Fabrizio Cassol: Τι άλλο μπορείς να κάνεις από το να προσπαθείς να φέρεις όλους τους ανθρώπους πιο κοντά;

Fabrizio Cassol: Τι άλλο μπορείς να κάνεις από το να προσπαθείς να φέρεις όλους τους ανθρώπους πιο κοντά;
Chris van der Burght

Δεν είναι πολλές οι χορευτικές ομάδες τις οποίες διευθύνουν από κοινού ένας χορογράφος και ένας συνθέτης όπως συμβαίνει με την βελγική κολεκτίβα C de la B και αντίστοιχα με τους συνιδρυτές της Alain Platel και Fabrizio Cassol. Δεν γνωρίζω σχεδόν τίποτα από χορό αλλά, με αφορμή την έλευση της C de la B για πολλοστή φορά στην Ελλάδα και για δεύτερη στην Στέγη Ιδρύματος Ωνάση όπου θα παρουσιάσουν τη νέα εργασία τους «Requiem pour L.», η «δυαρχία» αυτή και μόνον ήταν ένας πολύ καλός λόγος για να με ενδιαφέρει μία συνέντευξη με τον Fabrizio Cassol. Προς μεγάλη έκπληξη μου όμως η συζήτηση με τον πενηντατετράχρονο δημιουργό μου αποκάλυψε όχι μόνον έναν θαυμάσιο μουσικό μα και έναν ιδιαίτερα καταρτισμένο εθνομουσικολόγο με πολλές γνώσεις για την διεθνή λαογραφία αλλά και έναν άνθρωπο ο οποίος κατανοεί πολύ καλά και ξεκάθαρα το τι συμβαίνει στον σημερινό κόσμο πίσω από την βιτρίνα πολλές φορές της «επίσημης» πολιτικής και μάλιστα με τις θέσεις του να εδράζονται, αξιακά αλλά ακόμα και φιλοσοφικά, πάρα πολύ στέρεα στον πιο αυθεντικό και αληθινό ευρωπαϊκό ουμανισμό!

Francoise Plissart

Τι σας έκανε ως μουσικό να ενδιαφερθείτε τόσο για τον χορό ώστε ένα μεγάλο μέρος του έργου σας να είναι συνθέσεις για αυτόν;

Για εμένα η μουσική και η όρχηση ή, πιο σωστά ίσως, η κίνηση του σώματος είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, πριν από όλα στους εκτελεστές της μουσικής, σε αυτούς που την παίζουν. Αυτό το βλέπουμε σε πολλά μνημεία πολιτισμών αλλά και σε περιοχές της γης όπου διατηρούνται ακόμα πρωτογενείς, αρχαϊκοί πολιτισμοί. Η ίδια η μουσική λοιπόν και τελικά αυτή που έγραφα ο ίδιος με οδήγησε από πολύ νωρίς να ασχοληθώ με τον χορό και να συνεργαστώ με χορογράφους και ανάλογες ομάδες από το Βέλγιο και όχι μόνον όπως οι pitié! (Coup Fatal), Anne Teresa De Keersmaeker (Rosas), the Samoan Lemi Ponifasio (Mao Company), the Congolese Faustin Linyekula (studio Kaboka) και βέβαια, από μια στιγμή και μετά, μαζί με τον Alain Platel με την C de la B η οποία είναι και η πλέον διαρκής και σταθερή παρουσία μου στα χορευτικό γίγνεσθαι.

Είναι λίγο παράξενη αυτή η σύμπραξη σας, έτσι δεν είναι; Εννοώ ότι συνήθως βλέπουμε έναν χορογράφο να συνεργάζεται μόνιμα με έναν σκηνοθέτη, όπως το ίδιο συμβαίνει αρκετά συχνά και με συνθέτες αλλά σπάνια έναν χορογράφο και έναν συνθέτη να συναποτελούν ένα τόσο αρμονικό και επιτυχημένο δημιουργικό δίδυμο.

