Atlantic Council: Ποιοι είναι οι «Δούρειοι Ίπποι» της Ρωσίας σε Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία

Οργανισμοί και άτομα που εργάζονται για να υποστηρίξουν ρωσικά συμφέροντα και να υπονομεύουν τη συνοχή της Ευρώπης.

«Οι Δούρειοι Ίπποι του Κρεμλίνου 2.0: Ρωσική επιρροή σε Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία» τιτλοφορείται έρευνα του Atlantic Council (Eurasia Center), με θέμα την άσκηση της ρωσικής επιρροής στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή μέσω της δημιουργίας σχέσεων με «ριζοσπαστικά» πολιτικά κόμματα και ηγέτες, και ανάπτυξης στενών προσωπικών και επιχειρηματικών σχέσεων με «mainstream» Ευρωπαίους πολιτικούς.

«Μέσω αυτών των προσπαθειών, η ρωσική κυβέρνηση έχει αναπτύξει ένα δίκτυο Δούρειων Ίππων: Οργανισμούς και άτομα που εργάζονται για να υποστηρίξουν ρωσικά συμφέροντα και να υπονομεύουν τη συνοχή της Ευρώπης» σημειώνεται στην έρευνα, ενώ τονίζεται πως ένας «διάλογος πάνω στον ρωσικό υβριδικό πόλεμο εναντίον της Δύσης θα έπρεπε να αποτελεί ισχυρό στοιχείο» της πολυμερούς συνεργασίας πάνω στο ζήτημα.

Sputnik Photo Agency / Reuters

Συντελεστές της μελέτης είναι ο Δρ. Μάριος Κουναλάκης (Πανεπιστήμιο Στάνφορντ), ο Δρ. Αντώνης Κλάψης (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου), ο καθηγητής Λουΐτζι Σέρτζιο Τζερμάνι, διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικών Επιστημών και Στρατηγικών Μελετών Τζίνο Τζερμάνι, ο Τζάκοπο Ιακομπόνι, πολιτικός αναλυτής της εφημερίδας La Stampa, ο Φρανσίσκο ντε Μπόρχα Λασέρας, διευθυντής του γραφείου Μαδρίτης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, ο Νικολά ντε Πέντρο, ερευνητής του Κέντρου Διεθνών Σχέσεων Βαρκελώνης και η Δρ. Αλίνα Πολιάκοβα (Ινστιτούτο Brookings).

Όπως σημειώνεται στην έρευνα, η υπόθεση της (όποιας) ρωσικής εμπλοκής στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016 αποτέλεσε σήμα προς τη Δύση ότι οι δημοκρατικές κοινωνίες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στην ξένη επιρροή. «Για δεκαετίες, το Κρεμλίνο δοκιμάζει και εξελίσσει τις επιχειρήσεις επιρροής του στις νέες δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης. Ρωσικές κυβερνοεπιθέσεις, εκστρατείες παραπληροφόρησης και πολιτικοί σύμμαχοι υποστηριζόμενοι από το Κρεμλίνο δεν αποτελούν κάτι νέο στην Ουκρανία και τη Γεωργία, που αποτελούν “εργαστήρια δοκιμών” για τη Μόσχα από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Αν οι διαμορφωτές πολιτικής των ΗΠΑ και της Ευρώπης πρόσεχαν τις ρωσικές δραστηριότητες σε αυτές τις χώρες, τότε ίσως η Δύση να ήταν καλύτερα προετοιμασμένη να αντιδράσει όταν στοχοποιήθηκε από τη Ρωσία. Αντ’αυτού, το αμερικανικό κοινό και οι διαμορφωτές πολιτικής αιφνιδιάστηκαν το φθινόπωρο του 2016».

