Εκτιμήσεις για την πολιτική των ΗΠΑ υπό τον νέο Πρόεδρο Μπάιντεν

Για την Ελλάδα ο πραγματικός κίνδυνος που ελλοχεύει σήμερα είναι η επανάπαυση,
19 Νοεμβρίου 2020 Η Καμάλα Χάρις και ο Τζο Μπάιντεν Photo/Andrew Harnik)
19 Νοεμβρίου 2020 Η Καμάλα Χάρις και ο Τζο Μπάιντεν Photo/Andrew Harnik)
ASSOCIATED PRESS

Η πέραν πάσης αμφιβολίας εκλογική νίκη του Τζο Μπάιντεν (Joe Biden) αποτέλεσε ένα ευχάριστο νέο για την πλειοψηφία των Αμερικανών, αλλά και των πολιτών πολλών άλλων χωρών. Ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος στην ομιλία του με την οποία ανακοίνωσε την νίκη του ήταν ενωτικός, όπως έπρεπε σε μια βαθιά διχασμένη κοινωνία. Το αμέσως επόμενο διάστημα, πριν την συνεδρίαση του Εκλεκτορικού Σώματος στις 14 Δεκεμβρίου, την σύγκληση του Κογκρέσου στις 6 Ιανουαρίου και την έναρξη της θητείας του Προέδρου Μπάιντεν και της Αντιπροέδρου Χάρις στις 20 Ιανουαρίου, θα πρέπει, το αργότερο μέχρι τις 8 Δεκεμβρίου να έχουν καταλήξει οι δικαστικές ενστάσεις και η επανακαταμέτρηση των ψήφων, ενώ στις 5 Ιανουαρίου θα γίνουν οι επαναληπτικές εκλογές για τις δύο θέσεις Γερουσιαστών στην Πολιτεία της Τζόρτζια. Σε περίπτωση επικράτησης των δύο Δημοκρατικών υποψηφίων Γερουσιαστών (κάτι που θεωρείται δύσκολο, με βάση τα δεδομένα των προηγούμενων εκλογικών αναμετρήσεων), η κυβέρνηση του Μπάιντεν θα μπορέσει ευκολότερα να εφαρμόσει την πολιτική της την επόμενη διετία (θυμίζουμε ότι η θητεία των Γερουσιαστών είναι εξαετής και το Σώμα ανανεώνεται σταδιακά, με εκλογές κάθε 2 χρόνια).

Η σύνθεση της νέας κυβέρνησης είναι το πρώτο ζήτημα που θα απασχολήσει τον νέο Πρόεδρο και έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού ο Μπάιντεν δεν προτίθεται να ακολουθήσει την τακτική του προκατόχου του, με την ανάμιξη προσώπων του προσωπικού του περιβάλλοντος στην διακυβέρνηση τη χώρας. Ο ρόλος της Αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις (Kamala Harris) αναμφίβολα θα είναι σημαντικός, αφού η θητεία της ως γενικής εισαγγελέως στην Πολιτεία της Καλιφόρνιας, αλλά και ως μέλους της Γερουσίας με συμμετοχή σε σημαντικές Επιτροπές, της δίνουν την δυνατότητα να συμμετάσχει ουσιαστικά στην διακυβέρνηση, όπου, μεταξύ άλλων, αναμένεται να προωθεί θέματα μειονοτήτων και ισότητας φύλων, ενώ ενδεχομένως να αναλάβει και τις σχέσεις με την Γερουσία.

Στην συνέχεια, ο Μπάιντεν θα προχωρήσει στην υλοποίηση των προεκλογικών εξαγγελιών, όπως:

Κάποια από αυτά μπορούν να εφαρμοστούν άμεσα, άλλα όμως ενδέχεται να καθυστερήσουν ή να εφαρμοστεί μόνο ένα μέρος τους, αφού θα πρέπει να καμφθεί η αντίδραση της Γερουσίας (στην περίπτωση που θα ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικανούς), ενώ ορισμένα εξαρτώνται από ενδεχόμενες δικαστικές Αποφάσεις επί προσφυγών (σημειώνεται η πιο συντηρητική σύνθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου, μετά τον διορισμό τριών ισόβιων μελών του από τον Τραμπ).

