Ελευθερία και Πολιτεία στην Ελληνική Επανάσταση, μέρος Β΄
NurPhoto via Getty Images

Η σημασία των συνταγματικών κειμένων της Επιδαύρου (1822), του Άστρους (1823) και της Τροιζήνας (1827) αλλά και ορισμένων από τα «τοπικά πολιτεύματα» που κατήργησε η εθνοσυνέλευση του Άστρους, έγκειται στην ανάδειξη μιας συναρπαστικά τολμηρής αλλά και δυσάρεστα βραχύβιας άσκησης πολιτειακού πειραματισμού (δες «Ο Έλλην είναι Ανεξάρτητος»: Ελευθερία και Πολιτεία στην Ελληνική Επανάσταση, μέρος Α΄).

Η δυναμική της σύντομης δεκαετίας του 1820, από το «Προσωρινόν Πολίτευμα» της Επιδαύρου (1822) μέχρι την αναστολή του Συντάγματος της Τροιζήνας από τον Καποδίστρια (1828), αποτυπώνει μια διακριτή αντίληψη περί ελευθερίας και μια επίσης διακριτή αντίληψη περί πολιτείας. Όπως επισημάναμε, η Ελευθερία ξεπερνά τα όρια της εννοιολόγησης της «αρνητικής ελευθερίας» του φιλελευθερισμού, ενώ στη θεμελίωση της Πολιτείας εκφράζεται η αναδυόμενη αντίληψη για μια Ελληνική Res publica, μια αντίληψη που αντανακλάται με διαφορετικές αποχρώσεις και στα τρία Συντάγματα. Στα δύο πρώτα, η πολυαρχία (με συλλογική ηγεσία της Πολιτείας) εκφράζει τόσο την επίδραση των Συνταγμάτων της Γαλλικής Επανάστασης όσο και την υποκείμενη πολιτική μορφολογία των επιμέρους κοινών και πόλεων στην Ελλάδα. Ενώ με το τρίτο, το Σύνταγμα της Τροιζήνας, η προσέγγιση του υποδείγματος του Συντάγματος των ΗΠΑ εκφράζει τόσο την αγωνία των κρίσιμων στιγμών για την έκβαση του Αγώνα, λίγους μήνες πριν το Ναβαρίνο, όσο και την προσωρινή σύγκλιση ρωσόφιλων και αγγλόφιλων πρωταγωνιστών κάτω από ένα αμερικανικής έμπνευσης θεσμικό σχεδίασμα.

Η επίδραση της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης υπήρξε προφανής. Από την άλλη, η ενθουσιώδης υποδοχή του Θούριου που πρόσφερε έμπνευση και παλμό στους επαναστατημένους δεν συνεπάγεται αντίστοιχη επίδραση της πολιτικής σκέψης του Ρήγα. Για τον Ρήγα, του οποίου το τραγικό τέλος (1798) του στέρησε την εμπειρία της έμπρακτης πολιτειακής αφύπνισης των Βαλκανικών εθνικισμών, η σχεδιαζόμενη μορφή τού πολιτεύματος δεν αφορά μία συγκεκριμένη εθνότητα, αλλά όλους «τούς κατοίκους» τού γεωγραφικού πλαισίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με τον Ρήγα, η καθολική πολιτική διάσταση υπερέβαινε τις επί μέρους:

«η Ελληνική δημοκρατία είναι μία, με όλον οπού συμπεριλαμβάνει εις τον κόλπον της διάφορα γένη και θρησκείας και δεν θεωρεί τας διαφοράς των λατρειών με εχθρικό μάτι».

Σχεδιάζοντας την Ελληνική Res Publica

Αλλά η ιστορία ακολούθησε άλλο δρόμο. Τα πολιτεύματα προσπάθησαν μέσα σε δυσχερείς περιφερειακές και διεθνείς συνθήκες να αποτυπώσουν, παρά τις εσωτερικές διαφορές και διενέξεις, την ιδέα της ανεξάρτητης και με αυτή την έννοια ελεύθερης Πολιτείας και του ανεξάρτητου και με αυτή την έννοια ελεύθερου πολίτη.