Ναι, είναι παράξενη και όχι εύκολα κατανοητή, πολλές φορές ούτε καν από εμάς τους ίδιους αλλά δεν είναι θετικό να ψάχνεις την λύση σε άλυτα μυστήρια! (γέλια). Ομως έτσι ήταν από την πρώτη στιγμή, όταν συναντηθήκαμε για πρώτη φορά συγκυριακά σε ένα ξενοδοχείο της Ιερουσαλήμ όπου βρισκόμασταν και οι δύο για λόγους εργασίας, εκείνος ερχόταν και εγώ θα έφευγα. Παρότι ήμασταν για πολύ λίγες ώρες αμφότεροι στο ξενοδοχείο ξεκινήσαμε αμέσως να δουλεύουμε πάνω σε ένα project το οποίο σκεφτήκαμε εκείνη την στιγμή και από τότε δεν έχουμε σταματήσει! Έχουμε δουλέψει με όλους τους δυνατούς τρόπους και μεθόδους, άλλοτε ξεκινά/ εκείνος κάτι και γράφω την μουσική για αυτό στη συνέχεια, άλλοτε έχω ήδη έτοιμο ένα μέρος της μουσικής και δουλεύει με βάση αυτό, άλλοτε δουλεύουμε εξαρχής παράλληλα και ταυτόχρονα αλλά πάντα στην διαδρομή καταλήγουμε να συναντιόμαστε, να συμφωνούμε και, το σημαντικότερο ίσως, να αλληλοσυμπληρωνόμαστε. Οτιδήποτε κάνω του δίνει περισσότερη ελευθερία να εργαστεί και ακριβώς το αντίστοιχο συμβαίνει με εκείνον και εμένα, νομίζω ότι αυτό είναι το μυστικό της τόσο αρμονικής συνεργασίας μας. Πιστεύω επίσης ότι δύο είναι τα στοιχεία που διακρίνουν τον Alain και τον καθιστούν τόσο καλό συνεργάτη, το πρώτο είναι η «μουσικότητα» του, αν και δηλαδή δεν είναι μουσικός η αίσθηση και η αντίληψη του για την μουσική είναι τόσο καλή όσο και αυτών οι οποίοι την παίζουν, κάτι που σίγουρα δεν διαθέτουν όλοι οι χορογράφοι. Το δεύτερο που ίσως και να προκύπτει από το πρώτο είναι ότι, αντίθετα με τους περισσότερους χορογράφους μα και σκηνοθέτες, δεν φοβάται την μουσική. Άλλοι δεν θέλουν την μουσική πολύ έντονη ή ακόμα και απλά ηχητικά δυνατή, φοβούνται ότι θα αποσπάσει την προσοχή του κοινού από την δική τους δουλειά. Ο Alain όχι μόνο δεν το φοβάται αυτό αλλά αντίθετα το επιδιώκει, φέρνει την μουσική στο επίκεντρο, την κάνει δομικό στοιχείο της χορογραφίας του. την ενσωματώνει σε αυτήν. Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη για αυτό από το ότι σε πολλά έργα μας δεν υπάρχουν καν αληθινοί/επαγγελματίες χορευτές, την χορογραφία εκτελούν με την διδασκαλία και τις οδηγίες του τα μέλη της ορχήστρας.

Ας γυρίσουμε όμως για λίγο στο ξεκίνημα σας, όταν αρχίζατε την διαδρομή σας στην μουσική με ένα γκρουπ στο οποίο μάλιστα με την ιδιότητα σας του σαξοφωνίστα ήσασταν και ο βασικότερος ίσως εκτελεστής, τους Aka Moon…

