Η Δικαιοσύνη κινδυνεύει

Η κατάσταση βρίσκεται σε τόσο κρίσιμη καμπή, που δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια πολιτικών και συνδικαλιστικών παιχνιδιών.
.
.
Getty

Σε μια δημοκρατική χώρα, όπου υπάρχει πραγματικό κράτος δικαίου και όχι κατ’επίφαση, κανένας κρατικός ή ακόμα και ιδιωτικός θεσμός δεν μπορεί να λειτουργήσει κανονικά, αν δεν απολαμβάνει τουλάχιστον ένα σεβαστό ποσοστό εμπιστοσύνης και αναγνώρισης από τους πολίτες.

Το ποσοστό ποικίλει κατά περίπτωση και εποχή.

Εξαρτάται δε από το έργο που παράγει ο θεσμός.

Την ειλικρίνεια, την αμεσότητα, την ταχύτητα και τον τρόπο που παράγεται. Το ποσοστό της ικανοποίησης στα αιτήματα των πολιτών, που προσφεύγουν σε αυτόν, και που αν υπερβαίνει το 51% ξεπερνάει το τυχαίο, την αύρα της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας που τον περιβάλλουν, την εξωστρέφεια, την ευγένεια και προπαντός την κατανόηση στα προβλήματα των πολιτών και όχι την επίδειξη και την αυθάδεια του αξιώματος από τα στελέχη που τον πλαισιώνουν και όλα αυτά επιτυγχάνονται όταν οι αρμόδιοι προσβλέπουν στο δημόσιο και όχι στο πολιτικό-πελατειακό ή ατομικό συμφέρον.

Η αναγνώριση και η εμπιστοσύνη των πολιτών σε ένα θεσμό είναι μέγεθος μετρήσιμο με διαφόρους μεθόδους, με σπουδαιότερη τη δημοσκόπηση η οποία μετρά και επί μέρους παραμέτρους και η αξιοπιστία της εξαρτάται από τον αριθμό των συμμετοχών.

Υπάρχουν και άλλοι κατά περίπτωση τρόποι, όπως το αυθόρμητο χειροκρότημα, ο χαιρετισμός στο δρόμο, οι εκδηλώσεις σεβασμού και η επιβίωση της φήμης.

Γενικά είναι πολύ δύσκολος ο έπαινος των σοφιστών και του δήμου, όπως λέει ο ποιητής , πράγμα που το ξέρουν πολύ καλά οι πολιτικοί, που πολλές φορές αυταπατώνται με τον έπαινο των παρατρεχάμενων (Μαυρογιαλούρος).

Κάθε θεσμός διανύει ένα βιολογικό κύκλο και στο τέλος νομοτελειακά αντικαθίσταται από ένα καινούργιο.

Θεσμοί που δεν μπόρεσαν να εκσυγχρονισθούν για να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των πολιτών αυτοαναιρούνται και το κενό καλύπτεται από νέους σχηματισμούς και έτσι κάποιοι από τους παλιούς ανεπαισθήτως κλείνονται από τα τείχη έξω.

Κανονικά κατά τακτικά χρονικά κάθε θεσμός πρέπει να αξιολογείται από αντικειμενικούς αξιολογητές που συντάσσουν εκθέσεις αξιολογήσεως με συγκεκριμένα ερωτήματα και δημοσκοπικά με μέτρηση της εμπιστοσύνης, που απολαμβάνει από τους πολίτες.

Το 2010 ο καθηγητής Πανάς σε πανελλήνια έρευνα και με πολύ μεγάλο δείγμα, αξιολόγησε πολλούς θεσμούς μεταξύ των οποίων και την ελληνική δικαιοσύνη, η οποία απολάμβανε την εμπιστοσύνη των πολιτών σε ποσοστό 64% γεγονός που θεωρήθηκε συγκριτικά με άλλους θεσμούς πολύ ικανοποιητικό.

Έκτοτε δεν γνωρίζω αν έγινε αλλά ούτε και εάν δημοσιοποιήθηκε άλλη έρευνα για την δικαιοσύνη και απορώ, γιατί δεν έχει διεξαχθεί, ίσως γιατί υπήρχαν άλλες προτεραιότητες.

Φοβάμαι όμως ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών στην δικαιοσύνη, δεν περνάει τις ευτυχέστερες ημέρες της.