Εξ άλλου, η προσπάθεια συσπείρωσης των Αμερικανών, αλλά ακόμα και των Δημοκρατικών δεν είναι κάτι απλό. Ενδεικτικά, στο θέμα του κορωνοϊού, το μεγάλο λάθος του Τραμπ, να μην δοθούν οι αναγκαίες κατευθύνσεις και λύσεις από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, αλλά η διαχείριση του θέματος να γίνεται από τις Πολιτειακές και Δημοτικές αρχές, τις απομυθοποίησε στα μάτια των πολιτών. Οι υπερβολικές προσδοκίες της αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών, θέτουν επίσης ένα ζήτημα ισορροπιών. Τέλος, οι υπάρχουσες διαφορές μεταξύ των ψηφοφόρων των δύο υποψηφίων Προέδρων:

  • Ο Μπάιντεν επικράτησε σε αστικές περιοχές και στις μειονότητες,

  • Ο Τραμπ υπερίσχυσε σε αγροτικές περιοχές και σε υποστηρικτές συγκεκριμένου θρησκευτικού δόγματος, φανερώνουν ένα βαθύτερο χάσμα στην κοινωνία, που δεν καλύπτεται από τις δημογραφικές μεταβολές, λόγω των εσωτερικών μεταναστευτικών ροών προς κάποιες Πολιτείες. Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι διαφορές αυτές έχουν την ρίζα τους στην νεοφιλελεύθερη πολιτική που ακολουθήθηκε τα τελευταία 35 χρόνια (και συγκεκριμένα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία των ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών, που αύξησε τα οφέλη σε ορισμένες κατηγορίες πολιτών, ενώ αύξησε την πίεση σε μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες), άλλοι πάλι το αποδίδουν στο γενικότερο μοντέλο ανάπτυξης των δυτικών χωρών.

    Σε κάθε περίπτωση, δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν οι αιτίες που οδήγησαν μεγάλες μάζες πληθυσμού στον λαϊκισμό, πειθόμενοι στις υποσχέσεις ηγετών όπως ο Τραμπ.

Στην αμερικανική οικονομία, επί Προεδρίας Τραμπ και μέχρι την εκδήλωση της πανδημίας υπήρξε συνέχιση της μείωσης της ανεργίας, μείωση του ποσοστού της φτώχειας και άνοδος του χρηματιστηρίου, τα πράγματα όμως δεν βελτιώθηκαν στον τομέα του ελλειμματικού ισοζυγίου, ιδιαίτερα με την Κίνα και την Γερμανία, ενώ και οι πιέσεις προς τις Αμερικανικές βιομηχανίες να επενδύσουν στις ΗΠΑ δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, αφού δεν συνοδεύτηκαν από άλλα μέτρα, αύξησης της ανταγωνιστικότητας της Αμερικανικής οικονομίας.

Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, κατ’ αρχήν αναμένεται μια στροφή στην πραγματιστική πολιτική (ρεάλ πολιτίκ), όπου οι αρμόδιες υπηρεσίες θα προτείνουν και θα εφαρμόζουν τις λύσεις, αντί των ετερόκλητων πρωτοβουλιών του προσωπικού περιβάλλοντος του Τραμπ, απέναντι σε συμμάχους και αντιπάλους. Σημαντικότερο πλέον ρόλο θα έχει η αναφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς και στα μακροπρόθεσμα αμερικανικά συμφέροντα. Ενδεικτική ήταν η πρόσφατη δήλωση του Μπάιντεν ότι θεωρεί την Ρωσία ως μεγαλύτερη απειλή για τις ΗΠΑ και την Κίνα ως μεγαλύτερο στρατηγικό ανταγωνιστή.

Με βάση παλαιότερες δηλώσεις του Μπάιντεν, αναμένεται:

  • η ανανέωση της συμφωνίας με το Ιράν

  • η συνέχιση της πίεσης προς την Ρωσία

  • η διατήρηση των δύσκολων εμπορικών σχέσεων με την Κίνα

  • η βελτίωση των σχέσεων με τις συμμαχικές χώρες

  • η καθυστέρηση υλοποίησης ή η επαναξιολόγηση της αποχώρησης από χώρες όπως το Αφγανιστάν και η Συρία.

Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε τα προβλήματα που δημιουργούσε στις σχέσεις με τις άλλες χώρες η απρόβλεπτη συμπεριφορά του Τραμπ και κυρίως η διάσταση μεταξύ λόγων και έργων.