Εξετάζοντας τη νότια πτέρυγα της Ευρώπης, υπογραμμίζεται πως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία δέχτηκαν τα μεγαλύτερα πλήγματα από τις μεγάλες κρίσεις της Ευρώπης κατά την τελευταία δεκαετία: Την οικονομική κρίση και την προσφυγική κρίση. «Η απάντηση της ΕΕ για τις μεγάλες νοτιοευρωπαϊκές οικονομίες ήταν να επιβάλει μέτρα λιτότητας. Και, αν και μακροπρόθεσμα, αυτές οι πολιτικές βοήθησαν στην ενίσχυση των οικονομιών, βραχυπρόθεσμα προκάλεσαν δυσαρέσκεια μεταξύ των πολιτών για την ΕΕ, τα κόμματα του κατεστημένου και το δυτικό μοντέλο φιλελεύθερης δημοκρατίας. Τότε, Σύριοι πρόσφυγες άρχισαν να καταφθάνουν κατά χιλιάδες στις ελληνικές και τις ιταλικές ακτές. Αυτές οι ήδη χειμαζόμενες οικονομίες έγιναν το πρώτο σημείο εισόδου για τα εκατομμύρια που θα κατέφθαναν το 2015 και το 2016, πολώνοντας επιπλέον αυτές τις κοινωνίες και την Ευρώπη».

Όπως σημειώνουν οι κ.κ. Κουναλάκης και Κλάψης, αυτό το «ευμετάβλητο κοινωνικο-οικονομικό κλίμα» αποδείχθηκε εύφορο έδαφος για τις ρωσικές κινήσεις, παρέχοντας άνοιγμα σε πολιτικά κόμματα που προσανατολίζονται περισσότερο προς την Ανατολή αντί για τη Δύση. Το Κρεμλίνο, τονίζεται, το έχει εκμεταλλευτεί αυτό, παρέχοντας στήριξη σε επίπεδο πολιτικής και ΜΜΕ σε ρωσόφιλες δυνάμεις, αναδεικνύοντας ιστορικούς, θρησκευτικούς και πολιτισμικούς δεσμούς και καλλιεργώντας ένα δίκτυο κοινωνικών οργανώσεων με θετική στάση απέναντι στη Μόσχα, επιδιώκοντας τον ρωσικό στόχο αποδυνάμωσης της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

Costas Baltas / Reuters

Η κομβική στιγμή, υπογραμμίζεται, είναι η οικονομική κρίση, καθώς προκάλεσε αμφισβητήσεις ως προς το δυτικό σύστημα και τα κεντρώα κόμματα, κάνοντας τους πολίτες να ψάξουν πέρα από τη mainstream πολιτική, σε πιο ριζοσπαστικά κόμματα, στην ακροδεξιά ή στην ακροαριστερά. «Εκ πρώτης όψεως, κόμματα όπως το αριστερού χαρακτήρα ισπανικό Ποδέμος, η εθνικιστική Λέγκα του Βορρά και το λαϊκιστικό Κίνημα Πέντε Αστέρων (Μ5S) στην Ιταλία, καθώς και το κυβερνών ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα φαίνονται να έχουν λίγα κοινά από άποψης πολιτικής. Παρά τις σημαντικές διαφορές στα πολιτικά οράματά τους, ωστόσο, αυτά τα κόμματα μοιράζονται ένα χαρακτηριστικό:

«Όλα επεδίωξαν να προσεταιριστούν τη Ρωσία του Πούτιν» σημειώνεται σχετικά, ενώ συμπληρώνεται πως, από ρωσικής άποψης, οι ιδεολογικές τους τοποθετήσεις των χρήσιμων πολιτικών συμμάχων είναι αδιάφορες: «Κομμουνιστική ή δεξιά εθνικιστική, αυτό που έχει σημασία είναι ότι αυτά τα κόμματα υποστηρίζουν ρωσικά συμφέροντα, ψηφίζουν κατά κοινών ευρωπαϊκών εξωτερικών πολιτικών και υπονομεύουν τα κόμματα του κατεστημένου για να προκαλέσουν χάος και αστάθεια εντός της Ευρώπης».

