Η δύσκολη διαπραγμάτευση της ΕΕ με την Τουρκία

"O Ερντογάν δείχνει να κατάλαβε πως όσο σκληραίνει τη στάση του, τόσο περισσότερο δυσκολεύει τη διαπραγματευτική του θέση”
ASSOCIATED PRESS

Μετά από 11 ημέρες απειλών και επιθετικών ενεργειών κατά της Ελλάδας από την πλευρά της τουρκικής Κυβέρνησης, ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν ταξίδεψε στις Βρυξέλλες για να συναντηθεί με την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να διαπραγματευθεί με τον επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ και την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Το αντικείμενο συγκεκριμένο: Λεφτά για το προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα.

Από τις 28 Φεβρουαρίου, όταν η τουρκική Κυβέρνηση ανακοίνωσε μονομερώς την προώθηση μεταναστών και προσφύγων προς τα ελληνοτουρκικά σύνορα και προσπάθησε με πολλούς τρόπους να τα διασπάσει για να εκβιάσει την Ευρώπη, ήταν φανερό ότι η περίφημη “δήλωση Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας” για τη διαχείριση του προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος είχε καταργηθεί στην πράξη.

Η επιδίωξη του Τούρκου Προέδρου ήταν πολλαπλή. Θέλει και καινούργια χρήματα, πέραν των 6 δισεκατομμυρίων που είχαν συμφωνηθεί το 2016 και τα οποία αναμένεται να εκταμιευθούν εξ ολοκλήρου μέχρι το 3ο τρίμηνο της χρονιάς. Θέλει όμως και τήρηση της παλαιάς υπόσχεσης που του είχε δώσει η ΕΕ για κατάργηση της βίζας για τους Τούρκους υπηκόους. Και θέλει επίσης και δέσμευση για οικονομική στήριξη του σχεδίου του για μετεγκατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων Σύρων προσφύγων που βρίσκονται σήμερα στην Τουρκία, σε νέες πόλεις που σχεδιάζει να κατασκευαστούν στο Ίντλιμπ και την υπόλοιπη βόρεια Συρία που ελέγχουν τα τουρκικά στρατεύματα και Σύροι ισλαμιστές αντάρτες.

Σύμφωνα με πληροφορίες από πηγή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο Τούρκος Πρόεδρος και ο Υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου έθιξαν όλα αυτά τα ζητήματα, επιχειρηματολογώντας πως η ΕΕ έχει αθετήσει τις υποσχέσεις της απέναντι στην Τουρκία και πως δεν είναι δυνατόν η χώρα τους να φιλοξενήσει 3,5 εκατομμύρια Σύρους πρόσφυγες για πολλά χρόνια ακόμη. Έθεσαν επίσης το ζήτημα της δημιουργίας ζώνης ασφαλείας στο Ίντλιμπ και την αποστολή εκεί ανθρωπιστικής βοήθειας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Οι ηγέτες της ΕΕ ήταν εξαρχής σε αμήχανη θέση απέναντι στον Τούρκο Πρόεδρο, καθώς δεν υπάρχει ομοφωνία στους κόλπους των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το τι ύψους βοήθεια πρέπει να δοθεί στην Τουρκία. Κάποιοι έκαναν λόγο για ένα δισεκατομμύριο ευρώ, άλλοι για μόνο 500 εκατομμύρια από κονδύλια της Κομισιόν και άλλοι για νέο μεγάλο πακέτο πολλών δικσεκατομμυρίων. Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν υπάρχει συμφωνία στην ΕΕ για τον επταετή προϋπολογισμό 2021~2027 και έτσι κανείς δεν μπορεί να δεσμευθεί ουσιαστικά απέναντι στην Τουρκία για κάποιο συγκεκριμένο ποσό, αφού ουδείς γνωρίζει από ποιά κονδύλια θα βγούνε αυτά τα ποσά.

Μεγάλη δυσκολία υπάρχει επίσης και με το ζήτημα της απελευθέρωσης της βίζας, αφού το συγκεκριμένο θέμα συνδέεται με τα κριτήρια της Κοπεγχάγης που προβλέπουν μεταξύ των άλλων τήρηση του κράτους δικαίου στο συγκεκριμένο κράτος και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Προφανώς αυτές οι προϋποθέσεις δεν τηρούνται ούτε κατά διάνοια στην Τουρκία, αλλά ακόμη και να ήθελε η Κομισιόν και το Συμβούλιο να κάνει τα στραβά μάτια και να κάνει το χατήρι της Τουρκίας, το γεγονός ότι η συγκεκριμένη διαδικασία θα πρέπει να εγκριθεί από διάφορα αυστηρά Κοινοβούλια (όπως πχ της Ολλανδίας), κάνουν την όλη υπόθεση απολύτως μη ρεαλιστική.

