Επιδόματα γιατί χανόμαστε;

Τί θα μπορούσε να συμβάλει στη δημογραφική ανάκαμψη;
Gu via Getty Images

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μπροστά στο πολιτικό κόστος των «κοινωνικών μεταρρυθμίσεων» που εστιάστηκε στα του γάμου και της τεκνοθεσίας των ομοφυλόφιλων συμπολιτών μας, επιχειρεί να αλλάξει την ημερήσια διάταξη του δημόσιου διαλόγου «ανακαλύπτοντας» το δημογραφικό και εξαγγέλλοντας μέτρα ενίσχυσης της γεννητικότητας.

Φυσικά, η νεοφιλελεύθερη ψυχή δεν βλέπει παρά επιδόματα, και τα «νέα μέτρα» δεν είναι παρά μια ενίσχυση της πολιτικής που ακολουθείται διαχρονικά και διακομματικά, χωρίς να υπάρχει ένας απολογισμός και μια αξιολόγηση για το αν η αποτυχία των αποκλειστικά επιδοματικών πολιτικών είναι αποτέλεσμα του ύψους του επιδόματος ή αν κάτι άλλο φταίει στον στρατηγικό σχεδιασμό.

Εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων ενίσχυσης της γεννητικότητας

Τα μέτρα που έχουν εφαρμοστεί στην πατρίδα μας και διεθνώς μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής:

α) Επιδοματικές πολιτικές που ενισχύουν την τεκνοποίηση.

β) Μέτρα «εναρμόνισης της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή».

γ) Πολιτικές διευκόλυνσης της ανατροφής των παιδιών.

Στην πρώτη κατηγορία διακρίνουμε τα επιδόματα τοκετού, τις παροχές για την ιατρικά υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, τα επιδόματα τέκνων, τα πολυτεκνικά επιδόματα, τις διάφορες φοροαπαλλαγές, το ειδικό τέλος ταξινόμησης για αυτοκίνητο, το κοινωνικό τιμολόγιο ηλεκτρικού ρεύματος, μειωμένο εισιτήριο στα ΜΜΜ κ.λπ.

Ως προς το δεύτερο, περιλαμβάνονται οι άδειες τοκετού και ανατροφής παιδιού, οι σχολικές άδειες, το μειωμένο ωράριο, η απαγόρευση της απόλυσης εγκύων ή μητέρων για ένα χρονικό διάστημα μετά την γέννηση, η ποσόστωση για πρόσληψη στον στενό και ευρύ δημόσιο τομέα, κ.λπ.

Η τρίτη ομάδα περιλαμβάνει την κάλυψη σε βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς και τις παροχές σε είδος ή σε χρήμα για θέματα υγείας, περιλαμβανομένων δαπανών για την αντιμετώπιση δυσκολιών που αποτελούν αντικείμενο της ειδικής αγωγής.

Η επέλαση των πολιτικών περικοπής των κοινωνικών δαπανών που επέβαλε η μνημονιακή εποχή περιέκοψε δραματικά τα επιδόματα που αφορούσαν στις τρίτεκνες και πολύτεκνες οικογένειες, με σταθμούς το 2012 και το 2018.

Αποτέλεσμα: οι πολύτεκνοι με τέσσερα τουλάχιστον ανήλικα παιδιά είναι το 2-3% του πληθυσμού, όταν ήταν διπλάσιοι σε ποσοστό (6%) στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Ο δε αριθμός των οικογενειών που απέκτησαν πολυτεκνική ιδιότητα, από 12.820 το 1991, κατέρρευσε σε 2.832 το 2001, ανέβηκε με την ένταξη των τριτέκνων σε 3.647 το 2001 για να φτάσει στον αριθμό των 1.179 το 2014, εκ των οποίων μόνο 77 είχαν πάνω από τέσσερα παιδιά.

Όμως και στις υπόλοιπες επιδοματικές πολιτικές οι «επιδόσεις» ήταν αντίστοιχες. Τα οικογενειακά επιδόματα (γάμου και παιδιών) περιλαμβάνονται μεταξύ των αγνοουμένων που άφησαν οι μνημονιακές πολιτικές κατάργησης ουσιαστικά των συλλογικών συμβάσεων στον ιδιωτικό τομέα.

Η δημογραφική ανάκαμψη των ετών 1999-2008 μπορεί να συσχετιστεί με τα μέτρα που, όταν καταργήθηκαν στη συνέχεια, κατακρήμνισαν και πάλι το ποσοστό των γεννήσεων.

