Διεθνής τύπος και ελληνικός επαρχιωτισμός

Βάναυσος επαρχιωτισμός είναι όταν αποκτά μία συλλογικότητα, και ως εκ τούτου πλήττει μία κοινωνία ή ένα έθνος.
triloks via Getty Images

Επαρχιωτισμός είναι το σύνδρομο του να αισθάνεται κανείς a priori υποδεέστερος, το σύμπλεγμα του να νιώθει κανείς μη αναστρέψιμα ελλιπής. Βάναυσος επαρχιωτισμός είναι όταν αποκτά μία συλλογικότητα, και ως εκ τούτου πλήττει μία κοινωνία ή ένα έθνος.

Ένα από τα δεσπόζοντα στοιχεία του επαρχιωτισμού στην Ελλάδα είναι η στάση ορισμένων αναγνωστών, δημοσιογράφων, πολιτών και πολιτικών απέναντι στα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης. Τις περισσότερες φορές τυγχάνουν της ίδιας αντιμετώπισης με τις πέτρινες πλάκες του Μωυσή. Οιονεί θέσφατα.

Χρειάστηκαν περίπου δεκαέξι με δεκαεπτά αιώνες και να γίνει το πέρασμα στην Καινή Διαθήκη από την Παλαιά, προκειμένου ο Μέγας Βασίλειος να μιλήσει για τη μέγιστη των αρχών, εκείνης της διάκρισης.

Δεν είναι όλα τα ξένα μέσα μαζικής ενημέρωσης ίδια. Ούτε παραμένουν ίδια μέσα στο χρόνο, τις κυβερνήσεις και τις στροφές της ιστορίας. Ούτε οι συντάκτες ενός μέσου είναι ίδιοι, ούτε ίδιες όλες οι στιγμές τους. Κάθε αναγνώστης ανάλογα με τις καταβολές και το ήθος του κάνει τις επιλογές του. Περιττεύουν άνωθεν κατατάξεις ή επιχρωματισμοί.

Ένα δεύτερο ίδιον του ελληνικού επαρχιωτισμού θα μπορούσε να είναι το εξής παράδοξο: ενώ πολλές φορές διαβάζει κανείς θετικά σχόλια για την Ελλάδα στον ξένο τύπο από ξένους συντάκτες (στην τρέχουσα κυβερνητική συγκυρία), τα κείμενα Ελλήνων ανταποκριτών για την Αθήνα σε ξένα μέσα είναι συνήθως γεμάτα δραματοποίηση και θυματοποίηση: είναι θύματα της πατρίδος τους.

Ο Κωστής Παπαγιώργης μετά την εξερεύνηση των ατομικών παθών, στράφηκε προς τον ελληνικό κόσμο. Ήθελε να δει τι είναι αυτός ο κόσμος στη γλώσσα του οποίου γράφει. Ενοχλούνταν από εκείνους που δεν συνομιλούσαν με την νεοελληνική πραγματικότητα, αλλά με τα «Παρίσια» και τα «Λονδίνα». Εξοργιζόταν με την περιφρόνηση του «ντόπιου» και την αποθέωση του «ξένου». Πίστευε ότι ο ελληνικός επαρχιωτισμός οφειλόταν στο βίωμα ενός ελλείμματος. Οι Έλληνες μιλάνε για τον Περικλή, τον Όμηρο, αλλά μετά πάνε κατευθείαν στον Σολωμό. Από τον 3ο αι. π.Χ. έως τον 18ο μ.Χ. δεν υπάρχει τίποτα; Σε αυτό το κενό δοκιμιογράφος είχε οσμιστεί τη λύση. Σε αυτήν την «μαύρη τρύπα» αναζήτησε τον εαυτό του.

Δημοφιλή