή, θα παρέμενε στην Ολλανδία και θα ήταν προσβάσιμος στο κοινό.

Advertisement
Advertisement

Η συλλογή, αξίας πολλών δισεκατομμυρίων, που αντιστοιχεί περίπου στο ένα τέταρτο του συνολικού έργου του Βαν Γκογκ, περιλαμβάνει πάνω από 200 πίνακες, 500 σχέδια και 800 επιστολές. Σε αντάλλαγμα, το ολλανδικό κράτος δεσμεύτηκε να αντιμετωπίζει τα έργα ως κρατική περιουσία. Γι’ αυτό και δημιούργησε ένα μουσείο για την μόνιμη έκθεση τους, ενώ παράλληλα δεσμεύτηκε να το συντηρεί.

Η αρχή της διαφύλαξης μιας σπουδαίας παρακαταθήκης

Ο λεγόμενος «The Engineer», του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν επίσης Βίνσεντ, ήταν ο γιος του αδελφού του Βαν Γκογκ, Τεό. Ως μηχανολόγος μηχανικός, κληρονόμησε μέρος των έργων του θείου του στην ηλικία των 21 ετών και, καθώς και τη συλλογή που ο καλλιτέχνης είχε αφήσει στην μητέρα του πολυαγαπημένου του ανιψιού, Τζο, μετά τον θάνατο της το 1925. Μερικά από τα πιο διάσημα αριστουργήματα της τέχνης, όπως τα περίφημα ηλιοτρόπια του Βαν Γκογκ, κοσμούσαν τους τοίχους του σπιτιού του.

Το 1949, ο Βίνσεντ μετέφερε τη συλλογή του στο νεοσύστατο Ίδρυμα Βαν Γκογκ, ενώ το 1962, ανέθεσε τη διαχείρισή της στο κράτος. Ο ίδιος είχε πει πως προτιμούσε καλύτερα το ίδρυμα να διατηρεί την κυριότητα, διότι «ποτέ δεν ξέρεις ποιες μπορεί να είναι οι αποφάσεις μίας κυβέρνησης στο μέλλον», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά.

Το Μουσείο Βαν Γκογκ άνοιξε τις πύλες του το 1973 στην Museumplein του Άμστερνταμ, ενώ μισό αιώνα αργότερα, έχει υποδεχθεί περί τα 57 εκατομμύρια επισκέπτες. Οι υπεύθυνοι υποστηρίζουν ότι το κτίριο πλέον βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση, με αποτέλεσμα να χρειάζονται άμεσες επισκευές, τόσο για την ασφάλεια των επισκεπτών, όσο και για τον σωστό έλεγχο της κλιματικής συνθήκης, που είναι πολύ σημαντική για τη σωστή διατήρηση των έργων.

Αν δεν πραγματοποιηθούν οι συγκεκριμένες επισκευές, το μέλλον του μουσείου είναι αβέβαιο.

Advertisement

«Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, θα είναι επικίνδυνο τόσο για τα έργα τέχνης που στεγάζονται μέσα στο μουσείο, όσο και για τους επισκέπτες μας», δήλωσε στους New York Times η διευθύντρια του μουσείου, Έμιλι Γκόρντενκερ. «Είναι το τελευταίο που θέλουμε, αλλά αν φτάσουμε εκεί, θα αναγκαστούμε να κλείσουμε το κτίριο», πρόσθεσε.

Το «Masterplan 2028» και η αθέτηση μίας μακροχόνιας υπόσχεσης

Παρά την κρισιμότητα του αιτήματος, το υπουργείο Πολιτισμού υποστηρίζει ότι το μουσείο πρέπει να καλύψει μόνο του τα επιπλέον κόστη συντήρησης. «Η επιχορήγηση για τη στέγαση του Μουσείου Βαν Γκογκ είναι σταθερό ποσό, που προσαρμόζεται ετησίως στον πληθωρισμό», ανέφερε το υπουργείο σε δήλωσή του στους NYT. «Ο υπολογισμός της επιχορήγησης γίνεται με τη μέθοδο που εφαρμόζεται σε όλα τα εθνικά μουσεία».

Στη νέα του προσφυγή, το Μουσείο Βαν Γκογκ ισχυρίζεται ότι το κράτος αθετεί την υπόσχεση που είχε δώσει στον μοναδικό κληρονόμο του σπουδαίου ζωγράφου, να συντηρεί ένα μουσείο για τη στέγαση της συλλογής του. Το υπουργείο αρνείται την κατηγορία, αν και αρκετά στελέχη του, μεταξύ αυτών και ο υπουργός Πολιτισμού Έπο Μπρουινς, παραιτήθηκαν την περασμένη εβδομάδα, αλλά για διαφορετικό ζήτημα.

Advertisement

Το προτεινόμενο «Masterplan 2028» του μουσείου προβλέπεται να ξεκινήσει το 2028 και να διαρκέσει περίπου τρία χρόνια. Από τα εκτιμώμενα 112 εκατομμύρια ευρώ, τα 84 εκατ. θα διατεθούν για συντήρηση, τα 23 εκατ. για βιωσιμότητα και τα 5 εκατ. για βελτιώσεις. Το μουσείο εξασφαλίζει το 85% των εσόδων του από εισιτήρια, το κατάστημα και το καφέ, και βασίζεται σε αυτά τα έσοδα προκειμένου να καλύψει την προβλεπόμενη απώλεια 53 εκατομμυρίων ευρώ από τα έσοδα κατά το μερικό του κλείσιμο στη διάρκεια των τριών ετών.

Ωστόσο, έχει υπολογιστεί ότι υπάρχει ακόμη ένα χρηματοδοτικό κενό 32,2 εκατ. ευρώ. Το μουσείο θεωρεί ότι με μια ετήσια ενίσχυση 2,5 εκατ. ευρώ από το υπουργείο Πολιτισμού, αυξάνοντας την υπάρχουσα επιχορήγηση σε 12 εκατομμύρια ευρώ, θα μπορέσει να συνεχίσει το έργο του, το οποίο δεν είναι άλλο από την διαφύλαξη και τη συντήρηση της παρακαταθήκης του σπουδαίου ζωγράφου.

Advertisement

Η αναγκαιότητα του έργου έχει επιβεβαιωθεί και από ανεξάρτητη αξιολόγηση, η οποία πραγματοποιείται κάθε τέσσερα χρόνια σε όλα τα μουσεία που λαμβάνουν δημόσια χρηματοδότηση. Συγκεκριμένα, η έκθεση του 2024 ανέφερε ότι το κτίριο του μουσείου «παρουσιάζει ολοένα και περισσότερες ελλείψεις, ιδιαίτερα στις εγκαταστάσεις του, για τις οποίες απαιτούνται παρεμβάσεις».

«Χωρίς τις απαραίτητες επεμβάσεις, το κτίριο θα αποτελέσει κίνδυνο για επισκέπτες, προσωπικό και συλλογή, και έτσι το μουσείο δεν θα μπορέσει τελικά να παραμείνει ανοιχτό», κατέληγε η έκθεση.

Με πληροφορίες από artnet, The New York Times

Advertisement
Advertisement