(Με διακόπτει) Δεν το προφέρεις σωστά, δεν είναι τα αρχικά της αγγλικής έκφρασης also known as αν και φυσικά ήταν και ένα λογοπαίγνιο με αυτήν αλλά η λέξη Ακα, το όνομα δηλαδή της αφρικανικής φυλής πυγμαίων Ακα. Ο λόγος είναι ότι ακριβώς πριν σχηματίσω το γκρουπ το 1992 είχα περάσει ένα μεγάλο διάστημα με αυτή την φυλή, ήταν η πρώτη από τις πολλές που ακολούθησαν μουσικολογικές έρευνες πεδίου μου και αναμφίβολα αυτή που καθόρισε το τρόπο που αντιλαμβάνομαι την μουσική και διαμόρφωσε το πως θα έκανα την δική μου στη συνέχεια. Το τελευταίο βράδυ πριν φύγω που είχε πανσέληνο ετοίμασαν μια μεγάλη γιορτή για να με αποχαιρετήσουν. Το πρωί αναχώρησα, επέστρεψα στο Βέλγιο και σχημάτισα το συγκρότημα στο οποίο έδωσα το όνομα Aka Moon ως φόρο τιμής σε αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους που μπορεί μεν να μην έχουν έναν τόσο ανεπτυγμένο όσο ο δικός μας πολιτισμό αλλά είναι αληθινά τόσο καλοί, φιλόξενοι και ευγενείς. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν καν όροι όπως world music έτσι υποχρεωτικά το γκρουπ εντάχθηκε στην κατηγορία jazz που άλλωστε ήταν και το πρώτο ιδίωμα το οποίο αγάπησα και η αφορμή για να γίνω μουσικός. Στην πορεία βέβαια τα στοιχεία από την ethnic μουσική σχεδόν όλου του πλανήτη, την world music δηλαδή, γίνονταν όλο και περισσότερα και η jazz είναι πλέον μόνο μια από τις πάρα πολλές αναφορές μας. Γιατί οι Aka Moon δεν έχουν πάψει να υπάρχουν ούτε για μια στιγμή όλο αυτό το διάστημα, περισσότερα από είκοσι πέντε χρόνια πια, αν και φυσικά με πιο πολυμελείς συνθέσεις κι όχι λίγες αλλαγές. Εξακολουθούν πάντως να είναι και με το παραπάνω ενεργοί και διαθέτω σε αυτούς περίπου τον μισό χρόνο μου, παράλληλα με την μουσική που γράφω για χορό, όπερες και τις υπόλοιπες δραστηριότητες μου.

Το ένα από τα υπόλοιπα δύο μέλη στην αρχή, όταν ήσασταν ακόμα τρίο, είναι ελληνική καταγωγής, έτσι δεν είναι;

Φυσικά, οι γονείς του Michel Hatzigeorgiou είναι Έλληνες! Ο Μιχάλης είναι πολύ καλός εκτελεστής του μπουζουκιού, μπορούσα να κάθομαι με τις ώρες να τον ακούω να παίζει μπουζούκι και μετά, όταν αρχίζαμε την πρόβα, πολλές φορές τον παρακινούσα να παίζει και το κοντραμπάσο όπως το μπουζούκι και συνήθως δεν μου το αρνείτο! (γέλιο)

Αρα γνωρίζετε ήδη αρκετά για την ελληνική λαϊκή μουσική. Ποια είναι η γνώμη σας για αυτήν; Σας αρέσει, υπάρχει πιθανότητα να χρησιμοποιήσετε στοιχεία της σε μελλοντικά έργα σας;

Μα το έχω κάνει ήδη, έχω χρησιμοποιήσει μια – δυο φορές τον θαυμάσιο ρυθμό του ρεμπέτικου στο πλαίσιο του ενδιαφέροντος μου για την βαλκανική μουσική που βέβαια είναι μέρος της έρευνας και της έμπρακτης ενασχόλησης μου με τις παραδοσιακές μουσικές από ένα πολύ μεγάλο τμήμα του κόσμου, Ινδία, Κίνα, Ιαπωνία, Μέση Ανατολή, κεντρική και ανατολική Αφρική, Νότια Αμερική. Την τελευταία φορά μάλιστα που είχαμε έρθει στην Ελλάδα ο Μιχάλης με πήγε να ακούσω και μου γνώρισε μερικούς Ηπειρώτες μουσικούς, το πεντατονικό ιδίωμα της περιοχής μου φαίνεται πάρα πολύ ενδιαφέρον και σίγουρα θα το χρησιμοποιήσω περισσότερο στο μέλλον. Εντυπωσιάστηκα επίσης πάρα πολύ από κάποιους εξαιρετικούς εκτελεστές του κλαρινέτου που υπάρχουν στην Ήπειρο!