Η σχεδιαζόμενη Ελληνική res publica αποτέλεσε τμήμα μιας γενικότερης, συναρπαστικής αλλά βραχύβιας Νοτιοευρωπαϊκής ρεπουμπλικανικής περιόδου. Μιας περιόδου που περιλαμβάνει το Ισπανικό Σύνταγμα του 1812, βραχύβιο αλλά εμβληματικό, και συνεχίζεται – μέσα σε πολύ διαφορετικές συνθήκες αλλά και με αξιοσημείωτα κοινά στοιχεία – με το Πορτογαλικό σύνταγμα του 1821 και τα Ελληνικά επαναστατικά συντάγματα του 1822, 1823 και 1827.

Σε κάθε περίπτωση, η νεαρά αμερικανική Πολιτεία αποτέλεσε ένα ρηξικέλευθο, ριζοσπαστικό όσο και αινιγματικό υπόδειγμα. Όπως επισημαίνουν οι Terence Ball και Richard Dagger, «αρχικά η μορφή διακυβέρνησης που προτιμήθηκε δεν ήταν δημοκρατική αλλά ρεπουμπλικανική: Πολιτεία (Republic), όχι Δημοκρατία (Democracy). Το ίδιο το αμερικανικό σύνταγμα το πιστοποιεί αυτό, διότι δεν κάνει καμία αναφορά στη δημοκρατία. Εγγυάται, εντούτοις, σε κάθε κρατίδιο (state) την ρεπουμπλικανική μορφή διακυβέρνησης».

Η Ελευθερία ως ανεξαρτησία αποτέλεσε, επίσης, μια έννοια ριζωμένη στο ρεπουμπλικανικό περιβάλλον. Εάν θυμηθούμε την «ελευθερία των Αρχαίων εν συγκρίσει προς την ελευθερία των Νεοτέρων» (1819) του Benjamin Constant (και την από αυτόν εμπνεόμενη εμβληματική διάκριση του Isaiah Berlin μεταξύ αρνητικής και θετικής ελευθερίας), εδώ πρόκειται σαφώς για το ρεπουμπλικανικό πρότυπο. Αυτό αντανακλάται στην όλη αντίληψη για μια Ελληνική Res publica.

Πράγματι, το ρεπουμπλικανικό ρεύμα στην ευρωπαϊκή και ευρωατλαντική πολιτική παράδοση διατυπώνει μια διακριτή προσέγγιση στην ελευθερία. Η προσέγγιση έχει τις πηγές της στη ρωμαϊκή αντίληψη της ανελευθερίας ως συνάρτησης όχι της ύπαρξης αυθαίρετων παρεμβάσεων ή καταναγκασμών, αλλά μιας δομικής κατάστασης εξουσίασης από κάποιον άλλο, μιας ζωής sub potestate Domini.

Η ελευθερία, σε αυτή την κοσμοθεωρία, προϋποθέτει ανεξαρτησία. Αυτή είναι η Ελληνική προσέγγιση της Ελευθερίας στην επαναστατική σύντομη δεκαετία 1821-1827, και όχι η «αρνητική» ελευθερία του σύγχρονου φιλελευθερισμού. Η ρεπουμπλικανική παράδοση (στην οποία ανήκουν τα συντάγματα της Επανάστασης) αγνοεί την – μεταγενέστερων φιλελεύθερων καταβολών – ταύτιση της ελευθερίας με την απουσία αυθαίρετων παρεμβάσεων ή καταναγκασμού.

Παρότι η Αμερικανική Επανάσταση προηγήθηκε όλων, ήταν άλλωστε συγγενέστερη της Ελληνικής, εφόσον αφορούσε την Ανεξαρτησία από μια Αυτοκρατορία, αρχικά ήταν η Γαλλική Επανάσταση που ενέπνευσε περισσότερο (Επίδαυρος). Σε αυτό συνετέλεσε και η σαγηνευτική δυναμική της Ναπολεόντειας περιόδου.

Το ουσιώδες ζήτημα παραμένει πάντως ότι όταν τελικώς ξέσπασε η Επανάσταση και το πολιτειακό δεν μπορούσε παρά να τεθεί ως άμεσο, πρακτικό ζήτημα, η Ιερή Συμμαχία από το 1815 είχε ήδη αλλάξει ριζικά τον πολιτικό και διεθνολογικό χάρτη στην Ευρώπη. Και, μέχρι τη διάλυση της το 1830, αποτέλεσε έναν παράγοντα που οι νέες επαναστατικές δυνάμεις στη Νοτιοανατολική Ευρώπη όφειλαν να λάβουν υπόψη, ιδιαίτερα εφόσον χρειαζόταν την υποστήριξη μεγάλων Δυνάμεων για να επιβιώσουν.