Συνοψίζοντας, στη μελέτη του Atlantic Council ως κόμματα της δυτικής Ευρώπης με φιλική/ θετική στάση απέναντι στη Ρωσία και το Κρεμλίνο, παρουσιάζονται τα εξής:

  • Ελλάδα: Χρυσή Αυγή και ΣΥΡΙΖΑ
  • Ιταλία: Λέγκα του Βορρά και Κίνημα Πέντε Αστέρων
  • Ισπανία: Ποδέμος
  • Γαλλία: Εθνικό Μέτωπο (Front National)
  • Γερμανία: Die Linke (Η Αριστερά), AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία)
  • Μ. Βρετανία: UKIP

Ελλάδα: Αποτελεί ακόμα τον αδύναμο κρίκο της Ευρώπης;

Οι ιστορικοί δεσμοί μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας λόγω Ορθοδοξίαςαποτελούν τον βασικό «αγωγό» της επιδίωξης του Κρεμλίνου για την ενίσχυση της επιρροής του στην ελληνική πολιτική, αναφέρεται στην έρευνα. Ωστόσο, οι ρωσικές δραστηριότητες στη χώρα μας δεν περιορίζονται στο διπλωματικό επίπεδο, καθώς «Ρώσοι ολιγάρχες με στενούς δεσμούς με το Κρεμλίνο έχουν αγοράσει μερίδια σε ελληνικά ΜΜΕ. Ο ρωσικός κρατικός ενεργειακός κολοσσός, Gazprom, αγόρασε μεγάλα μερίδια σε ελληνικές ενεργειακές εταιρείες. Και, κυρίως, ο Πούτιν έχει διατηρήσει στενή σχέση με την ελληνική ηγεσία».

ORESTIS PANAGIOTOU via Getty Images

Παρόλα αυτά, όπως αναφέρεται, παρά αυτούς τους δεσμούς, η Μόσχα είναι πρόθυμη να φτάσει μόνο μέχρι ενός σημείου για να στηρίξει τους συμμάχους της: «Το 2015 η Ελλάδα παράπαιε ακόμα από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, που σχεδόν επέφερε πτώχευση της χώρας...ο Τσίπρας έγινε σφοδρός επικριτής της πολιτικής κυρώσεων της ΕΕ εναντίον της Ρωσίας. Εκείνη την άνοιξη, ο Τσίπρας ταξίδεψε στη Μόσχα για να συναντηθεί με τον Πούτιν. Αν και οι δύο χώρες αρνήθηκαν πως σκοπός της επίσκεψης Τσίπρα ήταν να ζητήσει οικονομική στήριξη, το timing προκάλεσε ερωτηματικά στην ΕΕ. Παρόλα αυτά, ο Τσίπρας έφυγε με άδεια χέρια», σημειώνεται σχετικά (επίσης, αξίζει σε αυτό το σημείο να υπενθυμίσουμε και τις πιο πρόσφατες εξελίξεις με το ζήτημα της προμήθειας ρωσικών πυραύλων S-400 στην Τουρκία και της εκπαίδευσης Τούρκων πιλότων από Ρώσους)- υπογραμμίζοντας πως η εμπειρία του το 2015 υποδεικνύει μια σημαντική διάσταση της στρατηγικής του Κρεμλίνου ως προς τις επιχειρήσεις πολιτικής επιρροής του: Παρά τις πολιτικές διασυνδέσεις, η Ρωσία δεν έχει επενδύσει οικονομικά στις ευρωπαϊκές χώρες που επιδιώκει να επηρεάσει. Οι λόγοι για αυτό είναι δύο: Πρώτον, η Ρωσία παραμένει μια ευάλωτη οικονομία η οποία στηρίζεται στους φυσικούς πόρους που διαθέτει. «Η Ρωσία δεν μπορεί να φτάσει την Κίνα, για παράδειγμα, ως προς τις επενδύσεις σε υποδομές ή στην αγορά δημοσίου χρέους. Η Ρωσία δεν είναι μεγάλες ξένος επενδυτής σε δυτικοευρωπαϊκές χώρες». Δεύτερον, ως αποτέλεσμα των οικονομικών περιορισμών του, το Κρεμλίνο εμπλέκεται συνέχεια σε ένα παιχνίδι κόστους- οφέλους για να αξιολογεί πώς θα επιτυγχάνει τους στόχους εξωτερικής πολιτικής του με ελάχιστες επενδύσεις. «Για αυτόν τον λόγο, ασύμμετρα μέσα- παραπληροφόρηση, κυβερνοεπιθέσεις, καλλιέργεια πολιτικών συμμάχων, διαφθορά – που είναι πολύ λιγότερο ακριβά από τις οικονομικές επενδύσεις ή τις συμβατικές στρατιωτικές δραστηριότητες, αλλά έχουν μεγάλες δυνατότητες αποσταθεροποίησης, είναι τα προτιμώμενα εργαλεία επιλογής του Κρεμλίνου. Το χάος είναι φθηνό».