Επηρεαστήκατε μήπως καθόλου από αυτούς ή έστω προσπαθήσατε να μεταφέρετε τον τρόπο που παίζουν κλαρινέτο στο παίξιμο σας στο σαξόφωνο;

Τι ακριβώς σημαίνει «επιρροή»; Προσωπικά πάντως σαν σαξοφωνίστας δεν προσπάθησα ποτέ να αντιγράψω κανέναν, ούτε καν να τον μιμηθώ. Εχοντας ξεκινήσει από την jazz μελέτησα πολύ και εις βάθος τον Charlie Parker, μπορώ ποτέ να γίνω Charlie Parker; Προφανώς όχι. Μελέτησα επίσης πολύ τον John Coltrane, μπορώ να παίξω σαν αυτόν; Είναι αδύνατον αλλά ούτε και με ενδιαφέρει. Άλλωστε όσο παράδοξο και αν φαίνεται η σημαντικότερη επιρροή μου ως εκτελεστή δεν είναι από άλλους εκτελεστές, πνευστών ή οποιουδήποτε άλλου οργάνου, αλλά από ερμηνευτές/ιες. Έχω διδαχθεί και αποκομίσει πολλά περισσότερα για το πως να παίζω σαξόφωνο ακούγοντας ανδρικές και γυναικείες φωνές να τραγουδούν παρά από άλλους μουσικούς! Χρησιμοποιώ επίσης με ανάλογο τρόπο το σαξόφωνο και όταν συνθέτω έργα εντελώς ανεξάρτητα από τους Aka Moon. Όταν δηλαδή συνεργάστηκα για πρώτη φορά με μη Δυτικούς μουσικούς οι οποίοι δεν γνωρίζουν σημειογραφία ο μόνος τρόπος για να τους δείξω τα μέρη τους ήταν να τους τα παίξω στο σαξόφωνο, ένα – ένα όργανο χωριστά με τον τρόπο που παίζεται, ακόμα και τα φωνητικά μέρη στους ερμηνευτές! Με την εμπειρία βέβαια έμαθαν τον τρόπο που γράφω, ενορχηστρώνω και γενικότερα δουλεύω και πλέον ευτυχώς δεν χρειάζεται να το κάνω αυτό, όχι τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό.

Chris van der Burght

Επιστρέφοντας στην C de la B υπάρχει κάτι ως «κεντρική ιδέα» που να διατρέχει το σύνολο το μέχρι τώρα έργου σας;

Φυσικά και δεν είναι άλλη από αυτή που φαίνεται από την ίδια την μέθοδο της δουλειάς μας αλλά και από το ποιους συνεργάτες επιλέγουμε, το ότι προέρχονται δηλαδή από τόσες διαφορετικές χώρες. Αυτό που πριν και πάνω από όλα μας ενδιαφέρει σταθερά είναι το να φέρουμε κοντύτερα τους ανθρώπους, όλους τους ανθρώπους, από όσα περισσότερα μέρη του κόσμου είναι δυνατόν, καταρχήν εντός της ομάδας και διαμέσου αυτής και της δουλειάς μας και το κοινό πολλών και διαφορετικών τόπων. Ο λόγος που μας ενδιαφέρει τόσο αυτό είναι πάρα πολύ απλός, πιστεύουμε ότι μόνο με την αμοιβαία προσέγγιση οι άνθρωποι μπορούν να γνωρίσουν και να κατανοήσουν καλύτερα τους άλλους. Γνωρίζοντας όμως καλύτερα τους άλλους γνωρίζεις πληρέστερα και βαθύτερα και τον ίδιο τον εαυτό σου, ισχύει για όλους και φυσικά και για εμάς του ίδιους.

