Ελευθερία και πολιτεία στην Ελληνική Επανάσταση, μέρος Α
Ludwig Michael von Schwanthaler, Η Εθνική Συνέλευση στην Επίδαυρο, 1836,τοιχογραφία, Ανατολικός Τοίχος, Αίθουσα Ελευθερίου ΒενιζέλουΜέγαρο της Βουλής των Ελλήνων
Ludwig Michael von Schwanthaler, Η Εθνική Συνέλευση στην Επίδαυρο, 1836,
τοιχογραφία, Ανατολικός Τοίχος, Αίθουσα Ελευθερίου Βενιζέλου
Μέγαρο της Βουλής των Ελλήνων

Η μεγάλη Εθνεγερσία του 1821 είναι η επιτυχής έκβαση μιας σειράς εξεγέρσεων και επίπονων αλλά συχνά ατελέσφορων αγώνων από την Μακεδονία ως την Κρήτη που – έστω και σε ένα μόνο τμήμα των εξεγερμένων περιοχών – δικαίωσαν την επιμονή και την στοχοπροσήλωση των Ελλήνων για ελευθερία και ανεξαρτησία. Ο επετειακός αναστοχασμός για την Ελληνική Επανάσταση δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στη γέννηση και την ίδια την ύπαρξη του νεότερου Ελληνικού κράτους. Ωστόσο η γέννηση του νεότερου κράτους δεν σημαίνει και γέννηση του συλλογικού υποκείμενου στο οποίο βασίζεται.

Όπως έχει καταδείξει ο Γιώργος Κοντογιώργης, τα Ελληνικά κοινά και οι πόλεις μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αυτοδιοικούνταν, διατηρούσαν και επεξεργαζόταν την πολιτική κουλτούρα τους και σε σημαντικό βαθμό αποτελούσαν μετεξέλιξη συλλογικών οντοτήτων που προϋπήρχαν. Με αποτέλεσμα στοιχεία των Ελληνικών πολιτικών παραδόσεων να συνεχιστούν σε διάφορα επίπεδα των κοινών και των πόλεων αλλά και της υπερπόντιας ελληνικής παρουσίας. Αυτό, στη συνέχεια, σήμανε την επικράτηση – στο αρχικό τουλάχιστον στάδιο – μιας πολιτικής μορφολογίας του αγώνα της εθνεγερσίας όπου η ανάπτυξη βάσει των πατριωτισμών των επιμέρους κοινών/πόλεων οδήγησε στο σχεδιασμό «της νέας ελληνικής πολιτείας με πρόσημο τα κοινά, ενώ στο κεντρικό σύστημα εναποτίθεται ένας απλώς εναρμονιστικός ρόλος στο σύνολο».

Η επίδραση του Αγώνα για την Ελληνική Ανεξαρτησία δεν περιορίζεται στις κρίσιμες πολεμικές διαστάσεις ούτε στις σύνθετες πολιτικές εξελίξεις ούτε στις εμφύλιες συγκρούσεις της δεκαετίας του 1820 ούτε στις εξωτερικές παραμέτρους, παρότι όλες υπήρξαν προφανώς σημαντικές.

Η σημασία της Επανάστασης του 1821 και των ετών που ακολούθησαν στη σύντομη δεκαετία του 1820 οφείλεται και στο πεδίο του πολιτικού λόγου και της ζύμωσης των ιδεών όπως αποτυπώνονται, μεταξύ άλλων, στα συνταγματικά κείμενα από το 1822 μέχρι το 1827. Πρόκειται, βέβαια, για τα κείμενα της Επιδαύρου (1822), του Άστρους (1823) και της Τροιζήνας (1827). Ενώ αξιοσημείωτα υπήρξαν και τα λεγόμενα «τοπικά πολιτεύματα», τα οποία καταργήθηκαν ύστερα από απόφαση της Β’ Εθνοσυνέλευσης του Άστρους, το 1823.

Είναι βεβαίως κοινός τόπος ότι θεσμικές ρυθμίσεις και πολιτειακές προτάσεις συχνά εξέφρασαν (και εκφράζουν) στρατηγικούς ή και τακτικούς υπολογισμούς ισχυρών δρώντων. Αλλά η δυναμική των σχέσεων μεταξύ διαφορετικών πολιτικών ιδεών και ο ρόλος του πολιτικού λόγου ως πολιτικής ενέργειας συγκροτούν ένα πεδίο το οποίο μπορεί να συζητηθεί με σχετική αυτονομία, πέρα από τις ισορροπίες ανάμεσα στους αυτόχθονες και τους ετερόχθονες, πέρα από τη σύγκρουση στρατιωτικών, πολιτικών, προεστών, παλαιών Φιλικών, πέρα από τη σύγκρουση Βουλευτικού και Εκτελεστικού, πέρα από την κατασπατάληση για κομματικούς σκοπούς μεγάλου μέρους του δεύτερου δανείου, πέρα από την υποτιθέμενη «εκσυγχρονιστική» κατεύθυνση ορισμένων δρώντων και την «παραδοσιακή» άλλων.