Αξίζει εδώ να τονιστεί ότι οι πολιτικές που ασκήθηκαν στα χρόνια του Κώστα Καραμανλή, και εστιάστηκαν στο τρίτο παιδί, πολιτική που βλακωδώς επαναλαμβάνεται και από τους επιγόνους, δεν κατάφεραν να ενισχύσουν τον αριθμό των οικογενειών με πάνω από δύο παιδιά, οπότε η συμβολή τους στη δημογραφική «ανάκαμψη» των ετών αυτών δεν φαίνεται να δικαίωσε τις προσδοκίες.

Αν κάπου θα ήταν πιο αποτελεσματική η οικονομική στήριξη θα ήταν στην προτεραιότητα στη γέννηση δεύτερου παιδιού, καθώς αυτό αφορά στη μεγαλύτερη ομάδα του πληθυσμού. Εξ άλλου, οι οικογένειες που επιλέγουν τα περισσότερα παιδιά το κάνουν είτε για θρησκευτικούς είτε για πολιτισμικούς λόγους (Ρομά), που δεν εξαρτώνται από την ύπαρξη επιδόματος, απλά ενισχύονται.

Για τη δεύτερη ομάδα μέτρων, οι αλλαγές που επέφεραν τα μνημόνια στις εργασιακές σχέσεις ήρθαν να ακυρώσουν στην πράξη όσα θετικά είχαν θεσπιστεί, καθώς η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και η απαξίωση των ελεγκτικών μηχανισμών έθρεψε την απόλυτη εργοδοτική ασυδοσία. Ό,τι έχει επιβιώσει αφορά σχεδόν αποκλειστικά στον δημόσιο τομέα.

Για την τρίτη, τέλος, κατηγορία μέτρων, ούτε αυτά φάνηκαν να παρέχουν σοβαρά κίνητρα ώστε να καμφθούν οι δισταγμοί για τη γέννηση παιδιών.

Η αποσύνθεση των κοινωνικών δικτύων (συγγενείς, γειτονιά, φίλοι κ.λπ.) μετέβαλαν εν πολλοίς τη φροντίδα των παιδιών σε παροχή υπηρεσιών. Η κατάρρευση των κοινωνικών δαπανών, αλλά και η έλλειψη βούλησης να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, ήρθε να ανατρέψει τις υποστηρικτικές αυτές πολιτικές περικόπτοντάς τις δραματικά, τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Αξίζει να αναφέρουμε ότι, στους δημοτικούς παιδικούς σταθμούς του Δήμου Θεσσαλονίκης, από τα 1.929 παιδιά που είχαν γίνει δεκτά το 2013, φτάσαμε στον αριθμό των 894 το 2018, μεταβάλλοντας ένα πρόβλημα ποιοτικών υπηρεσιών και σε πρόβλημα έλλειψης υπηρεσιών. Αυτό δεν είναι αποκλειστικότητα της Θεσσαλονίκης, αλλά όλων των Δήμων και του υπουργείου: οι παιδικοί σταθμοί πέρασαν στους Δήμους, έφτασαν να χρηματοδοτούνται από το ΕΣΠΑ και, όταν επιβλήθηκαν νέες προδιαγραφές, το μπαλάκι της ευθύνης πηγαινοερχόταν από τους ΟΤΑ στο υπουργείο μετ’ επιστροφής, για να σκάσει τελικά στα κεφάλια των γονιών και των παιδιών: πολλοί παιδικοί σταθμοί έκλεισαν ενώ άλλοι περιέκοψαν κατά πολύ τη δυναμικότητά τους.

Τέλος, είναι παρανοϊκό μια χώρα με τέτοιο δημογραφικό πρόβλημα να διατηρεί πολλά αναγκαία βρεφικά και παιδικά είδη στην υψηλότερη κατηγορία ΦΠΑ.

Τί θα μπορούσε να συμβάλει στη δημογραφική ανάκαμψη;

Αρχικά θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η θέληση των μελών μιας κοινωνίας να τεκνοποιήσουν είναι κατά κύριο λόγο συνάρτηση της εικόνας που έχει για το παρόν και το μέλλον της, της ασφάλειας ή της ανασφάλειας που βιώνει, όπως και των αξιών που αναπαράγει.

Η δημογραφική παρακμή του ελληνισμού είναι μία όψη δίπλα σε άλλες, την οικονομική, κοινωνική, αλλά πάνω από όλα πολιτισμική παρακμή. Η «αγωνία αυτού του τόπου για ζωή» μοιάζει να εκλείπει κι αυτό εκφράζεται και στη βιολογική αναπαραγωγή των Ελλήνων. Το δημογραφικό είναι το σύμπτωμα μιας βαθύτερης κατάστασης και κάθε απόπειρα βελτίωσης του δημογραφικού θα πρέπει να είναι στοιχείο μιας συνολικής πολιτιστικής επανάστασης που χρειάζεται.