Εξ ου και η αγωνία για κάθε κίνηση και κάθε θεσμό «να μη θεωρηθεί ‘καρμποναρισμός’» (Κολοκοτρώνης).

Η των ονομάτων επίσκεψις

Με αφορμή και τη δυναμική της δεκαετίας του 1820, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι στη νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα γίνεται καταχρηστική αξιοποίηση της έννοιας της Δημοκρατίας, ακόμη και όταν καταφανώς αυτό που σημαίνεται είναι η Πολιτεία. Και ότι η χρήση αυτή έχει συνέπειες στο επίπεδο τόσο του πολιτικού συμβολισμού όσο και της πολιτικής διαβούλευσης. Όπως είχα επιχειρηματολογήσει αναλυτικά προ δεκαετίας (Κ. Λάβδας, Η Πολιτική ανάμεσα στο Δυνητικό και το Οικείο, Εκδόσεις Σιδέρη, 2010), η ατυχώς καθιερωμένη αυτή χρήση (π. χ., «Δημοκρατία της Βαϊμάρης», «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας», «Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία») φτάνει σε ακρότητες όταν επιχειρείται η αναδρομική εφαρμογή της ακόμη και σε πολιτεύματα με σαφώς αριστοκρατικό χαρακτήρα. Όταν π. χ. αναφέρεται η αναγεννησιακή Βενετία ως «Γαληνοτάτη Δημοκρατία» αντί του ορθού «Γαληνοτάτη Πολιτεία».

Το ζήτημα είναι ουσιαστικό και αφορά ευαίσθητες πτυχές της πολιτικής παιδείας μας. Εκκινώντας από τη ψευδή θέση (και συνείδηση) ότι η «δημοκρατία» είναι δεδομένη, οι πολίτες χάνουν τόσο την δυνατότητα κριτικής αποτίμησης της δημοκρατικότητας των θεσμών με βάση κανονιστικά κριτήρια περί Δημοκρατίας όσο και την ευκαιρία να κοιτάξουν κατάματα τα πραγματικά θεσμικά και συμπεριφορικά χαρακτηριστικά του συστήματος διακυβέρνησης στο οποίο διαβιούν, εργάζονται και πολιτεύονται.

Η δημοκρατία εξακολουθεί να αποτελεί μια κομβική έννοια της κανονιστικής (normative) πολιτικής σκέψης, η οποία επεξεργάζεται αξίες και υποδείγματα για την καλή διακυβέρνηση και, στη συνέχεια, επιχειρεί να αντλήσει κριτήρια για την αποτίμηση των υφιστάμενων θεσμών. Είναι βέβαια γεγονός ότι, από τον Πλάτωνα μέχρι σήμερα, η ένταση στις σχέσεις μεταξύ της πολιτικής σκέψης και του δήμου αντανακλάται σε περιπέτειες άλλοτε διδακτικές και άλλοτε τραγικές. Αλλά η κατάχρηση της έννοιας της Δημοκρατίας επιχειρεί να αμβλύνει την ένταση αυτή με τρόπο τεχνητό, χωρίς να κατορθώνει να την υπερβεί.

Από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους, μέσω της Αναγέννησης, μέχρι τα χρόνια του σύντομου αντι-μοναρχισμού της Αγγλικής Κοινοπολιτείας και τις μετέπειτα επιδράσεις στην Αμερικανική Επανάσταση και τη διαμόρφωση του αμερικανικού συνταγματισμού, τα ρεπουμπλικανικά πρότυπα αφορούν τόσο θεσμούς όσο και αξίες. Αναφέρονται σε μια Πολιτεία στην οποία οι θεσμοί κυβερνούν. Αναφέρονται, επίσης, στην ελευθερία με την έννοια της απουσίας δομικών συνθηκών κυριαρχίας, στην «ελευθερία πριν τον φιλελευθερισμό», για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο του περίφημου βιβλίου του Quentin Skinner.

Ουσιώδη ζητούμενα είναι το κράτος δικαίου που εγγυάται διαδικασίες και δικαιώματα και το πρότυπο νομιμοποίησης της διακυβέρνησης που προσανατολίζεται σταθερά και χωρίς προπαγανδιστικές παραμορφώσεις στις αξίες του «δημοσίου πράγματος» (res publica).