Εχει μειωθεί αισθητά λόγω της βραδύτητας της απονομής της, της μη αποτελεσματικότητας της, τις αιτιάσεις για την ανάμειξη της στη πολιτική και από τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των δικαστών, αλλά κυρίως λόγω της εμπράκτου απροθυμίας της ίδιας να συμβάλλει στην επίλυση των προβλημάτων της, ιδίως της βραδύτητας απονομής της, που θα μπορούσε να επιλυθεί με την επέκταση του ωραρίου λειτουργίας των ποινικών δικαστηρίων, για την οποία η Ένωση Δικαστών Εισαγγελέων (ΕΔΕ) για λόγους συνδικαλιστικούς αντιδρά.

Οι συνθήκες όμως απονομής της ποινικής και πολιτικής δικαιοσύνης έχουν μεταβληθεί επί τα χείρω, κατάσταση που προϋπήρχε και με τη λήψη των λόγω πανδημίας περιοριστικών μέτρων στη λειτουργία τους επιδεινώθηκε, ενώ αντίθετα λόγω της μεγαλύτερης παραμονής των δικαστών στο σπίτι, θα ήταν μια ευκαιρία να επισπευσθεί η έκδοση των εκκρεμών πολιτικών αποφάσεων όχι μόνον της τακτικής διαδικασίας, αλλά των ασφαλιστικών μέτρων και της εκούσιας διαδικασίας, που σε πολλές περιπτώσεις η καθυστέρηση υπερβαίνει τη διετία, μολονότι ο αριθμός των εκδικαζομένων υποθέσεων μειώνεται ετήσια αισθητά.

Εξάλλου η κατάσταση στη διεκπεραίωση των ποινικών υποθέσεων είναι χαώδης, γιατί τώρα εκδικάζονται μόνο οι υποθέσεις που υπόκεινται σε παραγραφή μέχρι τέλους του έτους και των υποδίκων που κρατούνται προσωρινά, οι δε υπόλοιπες αναβάλλονται επ’ αόριστον.

Με τον τρόπον όμως αυτό, στο τέλος θα σωρευθεί τόση ποσότητα αδίκαστων υποθέσεων, που θα είναι αδύνατη η διαχείριση τους και θα αναγκασθεί η Πολιτεία με ειδικό νόμο να παραγράψει όχι μόνο τα ελαφρά πλημμελήματα, λύση στην οποία κατέφευγε μέχρι τώρα κατά τακτά χρονικά διαστήματα, αλλά και βαρεία πλημμελήματα, που θα περιλαμβάνονται και αυτά που ήταν κακουργήματα και με τον νέο Π.Κ. χαρακτηρίστηκαν ως πλημμελήματα.

Σε κάθε περίπτωση θα δημιουργηθεί τέτοιο αδιέξοδο, που τα περισσότερα αδικήματα θα παραγραφούν λόγω παρόδου του χρόνου παραγραφής ακόμα και ενώπιον του Εφετείου.

Δεν θέλω να παριστάνω την Κασσάνδρα, αλλά αν η Πολιτεία δεν αποφασίσει να σπάσει αυγά παίρνοντας με σωστή πληροφόρηση δραστικά μέτρα χωρίς να υπολογίζει το πολιτικό κόστος και αν οι συνδικαλιστικοί φορείς των δικηγόρων και δικαστών δεν αντιληφθούν την κρισιμότητα της κατάστασης, η οποία θα επιδεινώνεται συνεχώς και εάν δεν συνεργαστούν όλοι για την εξεύρεση λύσεως με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και όχι το συνδικαλιστικό και πελατειακό, γρήγορα η Δικαιοσύνη σαν τρίτη λειτουργία του Κράτους δεν θα επιτελεί τον σκοπό της.

Δηλαδή να παρέχει στην κοινωνία δημόσια ασφάλεια και κοινωνική ειρήνη.

Εάν χαθεί αυτό, η συνέπεια θα είναι να χαθεί και η εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα οι πολίτες να μην προσφεύγουν σε αυτή για να βρουν το δίκιο τους και όσοι μπορούν θα καταφύγουν σε άλλες μεθόδους.

Όμως οι απλοί πολίτες και οι πλέον ταλαίπωροι, που και η μικρότερη υπόθεση είναι για αυτούς ζήτημα ζωής και πιστεύουν στην αποστολή της δικαιοσύνης ως το τελευταίο καταφύγιο, θα χάσουν κάθε ελπίδα.

Οι εκ μέρους της Δικαιοσύνης μέχρι τώρα επιτυχείς χειρισμοί στις περιπτώσεις Κουφοντίνα και Λιγνάδη, για τις οποίες έγινε προσπάθεια πολιτικής εκμετάλλευσης, κατέδειξαν τον μεγάλο κίνδυνο εμπλοκής της δικαιοσύνης σε πολιτικά παιχνίδια, που ασφαλώς θα επέβαιναν σε βάρος της, γιατί οσάκις εμπλέκεται η δικαιοσύνη με την πολιτική ζημιώνεται η δικαιοσύνη, με την έννοια, ότι καθένας ερμηνεύει τη δικαστική απόφαση με βάση τις δικές του πολιτικές πεποιθήσεις, αποδίδει στους δικαστές πολιτικά κίνητρα και δεν σέβεται τις δικαστικές αποφάσεις.