Στα πλαίσια αυτά μπορούμε να προσεγγίσουμε κάποιες προτάσεις που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην άμβλυνση (και όχι βέβαια στην απάλειψη) της δημογραφικής κρίσης.

Κάποια μέτρα ανήκουν στον χώρο λήψης αποφάσεων της κεντρικής πολιτικής εξουσίας, αλλά και ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι κρίσιμος, όπως έχει δείξει η διεθνής εμπειρία, ιδιαίτερα χωρών όπως η Γαλλία, που έχει τις καλύτερες επιδόσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Οι βασικοί στόχοι θα μπορούσαν να περιγραφούν ως εξής:

  • Ενθάρρυνση για την απόκτηση παιδιού σε νεότερη ηλικία,
  • Προτεραιότητα στην απόκτηση δεύτερου παιδιού,
  • Βοήθεια στις δυσκολίες και τα κόστη γέννησης και ανατροφής των παιδιών,
  • Μείωση του αριθμού των εκτρώσεων και της σχέσης εκτρώσεων / γεννήσεων.

Ένα ποιοτικό χαρακτηριστικό που θα πρέπει να τονιστεί είναι η ανάγκη οι πολιτικές αυτές να μην έχουν έναν μονοδιάστατα επιδοματικό χαρακτήρα. Τα επιδόματα, πέραν της υπερτιμημένης, όπως αποδείχθηκε, αποτελεσματικότητας, συμβάλλουν στην κουλτούρα του «επωφελούμενου» των ομάδων που ζουν από και για τα επιδόματα. Είναι ανάγκη τα όποια μέτρα να είναι όσο γίνεται στοχευμένα και όχι οριζόντια και να αξιοποιούν όλες τις υπάρχουσες δομές μέσω των οποίων η θεσμισμένη τοπική και εθνική εξουσία έρχεται σε επαφή και αλληλεπίδραση με το τοπικό στοιχείο, την κοινότητα, τη γειτονιά.

Ως προς το πρώτο, θα μπορούσαν να θεσπιστούν οικονομικά κίνητρα για την τεκνοποίηση πριν τα 30, λόγου χάριν επίδομα ίσο με αυτό της ανεργίας, χωρίς άλλες προϋποθέσεις, για ένα επαρκές χρονικό διάστημα, για τις νέες σε ηλικία μητέρες, που αποτελούν εξάλλου την υψηλότερου κινδύνου ομάδα για την ανεργία. Ακόμη, στον βαθμό που για τις νεαρές γυναίκες μπαίνει το δίλημμα παιδί ή σπουδές, χρειάζονται ειδικές πρόνοιες από την πολιτεία και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, που να διευκολύνουν την εναρμόνιση της γονεϊκής ιδιότητας με τις σπουδές.

Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαν να θεσπιστούν ειδικά επιδόματα για την απόκτηση δεύτερου τέκνου. Εδώ θα πρέπει να ανατραπεί εκ βάθρων η μνημονιακή αντιμετώπιση των φοροαπαλλαγών που καθιστά τα παιδιά τεκμήριο εισοδήματος, επιβαρύνοντας και φορολογικά το ήδη αυξημένο κόστος ζωής των οικογενειών.

Στο πεδίο της διευκόλυνσης και της μείωσης του κόστους ανατροφής παιδιών, που αποτελεί αιτία προβληματισμού σε εποχές μείωσης των εισοδημάτων, θα μπορούσαν να θεσπιστούν μια σειρά μέτρα όπως:

