Η δημοσιονομική ισχύς της ΕΕ εν καιρώ πανδημίας

Mία προσέγγιση κόστους - οφέλους
Stadtratte via Getty Images

Η έννοια της ισχύος στον επιστημονικό κλάδο των Διεθνών Σχέσεων λαμβάνει ποικίλες συγκοινωνούσες ερμηνείες, οι οποίες εφάπτονται της υλικής της διάστασης, της δυνατότητας ή ακόμα, και του νομιμοποιημένου δικαιώματος άσκησης εξουσίας επί ενός μικρότερου ή μεγαλύτερου συνόλου (πχ. πατρική ή κρατική εξουσία), αλλά και της μύχιας διάστασης της άσκησης επιρροής σε ομάδες ποικιλόμορφης υπόστασης. Ένα από τα κομβικά χαρακτηριστικά της ισχύος, ανεξαρτήτως της ερμηνείας που επιλέγεται, αποτελεί η δυνατότητα αξιολόγησης της έντασής της, με άλλα λόγια η προσμέτρηση της αποτελεσματικότητάς της. Η προσμέτρηση αυτή είναι που αποδίδει στην ισχύ την πτυχή μίας σχετικής και συγκριτικώς νοούμενης έννοιας. Πέραν, ωστόσο, της προσμέτρησης της συνολικής ισχύος ενός δρώντα (κρατικού, μη κρατικού ή διεθνούς οργανισμού) σε σύγκριση με αυτή ενός άλλου, προκρίνεται συνήθως περισσότερο σκόπιμη η αξιολόγηση επιμέρους μορφών – κατηγοριών που την αποτελούν, των καλούμενων, κατά την επιστημονική ορολογία, συντελεστών ισχύος, η εκτίμηση των οποίων προκύπτει στη βάση του βαθμού και της ποιότητας αλληλεξάρτησης και όχι της σύγκρισής τους, λόγω της διαφορετικής φύσης τους. Αυτοί, διακρίνονται ονομαστικά στους υλικούς (γεωγραφία, πληθυσμός, πηγές πλούτου, ένοπλες δυνάμεις), τους λειτουργικούς (πολιτικό σύστημα, διοίκηση, στρατιωτική κινητοποίηση, θέση στο Διεθνές Σύστημα) και τους υποκειμενικούς (ηγεσία, κύρος του δρώντα).

Σ’ ένα κρατοκεντρικό Διεθνές Σύστημα, η ΕΕ, παρόλο που δεν άπτεται των προλεχθέντων μορφών δρώντων, αλλά προσιδιάζει σε ένα θεσμικό οικοδόμημα με στοιχεία διακυβερνητικού και υπερεθνικού χαρακτήρα, στο πλαίσιο του οποίου τα Κράτη – μέλη εκχωρούν μέρος της εθνικής τους κυριαρχίας σε μία βάση αλληλοεξαρτώμενων εθνικών συμφερόντων, προς απόκτηση μεγαλύτερων ωφελειών πολιτικής, οικονομικής και θεσμικής φύσεως και ευχερέστερη πρόσβαση σε δημόσια αγαθά, λειτουργεί εν πολλοίς στη διαρθρωτική βάση των δρώντων αυτών. Κατά συνέπεια, η Ένωση διαθέτει συντελεστές ισχύος, οι οποίοι, ωστόσο, τείνουν να εμφανίζουν ένα βαθμό ιδιορρυθμίας από τις καθεστηκυίες δομές. Αυτό συμβαίνει διότι η ΕΕ συνιστά θεσμική οντότητα με αρμοδιότητες επαυξημένες συγκριτικά με εκείνες ενός διεθνούς οργανισμού ή ακόμα και μίας συμμαχίας Κρατών, αλλά, συγχρόνως με εύρος άσκησης εξουσιών επί των μελών της μικρότερο από εκείνο που κατέχει το Κράτος επί των πολιτών του. Επομένως, η ιδιομορφία των συντελεστών ισχύος της συνίσταται στο γεγονός ότι απορρέουν μεν από τις κοινά συντονισμένες από τα Κράτη - μέλη πολιτικές που η ΕΕ εφαρμόζει, δίχως, όμως δε, να εξαλείφουν την ύπαρξη των διακριτών συντελεστών ισχύος κάθε Κράτους που την αποτελεί.

Βάσει των παραπάνω, η δημοσιονομική ισχύς της ΕΕ, η οποία συνιστά έναν συντελεστή ισχύος που απορρέει από τη δημοσιονομική της πολιτική (συλλήβδην η πολιτική ρύθμισης των εσόδων και των εξόδων της Ένωσης), που με τη σειρά της εδράζεται στην εφαρμογή κοινών δημοσιονομικών κανόνων μεταξύ των Κρατών – μελών της ΕΕ και στη χρήση κοινού νομίσματος, του Ευρώ, δύναται να ερμηνευθεί με δύο τρόπους: α) είτε σε συγκριτική βάση ως προς την αντίστοιχη δημοσιονομική ισχύ άλλων δρώντων β) είτε στη βάση της αξιολόγησης της αλληλεξάρτησής της ως υλικού συντελεστή προς άλλους συντελεστές ισχύος της ίδιας της Ένωσης.