Και όσον αφορά στο καινούριο έργο; Γιατί επιλέξατε το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ και ποιο μήνυμα προσπαθείτε ίσως να δώσετε διαμέσου αυτής της επιλογής σας;

Επιλέξαμε το «Ρέκβιεμ» γα μα σειρά από λόγους. Πριν από όλα ο Μότσαρτ δεν άφησε απλά ημιτελές το έργο αυτό, μουσικολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι στην πραγματικότητα έγραψε ένα μικρό μάλλον ποσοστό του και το υπόλοιπο συμπληρώθηκε και ολοκληρώθηκε από αρκετούς άλλους συνθέτες στη συνέχεια. Αν αφαιρέσουμε αυτές τις μεταγενέστερες προσθήκες και φτάσουμε στο αυθεντικό μουσικό κείμενο που πρόλαβε να γράψει ο Μότσαρτ θα δούμε ότι έχει πάρα πολλά κενά πριν ακόμα από το σημείο όπου ο θάνατος τον σταμάτησε, αλλού υπάρχουν φωνητικά μέρη αλλά λείπει η μουσική, αλλού μόνο μουσική, σε άλλα σημεία είναι φανερό ότι η ενορχήστρωση δεν είναι ολοκληρωμένη. Αντιλαμβάνεσαι τότε ότι επί της ουσίας βρίσκεσαι εμπρός σε ένα σχεδίασμα μόνο του τελευταίου έργου αυτής της μουσικής μεγαλοφυΐας και αυτό συνιστά τρομερά μεγάλη πρόκληση και κυρίως παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον, όχι το να προσπαθήσεις να σκεφτείς όπως ο Μότσαρτ και να το ολοκληρώσεις στην θέση του όπως έκαναν οι συνθέτες οι οποίοι το συμπλήρωσαν αλλά να το προχωρήσεις πολύ πιο πέρα, σε άγνωστες κατευθύνσεις που δεν είχαν περάσει καν από το μυαλό του γιατί πολύ απλά θα το κάνεις με την δική σου σκέψη, φιλοσοφία και αισθητική. Πέραν από την πολύ μεγάλη συνθετική και γενικότερα δημιουργική ελευθερία την οποία σου δίνει αυτό το γεγονός ο τρόπος που δουλεύουμε εμείς και βασίζεται ακριβώς στην πολυπολιτισμικότητα κάνει το έργο να περάσει σε μιαν εντελώς άλλη διάσταση. Ο δυτικός πολιτισμός δηλαδή του οποίου φορέας και μέτοχος ήταν και ο Μότσαρτ αντιμετωπίζει τον θάνατο σαν αιτία θλίψης και μόνον και άρα έμπνευσης για θρήνο. Σε άλλες κουλτούρες όμως η θεώρηση του θανάτου είναι πολύ διαφορετική και αντί για θρήνο είναι αιτία για εορτασμό, ίσως ακόμα και για ένα είδος παράδοξης χαράς. Η παράσταση μας δίνει και τiς δύο αυτές εκδοχές, τόσο του επιτάφιου θρήνου όσο και του ανάλογου εορτασμού, προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε αυτή την ιδιότυπη χαρμολύπη. Τέλος δεν θα μπορούσε να μην μας ενδιαφέρει μα και να μην μας εμπνεύσει ένα έργο το οποίο έχει ως θέμα του τον θάνατο, αυτό ακριβώς δηλαδή που κατά την άποψη μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα την ζωή και την αξία της.

