Όλοι θυμόμαστε από τα παιδικά μας χρόνια τουλάχιστον έναν συμμαθητή μας που αντέγραφε στις εξετάσεις ή «έκλεβε» στα παιχνίδια. Αυτό μας θύμωνε πολύ τότε γιατί ήταν η εποχή των πρώτων συναντήσεών μας με την αδικία και συνήθως λύναμε το θέμα σταματώντας να κάνουμε παρέα μαζί του. Τι γίνεται, όμως, όταν βρεθούμε στη θέση του γονιού ενός τέτοιου παιδιού; Τέτοιες παρεκτροπές συμπεριφοράς μάς προβληματίζουν για το τι θα συμβεί στο μέλλον και αν αυτό θα αποτελέσει πρόβλημα στη μετέπειτα ζωή του. Επίσης, θυμώνουμε όχι μόνο για την ίδια την πράξη και τις συνέπειές της, αλλά και για το πλήγμα που δέχεται η τιμή και η οικογενειακή μας υπόληψη ιδιαίτερα όταν αυτό γίνεται αντιληπτό στο περιβάλλον μας.
Η αντίδραση πολλών γονιών, αλλά και δασκάλων, είναι απότομη, ίσως και βίαιη γιατί καταλαμβάνονται από πανικό και δρουν χωρίς να προσπαθήσουν να ξετυλίξουν το κουβάρι από την αρχή. Απόρροια αυτού είναι να γίνεται κουβάρι η σχέση τους με το παιδί και οι ανεπιθύμητες συμπεριφορές να επαναλαμβάνονται.
Για ποιους λόγους, όμως, οδηγείται το παιδί σε τέτοιες επιλογές; Για κάποια παιδιά ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Τους αρέσει να ξεχωρίζουν με οποιοδήποτε κόστος και νιώθουν όμορφα όταν καταφέρνουν να ξεγελούν γονείς, δασκάλους ή τους αντιπάλους τους στο παιχνίδι. Εάν μάλιστα τα καταφέρνουν καλά για ένα διάστημα, αντλούν δύναμη από την επιτυχία τους και είναι δυνατόν να εθιστούν σε τέτοιου είδους συμπεριφορές.
Η τάση ενός παιδιού προς την απάτη μπορεί να σχετίζεται με τη χαμηλή αυτοεκτίμηση. Έτσι, όταν θεωρεί τον εαυτό του ανίκανο να γράψει καλά σε ένα διαγώνισμα ή να είναι ο νικητής ενός παιχνιδιού, καταφεύγει σε «εναλλακτικές λύσεις». Σε άλλες περιπτώσεις, παιδιά που εξαπατούν είναι τόσο «καλομαθημένα», ώστε διαλέγουν τον πιο εύκολο δρόμο με το λιγότερο κόπο θεωρώντας τους άλλους κορόιδα και καμαρώνοντας για τα κατορθώματά τους.
Η απάτη, καθώς λένε οι ειδικοί, είναι η συμπεριφορά της μυστικοπάθειας. Όταν βρεθούμε αντιμέτωποι με αυτή, οφείλουμε να συγκρατήσουμε το θυμό μας, να αφήσουμε κατα μέρος απειλές και τιμωρίες και να επικεντρωθούμε στο να μάθουμε τι ανάγκασε το παιδί να λειτουργήσει έτσι. Πρέπει να πεισθεί ότι για μας μετράει η καθαρή προσπάθεια με το όποιο αποτέλεσμα. Ένα σημείο που αξίζει να σταθούμε είναι η δική μας αυτοκριτική. Αυτή επηρεάζει ιδιαίτερα την εξέλιξη της κατάστασης. Μήπως θεωρούμε τον εαυτό μας άρχοντα της διανόησης; Μήπως έχουμε πάντα μια απάντηση για όλα; Μήπως πολύ συχνά χρησιμοποιούμε τη φράση «εγώ στην ηλικία σου...»; Αν ναι, έχουμε ευθύνη για τις ακρότητες που μπορεί να καταφύγει το παιδί προκειμένου να μας μιμηθεί για να γίνει αρεστό.
Και κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Ας γίνουμε καλύτεροι ακροατές. Είναι ανάγκη να πνίξουμε την ακατανίκητη επιθυμία μας να ακούμε μόνο τη δική μας φωνή. Επιδιώκοντας καλή οπτική επαφή με το παιδί ας το ενθαρρύνουμε να μιλήσει ανοιχτά χρησιμοποιώντας την ανακλαστική ακρόαση. Για παράδειγμα ρωτάμε όσο μιλάει «αλήθεια το λες;» ή λέμε «α, μάλιστα, κατάλαβα». Στο τέλος συνοψίζουμε λέγοντας «δηλαδή πιστεύεις ότι σε αδικήσαμε όταν σε στείλαμε να ζητήσεις συγγνώμη από τους φίλους σου για τις ζαβολιές που έκανες στο παιχνίδι;» Έτσι, το παιδί λαμβάνει το μήνυμα ότι προσέχουμε αυτά που μας λέει και τα θεωρούμε σημαντικά.
Εν κατακλείδι, τα παιδιά μας είναι περισσότερο δυστυχισμένα και λιγότερο ύπουλα, όπως πιστεύουμε πολλές φορές. Γονείς και εκπαιδευτικοί έχουμε χρέος να προσεγγίζουμε την ψυχή τους και να αφουγκραζόμαστε τις ανάγκες τους χωρίς να τα κατηγορούμε διαρκώς. Αν θέλουμε να διαμορφώσουμε ολοκληρωμένα, αυτόνομα άτομα και όχι δικά μας πιστά αντίγραφα, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για τη δική τους ζωή.