Ωστόσο, η πρώτη προσέγγιση στερείται ως προς την περίοδο της έξαρσης της πανδημίας του κορωνοϊού ιδιαίτερα αξιόπιστης ερμηνείας, στοιχείο που προκύπτει από τις ασυμμετρίες των ισχυρότερων δρώντων του διεθνούς συστήματος. Σε αντίθεση με την ΕΕ, στο εσωτερικό της οποίας δείχνει να βρίσκεται σε ύφεση το κατά πολλούς ‘’πρώτο κύμα’’ του ιού, η πανδημία εξακολουθεί να βρίσκεται σε έξαρση, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στη Ρωσία, ενώ συγχρόνως η αυταρχική φύση των καθεστώτων της Κίνας και της Ρωσίας δεν αποκλείει την εκούσια απόκρυψη στοιχείων, όπως του αριθμού καταγραμμένων κρουσμάτων ή νεκρών ή των πραγματικών συνεπειών του COVID – 19 στις οικονομίες τους. Επομένως, κρίνεται ως ασφαλέστερη προς το παρόν η ερμηνεία της δημοσιονομικής ισχύος της ΕΕ βάσει της δεύτερης προσέγγισης. Αυτή καθίσταται συνυφασμένη με τον λόγο των δημοσιονομικών μέτρων ανάσχεσης των οικονομικών συνεπειών του ιού, που ελήφθησαν στο πλαίσιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), ως προς την δυνατότητα των μέτρων αυτών να επιδράσουν θετικά ή αρνητικά στον συντελεστή του κύρους της ΟΝΕ και επομένως, στη δυνατότητα αυτού να λειτουργήσει θελκτικά ή μη προς τρίτα Κράτη.

Είναι γεγονός ότι από το 2009 και έπειτα, τα σενάρια περί κατάρρευσης τόσο της ΟΝΕ, όσο και του ευρύτερου οικοδομήματος της ΕΕ βρίθουν, γνωρίζοντας περιόδους έντασης και ύφεσης. Η δημοσιονομική αστάθεια για περίπου μία δεκαετία η κρίση χρέους, η μεταναστευτική κρίση στα Νότια και Ανατολικά σύνορα της Ένωσης, η απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρίσει από αυτή και τέλος, το αναπάντεχο ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης του COVID – 19 προκάλεσαν προστριβές πολιτικού χαρακτήρα και οικονομικό κλονισμό στην ΕΕ, ενισχύοντας τους ισχυρισμούς πως σε περιόδους εκτεταμένων κρίσεων, όπως αυτές, είναι πιθανότερο τα Κράτη – μέλη να λειτουργήσουν στη βάση του εθνικού συμφέροντος και όχι της βασικής αρχής συγκρότησης της Ένωσης, της αλληλεγγύης.

Στην περίπτωση της αντιμετώπισης της κρίσης του κορωνοϊού, η Ένωση έδειξε εν πρώτοις να διαψεύδει τους αρνητές της. Αντέδρασε με γρήγορα αντανακλαστικά για την εύρεση πολυεπίπεδων και εξατομικευμένων μέτρων εντός του θεσμικού πλαισίου της ΟΝΕ με σκοπό την διαχείριση των οικονομικών και κοινωνικών κραδασμών που επέφερε η πανδημία, ώστε να διατηρηθεί η δημοσιονομική σταθερότητα στο εσωτερικό των μελών της. Στο πλαίσιο αυτό η ΕΕ πρόκειται να κινητοποιήσει περισσότερα από 1 τρις Ευρώ μέσω του αναθεωρημένου προϋπολογισμού για το 2020, του νέου Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου για την περίοδο 2021 – 2027, της ανακατανομής των πόρων από το Ταμείο Συνοχής, της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και της δανειοδότησης των Κρατών – μελών από το την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας αντίστοιχα, της σύστασης νέων προγραμμάτων έκτακτης ανάγκης, όπως το πρόγραμμα SURE και της ενίσχυσης της ευελιξίας του κανονιστικού δημοσιονομικού πλαισίου της Ένωσης για την ανάκαμψη της ρευστότητας, της επενδυτικής δραστηριότητας, της προστασίας των θέσεων εργασίας και την προστασία των προτεραιοτήτων της ΕΕ. Μάλιστα, προς την επίρρωση των ίδιων στόχων η ΕΚΤ εξήγγειλε το Μάρτιο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω της πανδημίας ύψους 750 δισ. €, το οποίο στις 4 Ιουνίου επέκτεινε κατά 600 δις.