Ως προς τη χρησιμότητα της επιρροής στην Ελλάδα για τους ρωσικούς σκοπούς, στην έρευνα αναφέρεται πως το Κρεμλίνο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη θέση της χώρας μας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ για να προκαλέσει ρήγματα στο εσωτερικό τους- βραχυπρόθεσμα σε θέματα όπως οι κυρώσεις και μακροπρόθεσμα μέσω της δημιουργίας μιας συμμαχίας που θα αποδυναμώνει τις δυτικές αξίες και θεσμούς.

«Ενώ η επιθυμία της Ρωσίας να αναπτύξει ένα βαθύτερο προγεφύρωμα στην ελληνική πολιτική εξυπηρετεί τα συμφέροντα του Κρεμλίνου σχετικά με την αποδυνάμωση της ΕΕ...προς το παρόν οι ρωσικές οικονομικές επενδύσεις, οι πολιτιστικοί δεσμοί και οι πολιτικές κινήσεις υποδαυλίζουν τις φλόγες τις δυσαρέσκειας, αλλά δεν τις πυροδοτούν» αναφέρεται σχετικά. Όσον αφορά στους σημαντικότερους «παίκτες» της όλης υπόθεσης, αναφέρεται ότι ενεργό ρόλο έχει διαδραματίσει ο ίδιος ο Ρώσος πρόεδρος, Βλάντιμιρ Πούτιν, (υπενθυμίζεται η επίσκεψή του στην Ελλάδα τον Μάιο του 2016), ενώ υπογραμμίζεται πως οι ελληνορωσικές σχέσεις του 21ου αιώνα δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις επιλογές της αριστερής κυβέρνησης, αλλά και με επιλογές της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή (2004-2009). Στη μελέτη επίσης γίνονται επανειλημμένες αναφορές στις επισκέψεις Πούτιν στο Άγιο Όρος (με έμφαση στο επίπεδο των συμβολισμών, όπως στους συσχετισμούς μεταξύ Πούτιν και Βυζαντινής Αυτοκρατορίας), στις επαφές του με τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά και στον υπουργό Εθνικής Άμυνας, Πάνο Καμμένο, επικεφαλής των ΑΝΕΛ (που στη μελέτη χαρακτηρίζονται κόμμα που ανήκει στην άκρα δεξιά). Ακόμη, ως σημαντικά πρόσωπα στην όλη υπόθεση, πάντα στο πλαίσιο της μελέτης, γίνεται αναφορά στον επιχειρηματία Ιβάν Σαββίδηκαι εταιρείες όπως η Gazprom αλλά και προσωπικότητες όπως η Αικατερίνα Ριμπολόβλεβα, που «εμφανίζονται στα νέα λόγω του πλούτου, της επιρροής τους και του ενδιαφέροντός τους για την Ελλάδα».