Ασφαλώς οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των δικαστών δεν αποτελούν δικαστικούς σχηματισμούς, ούτε οι αποφάσεις τους δικαστικές αποφάσεις, αλλά οι επί παντός θέματος δηλώσεις τους, εκτός του ότι μπορεί να εκληφθούν ως παρεμβάσεις σε ανοικτές δικαστικές διαδικασίες προσφέρονται και για πολιτική εκμετάλλευση.

Ακριβώς για τη επίσημη διευκρίνιση οποιασδήποτε συγχύσεως ως προς το θέμα αυτό, η ηγεσία της πολιτικής Δικαιοσύνης τοποθετήθηκε δημόσια με κοινή ανακοίνωση της προέδρου Α.Π. κ. Α. Αλειφεροπούλου και του εισαγγελέως Α.Π. κ. Β. Πλιώτα τονίζοντας, ότι «η Δικαιοσύνη αποκλειστικά και μόνον εκφράζεται από τις ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες αποφάσεις των αρμοδίων δικαστικών σχηματισμών και όχι από άτομα ή φορείς, που δικαιούνται μεν να διατυπώνουν τις σκέψεις τους και την προσωπική τους γνώμη δημόσια, δεν αποτελούν όμως θεσμοθετημένα δικαιοδοτικά όργανα».

Με την ανακοίνωση αυτή η ηγεσία του Α.Π. όχι μόνο διαχώρισε τη θέση της από την ΕΔΕ, αλλά κατέστησε σαφές ότι οι ανακοινώσεις της αποτελούν προσωπική γνώμη της ηγεσίας της, που φυσικά υπόκειται σε έλεγχο από τα μέλη της σύμφωνα με το καταστατικό της.

Πιστεύω, ότι η κατάσταση της Δικαιοσύνης βρίσκεται σε τόσο κρίσιμη καμπή, που δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια πολιτικών και συνδικαλιστικών παιχνιδιών ούτε συμβιβαστικών λύσεων, γιατί με μερεμέτια δεν επιλύονται τα χρόνια προβλήματα και οι εγγενείς δυσχέρειες.

Ούτε με την δημιουργία νέων ανώτερων θέσεων, γιατί 201 πρόεδροι εφετών, που δεν παράγουν αντίστοιχο έργο, αποτελούν σπατάλη παραγωγικών δυνάμεων και επαναλαμβάνω, ότι το μόνο που μπορεί να βελτιώσει κάπως την κρίσιμη κατάσταση, είναι η λήψη στοχευμένων μέτρων για τα οποία απαιτούνται ειλικρίνεια, ομόνοια, συνεννόηση των εμπλεκομένων τάξεων με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, σκληρή δουλειά, θυσίες και μη εμπλοκή της δικαιοσύνης με την πολιτική.

Με πρόσφατη απόφαση δικαστηρίου του Ηρακλείου Κρήτης απαλλάχθηκε η αναισθησιολόγος γιατρός της κατηγορίας για τον θάνατο της μικρής Μελίνας, δίκη που είχε προκαλέσει το πανελλήνιο ενδιαφέρον λόγω της συγγενικού δεσμού της κατηγορουμένης με πολιτικό πρόσωπο.

Σέβομαι απόλυτα τη δικαστική κρίση, που μόνο με ένδικο μέσο μπορεί να ανατραπεί. Δεν γνωρίζω τη σύνθεση του δικαστηρίου, εικάζω όμως ότι οι δικαστές μπορεί να έχουν κρητική καταγωγή.

Η υπηρεσία ενός δικαστή, αστυνομικού, εφοριακού κλπ στο τόπο καταγωγής του με ορισμένες προϋποθέσεις επιτρέπεται από το νόμο, αλλά αυτό μπορεί να του στερήσει την έξωθεν καλή μαρτυρία και δημιουργεί επιπλέον βαρίδια στην αποστολή του.

Θα ήταν λοιπόν σκόπιμο να θεσπισθεί το κώλυμα εντοπιότητας για την υπηρεσία των παραπάνω όχι μόνο στον τόπο, αλλά και στην περιφέρεια του τόπου καταγωγής των.

Λέανδρος Τ. Ρακιντζής

Αρεοπαγίτης ε.τ.

Δημοφιλή