Chris van der Burght

Η απάντηση σας με προκαλεί να σας κάνω μια τελευταία και καθαρά προσωπική ερώτηση. Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε θρησκευτική πίστη εσείς προσωπικά και από φιλοσοφικής άποψης πιστεύετε ότι ο θάνατος είναι το απόλυτο και οριστικό τέλος ή μία άλλη αρχή για κάτι το οποίο δεν γνωρίζουμε καν και ούτε μπορούμε να φανταστούμε;

Όντως πολύ προσωπική ερώτηση και πολύ δύσκολο να απαντηθεί, ειδικά στο πλαίσιο μία συνέντευξης. Θα πω μόνον ότι πιστεύω στην έννοια της συνέχειας, της σύνδεσης του παρόντος με το παρελθόν αλλά και το μέλλον, σε όλα τα επίπεδα και τόσο για κάθε άνθρωπο χωριστά όσο και για όλη την ανθρωπότητα. Αν δεν δεχτούμε αυτή τη συνέχεια, τότε η ζωή δεν θα έχει κανένα απολύτως νόημα και εγώ τουλάχιστον επαναστατώ σε αυτή την σκέψη. Αφού λοιπόν δέχομαι ότι υπάρχει συνέχεια δεν μπορώ παρά να πιστεύω ότι ο θάνατος δεν μπορεί να την διακόψει, άρα είναι μία διαφορετικού τύπου αρχή. Θα επισημάνω εδώ ότι αυτή η έννοια του θανάτου ως διαφορετικής αρχής δεν διαπιστώνεται μόνο σε όλες τις θρησκείες αλλά και σε σχεδόν όλους τους πολιτισμούς. Για την ακρίβεια υπάρχουν μόνο δύο εξαιρέσεις, η περιοχή της δυτικής Αφρικής όπου οι τοπικές θρησκευτικές δοξασίες είναι λιγότερο και από απλοϊκές, θα έλεγα ως και αληθινά πρωτόγονες και η άλλη ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό ανθρώπων στον δυτικό κόσμο του σήμερα. Αμφότερες δηλαδή αφορούν κοινωνίες στις οποίες, για εντελώς διαφορετικούς λόγους και με πολύ διαφορετικούς επίσης τρόπους, το άτομο ήταν ανέκαθεν ή στην πορεία έφτασε να είναι αποκομμένο όχι απλά από την κοινότητα του αλλά και από το σύνολο των ανθρώπων. Πιστεύω ότι σε αυτή την περίπτωση ο άνθρωπος έχει μόνο δύο επιλογές, ή θα δεχτεί ότι η ύπαρξη του δεν έχει καμία σημασία και αξία και θα παραμείνει οικειοθελώς για πάντα στο περιθώριο και στην σκιά ή θα προσπαθήσει να την νοηματοδοτήσει και εντέλει να την δικαιώσει με το να επιβληθεί στις υπάρξεις των άλλων. Είναι ακριβώς η δεύτερη κατηγορία που κατά κανόνα πιστεύει ότι ο θάνατος είναι το οριστικό τέλος, ακριβώς γιατί αυτό αυξάνει την ικανοποίηση τους για την επιβολή τους στους άλλους στο σύντομο διάστημα της ζωής. Και δεν μπορώ να μην πω σε αυτό το σημείο ότι αυτή η άποψη αυτή είναι η άκρως αντίθετη από εκείνη την οποία εκφράζουμε ως C de la B καθώς στο επίκεντρο του έργου μας βρίσκεται ακριβώς η θέση ότι το άτομο αντλεί την σημασία του από το σύνολο ενώ ταυτόχρονα συμβάλλει μαζί με όλα τα υπόλοιπα στην ολοένα αυξανόμενη αξία αυτού που λέμε ανθρωπότητα. Όλα μας τα έργα δεν προσπαθούν να είναι τίποτα περισσότερο από αυτό...

Αμήν...

Το νέο έργο της βελγικής χορευτικής ομάδας C de la B θα παρουσιαστεί στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών από την Πέμπτη 12 Απριλίου έως και το Σάββατο 14 Απριλίου

Δημοφιλή