Νέοι θεσμοί ελευθερίας

Ας θυμηθούμε πρώτα ένα από τα τοπικά πολιτεύματα, στο σημαντικότερο από την άποψη των πολιτικών ιδεών. Στη Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, η οποία οδήγησε στο προσωρινό καθεστώς του «Αρείου Πάγου της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδας». Στο 2ο κεφάλαιο του πρώτου μέρους της Διακήρυξης υπάρχει με μορφή Πίνακα και μια «Διακήρυξη Δικαιωμάτων και Χρεών του Έλληνος». Διακηρύσσονται οκτώ (8) δικαιώματα και οκτώ (8) αντίστοιχα καθήκοντα, σε μια προσπάθεια προσαρμογής της Γαλλικής «Διακήρυξης των Δικαιωμάτων και Καθηκόντων του Ανθρώπου και του Πολίτη» του 1795. Δεν πρόκειται για απλή αντιγραφή, με δεδομένο μάλιστα ότι η Γαλλική Διακήρυξη είναι πολύ αναλυτικότερη. Αλλά εμπεριέχονται ιδέες συναρπαστικές όσο και δηλωτικές της ζωντανής ευρωπαϊκής και αμερικανικής ρεπουμπλικανικής παράδοσης.

Δύο μόνο παραδείγματα:

- «ο Έλλην είναι ανεξάρτητος» (Δικαιώματα) και εννοεί ως πολίτης ατομικά, διότι συμπληρώνει με αντιστοίχιση (στα Καθήκοντα): «ο Έλλην χρεωστεί ευπείθειαν εις τους Νόμους».

- «Ο Έλλην δεν ενοχοποιείται δια τα θρησκευτικά και πολιτικά του φρονήματα» (Δικαιώματα) – είναι το πρώτο κείμενο της επαναστατικής περιόδου στο οποίο περιλαμβάνεται μια αναφορά στην πολιτική και θρησκευτική ανεκτικότητα, με την εμβληματική αυτή διατύπωση. Και (στα Καθήκοντα): «ο Έλλην χρεωστεί να υποφέρη όλα τα θρησκευτικά και πολιτικά φρονήματα των ομοίων του».

Ποιος όμως είναι ο Έλλην ο οποίος «είναι ανεξάρτητος»;

Ενώ στο σχεδίασμα του Ρήγα για την Βαλκανική ομοσπονδία και τον «αυτοκράτορα λαό» οι πολίτες οριζόταν «χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και διαλέκτου», όπως το έθετε ο Βελεστινλής, η νέα Πολιτεία της επαναστατημένης Ελλάδας θεμελιώθηκε σε μια εθνική – ρεπουμπλικανική προσέγγιση του πολίτη.

Σε αυτό το πλαίσιο, το Σύνταγμα της Τροιζήνας όριζε: «καθείς εις την Ελλάδα επαγγέλλεται την θρησκείαν του ελευθέρως και δια την λατρείαν αυτής έχει ίσην υπεράσπισιν. Η δε της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι θρησκεία της Επικρατείας». Πράγματι, αφενός η θρησκευτική ελευθερία κατοχυρώθηκε ως δικαίωμα όλων, ενώ αφετέρου η αρχική προσέγγιση στην ιδιότητα του Έλληνα πολίτη συνδυάστηκε με την Χριστιανική πίστη, στο μέτρο που η Ορθόδοξη Χριστιανική θρησκεία παρέμεινε συστατικό στοιχείο της Ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Επρόκειτο για μια ενδιαφέρουσα ισορροπία η οποία (με την Τροιζήνα και τη διατύπωση «θρησκεία της Επικρατείας») απέφυγε τη διαμόρφωση μιας αμιγώς Χριστιανικής Πολιτείας, μιας Res publica Christiana.

Περισσότερο κεντρικό υπήρξε το αίτημα για Ελευθερία στα χρόνια των επαναστατικών συνταγμάτων. Η Ελευθερία στη σύντομη δεκαετία του 1820 αναφέρεται σε τρεις όψεις: (α) ανεξαρτησία, (β) ατομική ελευθερία στο πλαίσιο των ατομικών δικαιωμάτων και (γ) πολιτειακή συγκρότηση μέσω της οποίας μπορεί να ολοκληρωθεί η ελευθερία.