Ενδεικτικά:

  • αντί της «εποικοινωνιακής» προσέγγισης με τον αυταρχικό ηγέτη της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιογκ Ουν, η οποία δεν εμπόδισε την συνέχιση των δοκιμών και την εξέλιξη πυρηνικών όπλων και βαλλιστικών πυραύλων, ο πιο πρακτικός Πρόεδρος Ομπάμα φημολογείται ότι είχε πείσει τους Βορειοκορεάτες να σταματήσουν τις δοκιμές, με την επίδειξη, στην διάρκεια μιας συνάντησης, ενός βίντεο με τις δυνατότητες των διατρητικών αμερικανικών βομβών (δηλαδή που εισέρχονται στο έδαφος και μετά εκρήγνυνται), ικανών να καταστρέψουν το πυρηνικό οπλοστάσιο της χώρας αυτής.

  • αντί των επαίνων προς τον Πούτιν και της ταυτόχρονης διατήρησης ή και επιβολής νέων κυρώσεων στην Ρωσία, οι Ρώσοι θα προτιμούσαν ενδεχομένως μια πιο σταθερή σχέση, προσβλέποντας στην αξιοποίηση της ανανέωσης της συμφωνίας NEW START και της συμμαχίας εναντίον της ισλαμικής τρομοκρατίας, ως σημείων προσέγγισης της νέας αμερικανικής ηγεσίας. Κατά την γνώμη μας, αυτά θα πρέπει να συνδυαστούν με μια ευρύτερη προσαρμογή της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας στα σημερινά δεδομένα.

  • αντί της επιβολής δασμών και ταυτόχρονα προκαταρκτικών συμφωνιών με την Κίνα, η αμερικανική βιομηχανία (αλλά και οι Αμερικανοί καταναλωτές) ίσως θα προέκριναν τον περιορισμό του επίμαχου εμπορικού αντικειμένου στους πραγματικά στρατηγικούς για τις ΗΠΑ τομείς. Η πραγματιστική πολιτική, στην συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να βασιστεί στην «πράσινη ανάπτυξη» και την αντιμετώπιση της πανδημίας, ενώ σημεία διαφωνίας θα παραμείνουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα εμπορικά συμφέροντα.

Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι οι ηγέτες των πιο πάνω χωρών δεν έχουν συγχαρεί ακόμα τον Μπάιντεν. Παρά ταύτα πολλοί προβλέπουν μια αργή βελτίωση των σχέσεων των χωρών αυτών με τις ΗΠΑ, χάρη στην γνώση και την αποδοχή των «κόκκινων γραμμών» τους, από τον έμπειρο και ευφυή Πρόεδρο Μπάιντεν. Σε κάθε περίπτωση, οι χώρες που θα δείξουν μεγαλύτερη ευελιξία και ικανότητα προσαρμογής, βρίσκοντας κοινούς στόχους με την Αμερικανική υπερδύναμη, θα μπορέσουν να ανταποκριθούν καλύτερα στις νέες προκλήσεις.

Κλείνουμε με τα δικά μας, δηλαδή τα Ελληνοτουρκικά.

Κατ’ αρχήν, όπως είχα προαναφέρει και σε παλαιότερο κείμενο, η άποψη των ΗΠΑ επί Προεδρίας Τραμπ είναι η Ελλάδα και η Τουρκία να τα βρουν και αντίστοιχα, να εξευρεθεί μια αμοιβαία αποδεκτή λύση στο Κυπριακό, και αυτό δεν αναμένεται να αλλάξει επί Προεδρίας Μπάιντεν. Εκ πρώτης όψεως, αυτό φαίνεται να ευνοεί την Τουρκία, αφού προωθεί συνεχώς τις θέσεις της, με νέα τετελεσμένα. Η πάγια θέση της Ελλάδος, ότι όσο συνεχίζονται οι τουρκικές προκλητικές ενέργειες δεν μπορεί να ξεκινήσει ο διάλογος, σε συνδυασμό με την αναβολή της λήψης απόφασης για κυρώσεις της Ε.Ε. κατά της Τουρκίας, δεν αποτρέπουν την Τουρκία από την υλοποίηση νέων τετελεσμένων, χωρίς ταυτόχρονα να χρεώνεται την υπονόμευση της πιθανότητας εξεύρεσης λύσεων. Η παρελκυστική αυτή πολιτική της Τουρκίας ήταν το αναμενόμενο αποτέλεσμα της τελευταίας Απόφασης της Συνόδου της Ε.Ε. και όσοι την πρότειναν φέρουν την αντίστοιχη ευθύνη.