Yorgos Karahalis / Reuters

Ως προς την περίπτωση της Χρυσής Αυγής, στη μελέτη αναφέρεται πως, όπως και σε πολλά άλλα ακροδεξιά ευρωπαϊκά κόμματα, τάσσεται ανοιχτά υπέρ μιας στροφής προς τη Ρωσία στην ελληνική εξωτερική πολιτική. «Αξιωματούχοι της Χρυσής Αυγής έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στους θρησκευτικούς δεσμούς που ενώνουν τους Έλληνες και τους Ρώσους. Ούσα αντιευρωπαϊκή και αντιαμερικανική, η Χρυσή Αυγή βλέπει τη Ρωσία ως “φυσικό σύμμαχο” της Ελλάδας. Σύμφωνα με τον επικεφαλής του κόμματος, Νίκο Μιχαλολιάκο, Αθήνα και Μόσχα μοιράζονται ευρεία κοινά συμφέροντα στα Βαλκάνια και την ανατολική Μεσόγειο, ως εκ τούτου η Ελλάδα θα έπρεπε να αποδεσμευτεί από τη Δύση και να προσφέρει στη Ρωσία μια έξοδο στις “θερμές θάλασσες”, με αντάλλαγμα τη ρωσική εγγύηση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας». Παρόλα, αυτά, στη μελέτη υπογραμμίζεται ότι κινήσεις προς την κατεύθυνση της στενότερης συνεργασίας με τη Ρωσία που υποστηρίζονταν από την πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα δεν απέδωσαν καρπούς,όπως στην περίπτωση της επέκτασης του Turkish Stream στην Ελλάδα (στο σημείο αυτό γίνεται αναφορά στις δηλώσεις του Παναγιώτη Λαφαζάνη περί συμφωνίας με τη Μόσχα για προκαταβολή από τη Ρωσία που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προς ενίσχυση του ελληνικού προϋπολογισμού).

Ως προς το τι μέλλει γενέσθαι, εκτιμάται πως τα δεδομένα στο συγκεκριμένο θέμα αναμένεται να αλλάξουν δεδομένης της πτώσης του ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις, που αναδεικνύουν τη ΝΔ ως πρώτο κόμμα, που αξιολογείται ότι έχει πιο δυτικό προσανατολισμό.

Όσον αφορά στο τι επηρεάζει η στάση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στη Ρωσία σχετικά με τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές πολιτικές στο θέμα της ασφάλειας, γίνεται αναφορά στη βάση της Σούδας (ζήτημα που αποτέλεσε σημείο έντονου ενδιαφέροντος κατά την πρόσφατη επίσκεψη Τσίπρα στις ΗΠΑ και τη συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ) και το θέμα της αναβάθμισής της, και οι αποφάσεις της ΕΕ ως προς την εξωτερική πολιτική της, που απαιτούν ομοφωνία. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε πάντως πως, πέραν της παρούσας μελέτης του Atlantic Council, πρόσφατες αναφορές κάνουν λόγο για σημαντική επιδείνωση των ελληνορωσικών σχέσεων, λόγω μιας σειράς παραγόντων, όπως οι S-400, η εκπαίδευση Τούρκων πιλότων και επιστημόνων από Ρώσους, οι ρωσικοί προβληματισμοί για τις σχεδιαζόμενες αμερικανικές επενδύσεις στην Ελλάδα κ.α.