Ως προς την ατομική ελευθερία, γνωρίζουμε ότι η κατοχύρωση ατομικών δικαιωμάτων ξεκίνησε πράγματι με τα πρώτα επαναστατικά Συντάγματα. Το Σύνταγμα της Επιδαύρου (1822), προέβλεπε την ισότητα έναντι των νόμων και την προστασία της ιδιοκτησίας. Στο Σύνταγμα του Άστρους (1823) προβλέπονταν η ελευθερία της έκφρασης και του τύπου και η αρχή του νόμιμου δικαστή. Το Σύνταγμα της Τροιζήνας (1827) επέκτεινε τις εγγυήσεις αυτές, ενώ κατοχύρωσε την θρησκευτική ελευθερία, καθώς και το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου.

Κατά τη γνωστή διατύπωση του Αλεξάνδρου Σβώλου, στο Σύνταγμα της Τροιζήνας το πολίτευμα είναι «εμπνευσμένον τόσον εντόνως από τας δημοκρατικάς και φιλελεύθερας ιδέας, ώστε δικαίως ελέχθη ότι υπερέβαινε τα ισχύοντα τότε εν Ευρώπη».

Πρέπει όμως να προσθέσουμε ότι η Ελευθερία αντιμετωπίζεται με τρόπο συνολικότερο από αυτό που αναφέρεται στο κρισιμότατο, βεβαίως, πεδίο των ατομικών δικαιωμάτων. Η άμεση σύνδεση, την οποία διαπιστώσαμε, της Ελευθερίας με την Ανεξαρτησία από τη Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος (όπου Ελεύθερος είναι ο Ανεξάρτητος), σηματοδοτεί μια γενικότερη προσέγγιση που επιβιώνει μέχρι και την Τροιζήνα: την ιδέα του ανεξάρτητου και με αυτή την έννοια ελεύθερου Πολίτη που μπορεί να υπάρξει μόνο σε μια ανεξάρτητη και ελεύθερη Πολιτεία. Η δομική προσέγγιση που υιοθετείται από το Σύνταγμα της Επιδαύρου και τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, περιλαμβάνει την ελευθερία σαν αξία και καταδικάζει την δουλεία.

Δεν πρόκειται για την «αρνητική ελευθερία» του εξελισσόμενου φιλελευθερισμού, στο όνομα του οποίου – και με σειρά αναδρομικών θεμελιώσεων – επιχειρείται να αντιπαρατεθούν σχηματικά οι «εθνικές», «ταξικές» και «φιλελεύθερες» ερμηνείες της Επανάστασης.

Πρόκειται για την αναδυόμενη αντίληψη για μια Ελληνική Res publica, μια αντίληψη που αντανακλάται με διαφορετικές αποχρώσεις και στα τρία Συντάγματα. Στα δύο πρώτα, η πολυαρχία (με συλλογική ηγεσία της Πολιτείας) εκφράζει τόσο την επίδραση των Συνταγμάτων της Γαλλικής Επανάστασης (με το Διευθυντήριο) όσο και την υποκείμενη Ελληνική πολιτική μορφολογία των επιμέρους κοινών. Ενώ με το τρίτο, το Σύνταγμα της Τροιζήνας, η προσέγγιση του υποδείγματος του Συντάγματος των ΗΠΑ εκφράζει τόσο την αγωνία των κρίσιμων στιγμών για την έκβαση του Αγώνα, λίγους μήνες πριν το Ναβαρίνο, όσο και την προσωρινή σύγκλιση ρωσόφιλων και αγγλόφιλων πρωταγωνιστών κάτω από ένα αμερικανικής έμπνευσης θεσμικό σχεδίασμα.

Η διεθνής πραγματικότητα

Ήδη στην Επίδαυρο, ο χαρακτηρισμός του «Προσωρινού» Πολιτεύματος συνδεόταν φυσικά με το γεγονός ότι η Επανάσταση βρισκόταν σε εξέλιξη και οι πολεμικές επιχειρήσεις καθώς και οι διπλωματικές προσπάθειες συνεχιζόταν, αλλά εξέφραζε κυρίως την πρόθεση της Συνέλευσης να αποφύγει την αντίδραση της Ιεράς Συμμαχίας και των απολυταρχικών κύκλων της Ευρώπης. Το σύνταγμα μιας μικρής χώρας, που καθιέρωνε ρεπουμπλικανικό πολίτευμα, αποτελούσε εξαίρεση ανάμεσα στα μοναρχικά καθεστώτα της περιόδου. Στη δεκαετία του 1820, μετά το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων και την κυριαρχία της μοναρχικής παλινόρθωσης, σε όλη την Ευρώπη μόνον η Ελβετία είχε ρεπουμπλικανική μορφή καθεστώτος.