Γνωρίζουμε βέβαια ότι η ρεπουμπλικανική παράδοση σταδιακά παραμερίστηκε. Η ιδεολογική άνοδος του ωφελιμισμού και η όσμωση μεταξύ ωφελιμισμού και ρευμάτων του φιλελευθερισμού οδήγησαν στην εγκατάλειψη της πολιτειοκρατικής διάστασης του ρεπουμπλικανισμού. Παράλληλα, το ρεπουμπλικανικό έλλειμμα έδωσε την ευκαιρία για την αναβίωση ποικίλων εκδοχών του κοινοτισμού, σοσιαλιστικών και μη. Στόχος όσων αναφέρονται με συνέπεια στις παραδόσεις του ρεπουμπλικανισμού είναι η ανάδειξη ενός προβληματισμού για θεσμικές μορφές της πολιτείας και για έννοιες ελευθερίας που δεν επικράτησαν στο σύνολο τους, παρουσιάζουν όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την οπτική γωνία του σημερινού πολίτη.

Με άλλα λόγια, η δυτική πολιτική πράξη επέλεξε θεσμούς που εγγυώνται τη διατήρηση μιας μορφής αρνητικής ελευθερίας των πολιτών (απουσία αυθαίρετων δημόσιων καταναγκασμών και παρεμβάσεων) αλλά αδιαφορούν για τις συνθήκες δομικής εξάρτησης στις οποίες οι πολίτες αυτοί ενδέχεται να περιέλθουν. «Επιλέξαμε σωστά;» είναι το ερώτημα με το οποίο καταλήγει ο Quentin Skinner στο εμβληματικό έργο του για την «Ελευθερία πριν το Φιλελευθερισμό».

Το 1821 σήμερα

Τα επαναστατικά συντάγματα της δεκαετίας του 1820 εντάσσονται στο κεφάλαιο της «Ελευθερίας πριν τον Φιλελευθερισμό» και αποτελούν μάλλον δύστροπους – καθότι υπερβολικά απαιτητικούς – υποψήφιους για την ερμηνευτικά ισοπεδωτική, στενή και αναδρομική ματιά του σύγχρονου φιλελευθερισμού.

Στην πραγματικότητα, η μελέτη της ρεπουμπλικανικής δυναμικής της Ελληνικής Επανάστασης ως πεδίου μιας πολιτικής δυνητικής αλλά τελικώς μη πραγματοποιηθείσας αναδεικνύει όψεις της σύντομης επαναστατικής δεκαετίας ευαισθητοποιώντας μας στην ανίχνευση του δυνητικού αλλά μη πραγματοποιηθέντος. Συντελώντας, γενικότερα, σε μια διαδικασία «ανοικείωσης», μια διαδικασία που – δρώντας αντίστροφα από τις δυνάμεις εξοικείωσης – μας βοηθά να δούμε και από άλλη σκοπιά αυτό που θεωρούμε γνώριμο και οικείο.

Δυστυχώς, οι «κριτικές» επετειακές αναφορές στην Ελληνική Επανάσταση, είτε αναλίσκονται σε ηθικοπλαστικές παρατηρήσεις για τα κακά των εμφύλιων διενέξεων είτε εστιάζονται σε δήθεν ακριβολογικές επισημάνσεις για το πόσο «συμβολική» και άνευ άμεσου υλικού αντικρίσματος υπήρξε η συγκεκριμένη ημερομηνία, η 25η Μαρτίου (λες και το Boston Tea Party σήμανε και την άμεση ανεξαρτησία των ΗΠΑ), χάνουν την ευκαιρία να αντιμετωπίσουν τη σύντομη δεκαετία του 1820 ως πηγή προβληματισμού για το κατεξοχήν ουσιαστικό: για τις σχέσεις ανάμεσα στους πολιτειακούς πειραματισμούς μιας πολιτικής κοινότητας και τα δημοκρατικά ιδανικά τα οποία την εμπνέουν.

Το πολυεπίπεδο ζητούμενο ενός σύγχρονου αλλά όχι αναδρομικά θεμελιωμένου προβληματισμού για την Ελληνική Επανάσταση είναι μια τριπλή συσχέτιση: συσχέτιση της πολιτικής και των ιδεών, του δυνητικού και του πραγματοποιηθέντος, της εξοικείωσης και της ανοικείωσης. Θα πρέπει να είναι ένας προβληματισμός που μας υπενθυμίζει το αίτημα για τη δικαίωση των ελπίδων, των θυσιών, των οραμάτων και των δυνητικών πολιτευμάτων της εθνεγερσίας του 1821.

Δημοφιλή