  • Πλήρης κάλυψη των εξόδων του τοκετού με αρτιότερη οργάνωση των δημόσιων μαιευτηρίων, που σήμερα έχουν καταντήσει επιλογή για τις φτωχότερες οικογένειες και δωρεάν παραπλήρωμα των ιδιωτικών κλινικών με τις εξειδικευμένες υποδομές τους, όταν κάτι δεν πηγαίνει καλά (εντατικές νεογνών κ.λπ.).
  • Στα ίδια πλαίσια, και με δεδομένη τη μεγάλη ηλικία τεκνοποίησης που οδηγεί στην ιατρικά υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, δημιουργία στα δημόσια νοσοκομεία αντίστοιχων κλινικών, ικανών να παρέχουν ποιοτικές υπηρεσίες χωρίς το αποτρεπτικό κόστος του ιδιωτικού τομέα, αξιοποιώντας επιστημονικό δυναμικό και τεχνογνωσία που η Ελλάδα διαθέτει σε αφθονία, όντας προορισμός «τουρισμού των εξωσωματικών» για Ευρωπαίους και Βαλκάνιους
  • Τα βρεφικά και παιδικά είδη (τροφές, πάνες, ρουχισμός κ.λπ.) δεν μπορεί να είναι στην ίδια κατηγορία ΦΠΑ με τα κοσμήματα. Η θέσπιση μιας ειδικής κατηγορίας ΦΠΑ για τα είδη αυτά θα έριχνε θεαματικά το κόστος μετά τη γέννηση. Εδώ θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί η τοπική αυτοδιοίκηση, ακολουθώντας το παράδειγμα των χωρών εκείνων που εφάρμοσαν την δωρεάν διανομή τέτοιων ειδών, με φορέα υλοποίησης τις κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων, που βρίσκονται πιο κοντά στις τοπικές κοινωνίες. Στην Ελλάδα θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν και τα αντίστοιχα δίκτυα των ενοριών, των οποίων η αντίδραση στις κοινωνικές συνέπειες των μνημονίων αποδείχθηκε αποτελεσματική.
  • Με έναν παρόμοιο τρόπο θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη η δημιουργία δικτύων όπως αυτά της «Βοήθειας στο σπίτι», που θα διευκόλυναν, στην περίοδο της λοχείας ή των πρώτων μηνών των παιδιών, δίκτυα αναγκαία, στον βαθμό που τα «φυσικά δίκτυα» αλληλεγγύης (συγγενείς, γείτονες, φίλοι) έχουν αποδιοργανωθεί και η ιδιώτευση γενικεύεται.
  • Η κατάσταση της διαρκούς συρρίκνωσης των θέσεων στους βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς πρέπει να αντιστραφεί ώστε να αμβλυνθεί το δίλημμα «παιδί ή εργασία» για τους υποψήφιους γονείς: ο στόχος μιας θέσης σε δωρεάν και σε ποιοτικές υπηρεσίες για τα πρώτα χρόνια, όπως και κατά τη διάρκεια των σχολικών διακοπών για τον μαθητικό πληθυσμό, πρέπει να αποτελεί στόχο της τοπικής αυτοδιοίκησης.
  • Τελευταίο, αλλά όχι ελάχιστο, είναι το θέμα του αριθμού των αμβλώσεων. Είναι ένα ιδιαίτερα φορτισμένο θέμα, έχοντας αποτελέσει στο παρελθόν αντικείμενο πολλών κινητοποιήσεων υπέρ και κατά του δικαιώματος στην άμβλωση. Η αντιπαράθεση πήρε την μορφή του δικαιωματισμού ως εξουσίας του σώματος (το σώμα μας μάς ανήκει), από την μία άκρη, και από την άλλη του κοινωνικού καταναγκασμού με ηθικό πρόσημο (έκτρωση ίσον φόνος), οδηγώντας και σε ακρότητες όπως οι δολοφονίες γιατρών στις ΗΠΑ. Αν θέλουμε να ξεφύγουμε από μια «διπολικά διαταραγμένη» συζήτηση, θα πρέπει αρχικά να αναρωτηθούμε αν, αυτό που παρουσιάζεται ως αυτοδιάθεση του σώματος, ορισμένες φορές είναι συνέπεια ενός άλλου κοινωνικού καταναγκασμού, είτε ως πίεση του περιβάλλοντος στην περίπτωση των ανηλίκων ή πολύ νεαρών εγκύων, είτε ως διαφαινόμενο αδιέξοδο και αδυναμία αντιμετώπισης των γονικών υποχρεώσεων. Αυτό δεν μοιάζει πολύ με ελεύθερη επιλογή και αυτοδιάθεση. Το ζήτημα δεν είναι λοιπόν η απαγόρευση, η ενοχοποίηση ή ο στιγματισμός των γυναικών που αντιμετωπίζουν μια εγκυμοσύνη ως ανεπιθύμητη, αλλά η υποστήριξη ώστε η όποια απόφαση να είναι προϊόν μιας ώριμης επιλογής, αφού έχουν σταθμιστεί όλες οι εναλλακτικές, της υιοθεσίας περιλαμβανόμενης.

Για όλα αυτά βέβαια προϋποτίθεται να υπάρχει πολιτική βούληση. Και εδώ αρχίζουν τα ελλείμματα. Στην πελατειακή εκδοχή της πολιτικής, τα αγέννητα που δεν ψηφίζουν δεν μπορούν να αποτελέσουν «τάργκετ γκρουπ». Όσο για το νοιάξιμο για το μέλλον αυτού του έθνους και αυτής της κοινωνίας, αποτελεί ζητούμενο, αγαθό σε ανεπάρκεια, στην εποχή μας.

Δημοφιλή