Ιταλία: Η πιο ευάλωτη στη ρωσική επιρροή

Η Ιταλία χαρακτηρίζεται η πιο ευάλωτη από τις τρεις χώρες στη ρωσική επιρροή, λόγω του Μ5S, του κόμματος που έχει συνδεθεί με τον Μπέπε Γκρίλο: Το φθινόπωρο του 2017 εμφανιζόταν εξαιρετικά δημοφιλές στη χώρα, καθιστώντας το κόμμα (με την καταγεγραμμένη του στάση υπέρ του Κρεμλίνου, σε συνδυασμό με την απήχηση που είχε στη λαϊκή βάση) έναν πολύ σημαντικό σύμμαχο του Κρεμλίνου, και ως εκ τούτου μια ισχυρή δύναμη εναντίον της ΕΕ, του ΝΑΤΟ, και της διατλαντικής συνεργασίας. «Με την Ιταλία να οδεύει σε εκλογές στις αρχές του 2018, μια νίκη του Μ5S θα μπορούσε να μετατοπίσει σημαντικά την ιταλική εξωτερική πολιτική από τη συνεργασία στο πλαίσιο της ΕΕ, τη στήριξη προς την κοινή άμυνα και τη συνέχιση των οικονομικών κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας» σημειώνεται- ενώ εκτιμάται πως μια κυβέρνηση της οποίας θα ηγείται το M5S θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική εσωτερική πολιτική και οικονομική αστάθεια, εξαιτίας της έλλειψης εμπειρίας ως προς τη διακυβέρνηση, «υπονομεύοντας την αξιοπιστία της Ιταλίας ως εταίρου της Ουάσινγκτον και της Ευρωατλαντικής κοινότητας».

Antonio Masiello via Getty Images

Ως βασικοί «παίκτες» της ρωσόφιλης παράταξης θεωρούνται η Λέγκα του Βορρά, το M5S, τα ακροδεξιά Casapound και Forza Nuova και κάποια κόμματα της ακροαριστεράς. Πάντως, στη μελέτη τονίζεται πως το M5S φάνηκε να στρέφεται σε μια πιο φιλορωσική γραμμή ως προς την εξωτερική πολιτική την άνοιξη του 2015, κάτι που αποδίδεται στην επιρροή του Νταβίντε Κασαλέτζιο. «Προηγουμένως το κόμμα δεν ήταν ρωσόφιλο, αλλά ήταν συχνά επικριτικό απέναντι στο απολυταρχικό καθεστώς του Πούτιν και τις συστηματικές παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων στη Ρωσία. Αντίθετα με τη Λέγκα του Βορρά, που ανοιχτά προβάλλει τη φιλορωσική της στάση και τις επαφές της με το Κρεμλίνο, το Μ5S αρνείται ότι έχει τέτοια στάση απέναντι στη Ρωσία και γενικά προσπαθεί να κρατά τις επαφές και τις συναντήσεις της με Ρώσους αξιωματούχους εμπιστευτικές» αναφέρεται στη μελέτη, που υποδεικνύει τους Αλεσάντρο ντι Μπατίστα, Μάνλιο ντ Στέφανο και Βίτο Πετροτσέλι ως στελέχη που διαχειρίζονται τις επαφές του κόμματος με τη Μόσχα. Αξίζει να αναφερθεί πως μια από τις πρώτες ενδείξεις της ρωσικής στήριξης προς το M5S ήταν η αυξανόμενη προβολή του σε μέσα όπως το RT (Russia Today), το Sputnik και άλλα ΜΜΕ, από τον Απρίλιο του 2015 και μετά.

Ισπανία: Ο επόμενος στόχος;