Στο μεταξύ, η Ελληνική πλευρά φαίνεται να μην έχει αποφασίσει για τις δικές της κόκκινες γραμμές, αν δηλαδή αυτές θα περιλαμβάνουν:

  • την παρεμπόδιση των Τουρκικών ερευνητικών εργασιών εντός της δυνητικά Ελληνικής ΑΟΖ (δηλαδή αυτής που προκύπτει βάσει του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, εκτός εάν Διεθνές Δικαστήριο, στο οποίο θα αποφασίσουν να προσφύγουν από κοινού Ελλάδα και Τουρκία, γνωμοδοτήσει διαφορετικά)

  • την προστασία της ζώνης των 12 ναυτικών μιλίων, όπου η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα.

  • τον έλεγχο την χωρικών της υδάτων, που σήμερα έχουν πλάτος τα 6 ναυτικά μίλια.

Ο χρόνος δεν είναι υπέρ της Ελλάδας, όσο δεν αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες, όπως:

  • η διοργάνωση, με την κατάλληλη προετοιμασία, μιας Διεθνούς Διάσκεψης, όπου οι ενδιαφερόμενες χώρες θα κληθούν να διατυπώσουν την άποψή τους για την επέκταση των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο (εξαιρουμένων ενδεχομένως ορισμένων διαδρόμων κυκλοφορίας των πλοίων που εξέρχονται από τα Δαρδανέλια, κατευθυνόμενα προς την Μεσόγειο, που θα μπορούσαν να παραμείνουν ως διεθνή ύδατα), το αποτέλεσμα της οποίας θα κληθεί να επιβεβαιώσει ο διεθνής παράγων (η Ευρωπαϊκή Ένωση ή και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ).

  • η κοινοποίηση από την Ελλάδα και την Κύπρο προς τον ΟΗΕ των συντεταγμένων των κοινών τους ορίων της ΑΟΖ και η προετοιμασία (βάσει της Συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ Ελλάδας-Αιγύπτου) για την τελική οριοθέτησή της, με παράλληλη συνεννόηση με την Αίγυπτο για την ενδεχόμενη μετάθεση βορειότερα των πιθανών ορίων των ΑΟΖ Ελλάδας – Αιγύπτου.

Η Κύπρος φαίνεται να βρίσκεται σε δυσκολότερη θέση, αφού σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, αποδέχεται την έναρξη συνομιλιών για την λύση του Κυπριακού, την στιγμή που Τουρκικά ερευνητικά σκάφη διενεργούν σεισμικές έρευνες και εκτελούν γεωτρήσεις εντός της Κυπριακής ΑΟΖ και η Τουρκία, που δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, ετοιμάζει φιέστα για την ενσωμάτωση της κλειστής περιοχής των Βαρωσίων στα κατεχόμενα, παρά τις Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, αλλά και παλαιότερη συμφωνία των δύο πλευρών για την άμεση επιστροφή των Ελληνοκυπρίων στην περιοχή αυτή.

Συνεπώς, η επίκληση του κινδύνου «νέων τετελεσμένων» στην περίοδο μέχρι την ανάληψη της νέας αμερικανικής Προεδρίας (ή και οι παρεμφερείς μορφές της, όπως οι εκτιμήσεις για σχεδιασμούς της Τουρκίας να προκληθεί θερμό επεισόδιο στην σημερινή συγκυρία) μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερτιμά τους άμεσους κινδύνους, σε σχέση με τους πιο μακροπρόθεσμους, υποβαθμίζοντας τις δυνατότητες της Ελληνικής και Κυπριακής πλευράς. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι επικρέμεται η επιβολή ποινής στην Τουρκία βάσει του Νόμου CAATSA, καθώς και κυρώσεων στην Τουρκία από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο επόμενο Συμβούλιο Κορυφής και οποιαδήποτε παρασπονδία της θα οδηγήσει στην επιβολή ακόμα αυστηρότερων μέτρων.

Κατά την γνώμη μου πάντως, ο πραγματικός κίνδυνος που ελλοχεύει σήμερα είναι η επανάπαυση, με βάση το (προσωρινό) πλεονέκτημα που δίνει στην Ελλάδα η εκλογή ενός ικανού και δίκαιου πολιτικού όπως είναι ο Μπάιντεν, αντί της περαιτέρω ενίσχυσης των προσπαθειών για εξουδετέρωση των απειλών και άρση των τετελεσμένων.

Δημοφιλή