Η συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βλαντίμιρ Πούτιν στην Αλάσκα τον Αύγουστο του προηγούμενου έτους αποκτά νέο ενδιαφέρον μετά από δημοσίευμα των Financial Times, το οποίο βασίζεται σε μαρτυρίες οκτώ δυτικών και Ουκρανών αξιωματούχων και διπλωματών, καθώς και πηγών στη Μόσχα. Το άρθρο αποκαλύπτει πώς η αποτυχία της συνάντησης αυτής σηματοδότησε το χαμηλότερο σημείο στις σχέσεις του Τραμπ με τον Ρώσο πρόεδρο και επηρέασε σημαντικά τον τρόπο που ακολούθως οι δύο ηγέτες προσεγγίζουν ο ένας τον άλλον.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο Τραμπ προσήλθε στην Αλάσκα με την πρόθεση να καταλήξει σε συμφωνία με τον Πούτιν για τον τερματισμό της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Ωστόσο, η πρόταση που υπέβαλε –συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας αναγνώρισης της προσάρτησης της Κριμαίας και της πίεσης προς την Ουκρανία να αποσύρει στρατεύματα από το Ντονμπάς σε αντάλλαγμα για την κατάπαυση πυρός– απορρίφθηκε αμέσως από τον Ρώσο πρόεδρο. Ο Πούτιν τόνισε ότι η προϋπόθεση για τον τερματισμό του πολέμου ήταν η συνθηκολόγηση της Ουκρανίας και η εκχώρηση περισσότερων εδαφών.

Advertisement
Advertisement

Το κλίμα στη συνάντηση, που ξεκίνησε θερμά με χειραψία και χαμόγελα στο κόκκινο χαλί, ψύχρανε γρήγορα μόλις έκλεισαν οι πόρτες. Ο Πούτιν εκφώνησε ένα ιστορικό κήρυγμα, αναφερόμενος σε πρίγκιπες της Μεσαιωνικής περιόδου, όπως ο Ρούρικ του Νόβγκοροντ και ο Γιάροσλαβ ο Σοφός, προκειμένου να υποστηρίξει ότι Ρώσοι και Ουκρανοί ανήκουν στο ίδιο έθνος. Η υπομονή του Τραμπ εξαντλήθηκε, ύψωσε τη φωνή του και απείλησε να αποχωρήσει, ενώ τελικά διέκοψε τη συνάντηση και ακύρωσε ένα προγραμματισμένο γεύμα με διευρυμένες αντιπροσωπείες για οικονομική συνεργασία.

Το δημοσίευμα τονίζει ότι η συνάντηση στην Αλάσκα αποτέλεσε «ναδίρ» στη σχέση Τραμπ–Πούτιν, αλλά παράλληλα σηματοδότησε μια στροφή των ΗΠΑ υπέρ της Ουκρανίας. Μετά το επεισόδιο, ο Τραμπ φαίνεται να αναθεώρησε τη στάση του απέναντι στον Ζελένσκι, τον οποίο προηγουμένως είχε κατηγορήσει για «τζογαρίσματα με τον Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο». Η κυβέρνηση των ΗΠΑ επέτρεψε την πώληση όπλων από τα αμερικανικά αποθέματα στους Ευρωπαίους συμμάχους για υποστήριξη της Ουκρανίας, βοήθησε το Κίεβο να στοχεύσει κρίσιμες υποδομές ενέργειας στη Ρωσία και απείλησε ότι θα προμηθεύσει την Ουκρανία με πυραύλους Tomahawk ικανούς για πλήγματα στη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη.

Παράλληλα, η Ουάσιγκτον επέβαλε πρόσθετες κυρώσεις 25% σε προϊόντα από την Ινδία, η οποία συνεχίζει να αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο, ενώ παροτρύνει και άλλες χώρες να πράξουν το ίδιο. Ωστόσο, οι FT σημειώνουν ότι η μεταστροφή αυτή είναι ατελής, καθώς οι ΗΠΑ δεν έχουν ακόμη εφαρμόσει πλήρως τις απειλές για κυρώσεις στις ρωσικές εξαγωγές ενέργειας, πιθανώς για να διατηρήσουν περιθώριο για τον Τραμπ ως πιθανό μεσολαβητή ειρήνης.

Η δυναμική των σχέσεων Τραμπ–Πούτιν παραμένει ευμετάβλητη. Όπως υπογραμμίζουν οι FT, μια μελλοντική συνάντησή τους στη Βουδαπέστη δεν εγγυάται σταθερότητα, και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι του Κιέβου θα χρειαστεί να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για να πείσουν τον Αμερικανό πρόεδρο να αντιληφθεί ότι ο Πούτιν αποτελεί το κύριο πρόβλημα. Από την πλευρά του, ο Πούτιν φαίνεται να επιδιώκει να εδραιώσει τη θέση του στην Ιστορία ως ο κορυφαίος Ρώσος ηγέτης μετά τον Μέγα Πέτρο.

Το επεισόδιο της Αλάσκας δείχνει καθαρά ότι οι διεθνείς σχέσεις είναι συχνά αποτέλεσμα προσωπικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ ηγετών, όπου η ιστορία, η διπλωματία και οι προσωπικές αντιδράσεις μπορούν να καθορίσουν την πορεία στρατηγικών αποφάσεων.