Τα επαναστατικά συντάγματα, σε συνδυασμό και με κάποια από τα τοπικά πολιτεύματα, διαμορφώνουν μια προσέγγιση στην Ελληνική Πολιτεία που αναφέρεται στις ιστορικές παραδόσεις της ελληνορωμαϊκής πολιτικής παράδοσης και της έννοιας του δημοσίου πράγματος, res publica, όπως διαθλώνται μέσω του έργου στοχαστών του 16ου, 17ου και 18ου αιώνα. Παράλληλα, η σχεδιαζόμενη νέα Ελληνική res publica αποτελούσε κομμάτι μιας γενικότερης, συναρπαστικής αλλά βραχύβιας Νοτιοευρωπαϊκής ρεπουμπλικανικής περιόδου. Μιας περιόδου που ουσιαστικά ξεκινά με το Ισπανικό Σύνταγμα του 1812, βραχύβιο αλλά εμβληματικό, και συνεχίζεται – μέσα σε πολύ διαφορετικές συνθήκες αλλά και με αξιοσημείωτα κοινά στοιχεία – με το Πορτογαλικό σύνταγμα του 1821 και τα Ελληνικά επαναστατικά συντάγματα του 1822, 1823 και 1827.

Το Σύνταγμα της Τροιζήνας καθιέρωσε την πλήρη διάκριση των εξουσιών (άρθρ. 36 – 42 Σ. Τροιζ.). «Η κυριαρχία του Έθνους διαιρείται εις τρεις εξουσίας· Νομοθετικήν, Νομοτελεστικήν και Δικαστικήν.

Στο άρθρο 5 του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος» καθιερώνεται για πρώτη φορά ρητά η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, ορίζοντας ότι «η Κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος· πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού, και υπάρχει υπέρ αυτού». Πρόκειται για τη ρητή διακήρυξη επαναλήφθηκε σχεδόν αυτούσια σε όλα τα Συντάγματα, από το 1864 μέχρι σήμερα.

Παράλληλα όμως στην Τροιζήνα, η Εθνοσυνέλευση, προτού ψηφίσει το Σύνταγμα και μετά από δύσκολες πολιτικές διαβουλεύσεις, εξέλεξε με ψήφισμα της τον Καποδίστρια «Κυβερνήτη της Ελλάδος». Το σκεπτικό που ώθησε στην επιλογή του Καποδίστρια εκτίθεται – με κάθε έννοια – στον πρόλογο του σχετικού ψηφίσματος:

«...Η Εθνική Συνέλευσις, θεωρεί ότι η υψηλή επιστήμη του κυβερνάν την πολιτείαν και φέρειν προς ευδαιμονίαν τα έθνη, η εξωτερική και εσωτερική πολιτική, απαιτεί πολλήν πείραν και πολλά φώτα, τα οποία ο βάρβαρος Οθωμανός δεν επέτρεψε ποτέ εις τους Έλληνες. Θεωρεί ότι απαιτείται επικεφαλής της Ελληνικής Πολιτείας ο κατά πράξιν και θεωρίαν πολιτικός Έλλην, διά να κυβερνήση κατά τον σκοπόν της πολιτικής κοινωνίας...»

Οι λόγοι αποτυχίας της βραχύβιας ρεπουμπλικανικής περιόδου της Εθνεγερσίας είναι βέβαια σύνθετες και έχουν ως αφετηρία τις συνθήκες πριν την έλευση του Κυβερνήτη. Με την ανάληψη της εξουσίας, την ουσιαστική αναστολή του Συντάγματος, την συστηματική αλλά ασύμμετρη προσπάθεια αυταρχικής ανάτασης και την τραγική κατάληξη της, η περίοδος Καποδίστρια σήμανε ταυτόχρονα και το τέλος της σύντομης δεκαετίας του 1820, μιας περιόδου γεμάτης με ανολοκλήρωτες και μη πραγματοποιηθείσες δυνατότητες. Οι ξενόφερτες Μοναρχίες, ανεξαρτήτως προθέσεων, σήμαναν για την ελληνική πολιτική μια ασύμβατη και – εκ του αποτελέσματος κρινόμενη – διχαστική συμβολή. Αλλά για τη δυναμική της σύντομης δεκαετίας του 1820 και τη σημερινή σημασία της, θα χρειαστεί να συνεχίσουμε και να ολοκληρώσουμε τις σκέψεις μας στο επόμενο άρθρο.

Δημοφιλή