Τόσο η επάρκειά όσο και η επιτυχής εφαρμογή των μέτρων αυτών (αυτό που η ΕΕ θέτει ως value for money) αναμένεται να αξιολογηθεί στο διττό επίπεδο εσωτερικού και εξωτερικού ελέγχου της ΕΕ. Μάλιστα, το αρμόδιο όργανο εξωτερικού ελέγχου, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, έχει ήδη αναπροσαρμόσει το πρόγραμμα αξιολόγησής του, θέτοντας ως πρώτιστο μέλημά του την αξιολόγηση της ανταπόκριση της ΕΕ στις υγειονομικές και οικονομικές πιέσεις του COVID – 19. Όμως, είναι η βιωσιμότητα των δημοσιονομικών μέτρων στο διηνεκές και όχι η πολυσχιδής φύση τους καθεαυτή ή η ανταπόκρισή τους σε βραχυπρόθεσμο πλαίσιο το κλειδί προς την ενίσχυση της δημοσιονομικής ισχύος της Ένωσης και αυτό διότι σε αντίθετη περίπτωση, όπως σημειώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ‘’η κρίση θα οδηγήσει σε σοβαρές στρεβλώσεις στην Ενιαία Αγορά και παγιωμένες οικονομικές, χρηματοπιστωτικές και κοινωνικές αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ που θα μπορούσαν απειλεί τελικά τη σταθερότητα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης’’.

Παρά ταύτα, στο σημείο αυτό εντοπίζονται ορισμένα κωλύματα, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν ανασταλτικά. Καταρχάς, εκκινώντας από αμιγώς οικονομικά κριτήρια η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των παραπάνω μέτρων δεν είναι διασφαλισμένη. Για παράδειγμα, όταν το πακέτο υποστήριξης ανακοινώθηκε από την ΕΚΤ τον Μάρτιο εξαντληθεί, τα Κράτη – μέλη της ΟΝΕ, ιδίως όσα επλήγησαν δημοσιονομικά τα μέγιστα από την κρίση του κορωνοϊού, όπως η Ιταλία, είναι αναμενόμενο να αναζητήσουν περαιτέρω τρόπους επέκτασης του φορτίου του χρέους τους.

Από την άλλη πλευρά, η δημοσιονομική αξιοπιστία ενός δρώντα είναι άμεσα συνυφασμένη με την πολιτική του συνοχή. Ωστόσο, η πρόσφατη απόφαση της 5ης Μαΐου του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου κατά της αναλογικότητας του προγράμματος αγορών του δημόσιου τομέα (PSPP) της ΕΚΤ αναδεικνύει τις εσωτερικές παθογένειες της ολοκλήρωσης, σε μία Ένωση που, παρά τα σχεδόν 70 χρόνια, αμοιβαίας οικονομικής, πρωτίστως, σύμπλευσης, διατηρεί ακόμη ισχυρό χάσμα Βορρά-Νότου. Ταυτόχρονα, η έλλειψη κοινής εξωτερικής πολιτικής στην ΕΕ, ιδίως στον τομέα της μεταναστευτικής κρίσης, διευρύνει τις εσωτερικές πολιτικές διαιρέσεις, επιδρώντας αρνητικά στην απήχηση της δημοσιονομικής ισχύος της ΟΝΕ. Ακόμη, η αναντιστοιχία μεταξύ των πολυάριθμων προγραμμάτων και δράσεων που υιοθετήθηκαν για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος και της επιδίωξης της μακροχρόνιας υψηλής απόδοσής τους επιβεβαιώνει τον παραπάνω ισχυρισμό πως η ποσοτική διάσταση δεν εγγυάται απαραίτητα την βέλτιστη ποιοτική αποτύπωσή της ελλείψει κοινά συντονισμένης πολιτικής δράσης, θέμα που άπτεται της αναγκαιότητας διεύρυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Στη μετά - κορωνοϊού εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται από την ‘’αμερικανική αποκέντρωση’’, τόσο σε πολιτικό και στρατιωτικό, όσο και σε δημοσιονομικό επίπεδο, η επιτυχής ανάδειξη της δημοσιονομικής ισχύος της ΕΕ ως πόλου έλξης κρίνεται πολυπαραγοντική. Η πολυδιάστατη φύση των μέτρων αντιμετώπισης των συνεπειών του ιού δεν είναι καθεαυτή επαρκής. Αντίθετα, είναι άμεσα συνυφασμένη τόσο με την μακροχρόνια βιωσιμότητα αυτών όσο και με την διασφάλιση πολιτικής συνοχής εντός της Ένωσης, έτσι ώστε να ενισχυθεί η αξιοπιστία της δημοσιονομικής της ισχύος. Η ύπαρξη ή μη ενός πιθανολογούμενου δεύτερου κύματος του ιού, καθώς και ο ταχύς υπερκερασμός των εσωτερικών παθογενειών που διχάζουν την ΕΕ, η αξιολόγηση των οποίων δε θα αργήσει να αποτυπωθεί στις αναφορές του Συνεδρίου, θα επιβεβαιώσουν το καλύτερο ή το χειρότερο σενάριο της πορείας της ενωσιακής δημοσιονομικής ισχύος.

Δημοφιλή