Η Ισπανία, αντίθετα με την Ιταλία και την Ελλάδα, δεν έχει αποτελέσει στόχο της ρωσικής επιρροής. «Παρόλα αυτά, η Ισπανία, ως μια από τις μεγαλύτερες χώρες της ΕΕ και επίκεντρο του ισπανόφωνου κόσμου, έχει σημασία για τα ρωσικά γεωπολιτικά συμφέροντα» γράφουν οι κ.κ. Φρανσίσκο ντε Μπόρχα και Νικολά ντε Πέντρο. Όπως εκτιμάται, η έλλειψη αλληλεπίδρασης με τη Ρωσία σε συνδυασμό με το αναπτυσσόμενο ισπανόφωνο ΜΜΕ της Ρωσίας- RT Spanish- και η επιθυμία της Μαδρίτης να εξισορροπεί μια φιλική προς την ΕΕ πολιτική με την πολυμέρεια, μαζί με μια αναδυόμενη φιλορωσική εξωτερική πολιτική από τους Ποδέμος θα μπορούσαν να καταστήσουν την Ισπανία τον επόμενο πιθανό στόχο του Κρεμλίνου. «Από αυτή την άποψη, η Ισπανία βρίσκεται σε κομβικό σημείο: Αν οι Ισπανοί διαμορφωτές πολιτικής πάρουν μαθήματα από τις εμπειρίες άλλων ευρωπαϊκών χωρών και των ΗΠΑ, ίσως να είναι σε θέση να διαχειριστούν αποτελεσματικά την ατζέντα του Κρεμλίνου. Αν όχι, τότε η Ισπανία πιθανότατα θα αντιμετωπίσει αυξημένη ρωσική επιρροή στην πολιτική της».

Juan Medina / Reuters

Αυτό που υπογραμμίζεται για την Ισπανία είναι ότι, αν και δεν έχει πολλούς εμφανείς «Δούρειους Ίππους», υπάρχουν αρκετοί «Russlandverstehers»: Άτομα και φορείς που βλέπουν με συμπάθεια βασικά στοιχεία της κοσμοθεωρίας και του αφηγήματος του Κρεμλίνου, και κυμαίνονται από διανοούμενους, δημοσίους υπαλλήλους, πολιτικούς και «ειδήμονες» που υπογραμμίζουν πως είναι ανάγκη να «κατανοηθούν» οι ενέργειες της Ρωσίας σε Συρία, Ουκρανία και αλλού ως «αναπόφευκτες» ή «δικαιολογημένες», σε σχέση με άλλους προβληματισμούς, όπως θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημοκρατικών αξιών κ.α. Στη δεξιά, η ρωσόφιλη παράταξη αποτελείται κυρίως από περιθωριακά και ακροδεξιά κόμματα, όπως το MSR (Movimiento Social Republicano) και η PxC (Plataforma per Catalunya). Στην αριστερά, βρίσκεται η ειδική περίπτωση των Ποδέμος (με επικεφαλής τον Πάμπλο Ιγκλέσιας), που- σύμφωνα με τη μελέτη- φαίνονται να κοιτούν κυρίως στο ρωσικό μοντέλο ως ενσάρκωση ενός αντιδυτικού αφηγήματος που εκθέτει την υποκρισία και τις καταχρήσεις της καθεστηκυίας φιλελεύθερης τάξης. Παρόλα αυτά, το κόμμα εμφανίζεται να μεριμνά ώστε να μην σχετίζεται δημοσίως με τον ίδιο τον Πούτιν, καθώς ο Ρώσος πρόεδρος αποτελεί μια προσωπικότητα που έρχεται σε αντίφαση με τις θέσεις του κόμματος κατά της ολιγαρχίας και υπέρ των κοινωνικών δικαιωμάτων. «Αν και το κόμμα απορρίπτει τον χαρακτηρισμό του “φιλορωσικού” είναι το μόνο μεγάλο ισπανικό κόμμα που ζητεί άμεση, άνευ όρων άρση των κυρώσεων στη Ρωσία». Κάποιοι ηγέτες των Ποδέμος παρουσιάζουν επιχειρήματα που αντιστοιχούν σε σφαίρες επιρροής, κάτι αντίστοιχο του δόγματος Μονρόε για την ανατολική Ευρώπη- ακόμα και αν η απόρριψη του εν λόγω αμερικανικού δόγματος στη Λατινική Αμερική αποτελεί, ειρωνικά, μια από τις ιδεολογικές τους βάσεις».

|

Δημοφιλή