Ένα επιπλέον πρόβλημα, το οποίο προέκυψε τις τελευταίες εβδομάδες, είναι το γεγονός της επιδημίας του κορονοϊού, η οποία τείνει να λάβει τη μορφή εθνικής κρίσης σε ορισμένες χώρες, όπως η Ιταλία. Σε αυτό το χρονικό και ψυχολογικό πλαίσιο είναι εξαιρετικά δύσκολο για πολλές χώρες να δεσμεύσουν κονδύλια για το προσφυγικό, τη στιγμή που αναμένεται να κληθούν να αντιμετωπίσουν υπέρογκα και μη προβλεφθέντα έξοδα στους εθνικούς προϋπολογισμούς για την αντιμετώπιση της κρίσης. Δυσκολία υπάρχει επίσης στο ζήτημα του τρόπου διοχεύτεσης των όποιων χρημάτων, καθώς η Άγκυρα επιμένει να σταματήσουν οι πληρωμές προς ΜΚΟ και διεθνείς οργανισμούς αρωγής των προσφύγων και τα χρήματα να πηγαίνουν κατευθείαν στα ταμεία του τουρκικού κράτους. Η συγκεκριμένη απαίτηση συναντά τη σθεναρή άρνηση ορισμένων κρατών-μελών της ΕΕ, όπως η Ολλανδία και η Σουηδία.

Ένα τελευταίο, αλλά όχι έσχατο πρόβλημα είναι πως με τη σθεναρή της στάση η Ελλάδα έπεισε κάποιες κυβερνήσεις ότι το προσφυγικό/μεταναστευτικό μπορεί να λυθεί de facto με την πολιτική της σκληρής αποτροπής που εφάρμοσε η Ελλάδα στα σύνορά της και πως η Ευρώπη δεν μπορεί να πληρώνει διαρκώς χρήματα στην Τουρκία, αφού η Άγκυρα δεν μπορεί πλέον να εκβιάζει την ΕΕ με προσφυγικές/μεταναστευτικές ροές.

Σε αυτό το πολύ δύσκολο πλαίσιο, η συνάντηση των Βρυξελλών ήταν μια πρώτη προσπάθεια να υπάρξει επαναπροσέγγιση ανάμεσα στα δυο μέρη και αυτό που συμφωνήθηκε είναι πως μέσα στις επόμενες ημέρες και εβδομάδες ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ και ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών θα εξετάσουν τα κενά της συμφωνίας και θα προσπαθήσουν τις επόμενες εβδομάδες να γεφυρώσουν τις διαφορές με αμοιβαίους συμβιβασμούς. Ακολούθως, και εφόσον υπάρξει επαρκής πρόοδος στις συνομιλίες, θα διεξαχθεί μια καινούργια Σύνοδος Κορυφής ΕΕ-Τουρκίας για να επικυρώσει τη συμφωνία.

Το ζήτημα του Έβρου και του Αιγαίου

Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών, η πλευρά του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έθεσε με σαφήνεια το ζήτημα του τερματισμού της προώθησης μεταναστών προς τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Ο Τούρκος Πρόεδρος δεν θέλησε να δεσμευθεί ότι θα σταματήσουν οι ροές προς τα σύνορα αλλά έγινε σαφές ότι για να υπάρξει συμφωνία θα πρέπει να σταματήσει αυτή η πίεση και η τουρκική πλευρά φάνηκε να κατανοεί αυτήν τη θέση, όπως ανέφερε στο Kappa News πηγή του Συμβουλίου.

Ο Τούρκος Πρόεδρος έσπευσε να αποχωρήσει αμέσως μετά τη λήξη της συνάντησης και να μην παραστεί στην κοινή συνέντευξη Τύπου, θέλοντας μάλλον να κρατήσει κλειστά τα χαρτιά του, παρά να επιδείξει δυσαρέσκεια για το αποτέλεσμα της συνάντησης, το οποίο χαρακτηρίστηκε ’εποικοδομητικό”. Απομένει βέβαια να φανεί στην πράξη τι θέλει να κάνει ο Τούρκος Πρόεδρος και αν θα επιλέξει τη συνέχιση της έντασης και την όξυνσή της ή θα επιλέξει το δρόμο του συμβιβασμού. Ήδη όμως ανήγγειλε συνάντηση στο ανώτατο επίπεδο με τη Γερμανίδα Καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ και τον Γάλλο Πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν στη Κωνσταντινούπολη στις 17 Μαρτίου. Όπως σχολίασε μετά τη συνάντηση έμπειρος Ευρωπαίος διπλωμάτης, “ο Ερντογάν δείχνει να κατάλαβε πως όσο σκληραίνει τη στάση του, τόσο περισσότερο δυσκολεύει τη διαπραγματευτική του θέση”. Οι επόμενες ώρες και ημέρες στον Έβρο και στο Αιγαίο θα δείξουν αν ισχύει κάτι τέτοιο.

Πρώτη δημοσίευση στο Kappa News

Δημοφιλή