H Τουρκία, ο Ερντογάν και οι φόβοι για την Ελλάδα

H Τουρκία, ο Ερντογάν και οι φόβοι για την Ελλάδα
Goran Tomasevic / Reuters

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα θα πρέπει κάποια στιγμή να αναλύσει σοβαρά, μεθοδικά και με ακριβή τρόπο χωρίς εθνικιστικές εξάρσεις το σύνολο των θεμάτων που αφορούν την Τουρκία:

- Ποιος θα είναι ο χαρακτήρας της Τουρκίας τα επόμενα χρόνια;

- Πώς θα διαμορφωθεί η σχέση της με την ΕΕ;

- Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις και οι προοπτικές για την Ελλάδα και τη Κύπρο;

- Πώς πρέπει να διαμορφωθεί η εθνική μας στρατηγική;

Φυσικά, η Τουρκία είχε πάντοτε ειδική σημασία για εμάς τους Έλληνες. Όπως φαίνεται και από μετρήσεις που έχουν γίνει στη γειτονική μας χώρα, μόνο ένα μικρό ποσοστό μας θεωρεί ως τον μεγαλύτερό τους εχθρό.

Το πρόβλημα για εμάς είναι ότι η Τουρκία εξελίσσεται όλο και περισσότερο σε μια καχεκτική δημοκρατία με αυταρχικές τάσεις. Με αυτό τον τρόπο απομακρύνεται η Ευρωπαϊκή προοπτική της καθώς και η πιθανότητα σύγκλισης σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής με τη χώρα μας.

Αυτό δεν είναι κάτι το επιθυμητό για εμάς. Αποτελεί κοντόφθαλμη και επικίνδυνη λογική να θεωρούμε θετική εξέλιξη τη γιγάντωση των προβλημάτων της γείτονας. Μια αποσταθεροποιημένη Τουρκιά δεν είναι καλό σενάριο για την σταθερότητα και την ευημερία της ευρύτερης περιοχής.

Εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα για τη χώρα μας είναι και το προσφυγικό, όπου ο κ. Ερντογάν έχει συνεισφέρει αρνητικά στο ανθρώπινο δράμα που εξελίσσεται εδώ και χρόνια.

Ήδη, από την αρχή της κρίσης η Τουρκία συστηματικά προσπαθεί να εκμαιεύσει οικονομικά και πολιτικά οφέλη από την ΕΕ με αντάλλαγμα τη συνεργασία της στα πλαίσια της Δήλωσης ΕΕ – Τουρκίας. Πολλοί εκ παραδρομής την ονομάζουν Συμφωνία. Όμως συνειδητά επιλέχθηκε η μορφή της απλής Δήλωσης, καθώς σε κάθε άλλη περίπτωση θα κινδύνευε να καταπέσει τόσο στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για παραβίαση βασικών αρχών του ανθρωπιστικού δικαίου.

Δυστυχώς, η Ευρώπη συνεχίζει να αγνοεί ότι ο κ. Ερντόγαν εκμεταλλεύεται τους πρόσφυγες για τους δικούς του σκοπούς ώστε να αποχτήσει προνομιακές σχέσεις με τους Σουνίτικους πληθυσμούς στην Συρία και μελλοντικά να τους αξιοποιήσει για δημογραφικούς λόγους, αλλοιώνοντας τη σύνθεση Κουρδικών και άλλων τοπικών πληθυσμών.

Τουρκική οικονομία

Στην οικονομία, παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της εποχής Ερντογάν δεν είναι όλα ρόδινα. Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών έχει διευρυνθεί σημαντικά, το μερίδιο της μεσαίας τάξης και των οικονομικά πιο ανίσχυρων στο ΑΕΠ συρρικνώθηκε από 65% το 2000 σε 50% το 2014. Αντίστοιχα, η οικονομική ελίτ αύξησε το μερίδιο της από 35% σε 50%.

Ταυτόχρονα, ο πληθωρισμός παραμένει υψηλός, η εξυπηρέτηση του εξωτερικού ιδιωτικού χρέους είναι μια δύσκολη υπόθεση. Πρόσφατα είδαμε τις απεγνωσμένες προσπάθειες της Τουρκικής Κεντρικής Τράπεζας να σταθεροποιήσει τη λίρα -παρά την αρνητική συμβολή του ίδιου του κ. Ερντογάν σε αυτό το θέμα.

Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι επί Ερντογάν είχαμε και μια εμφανή τάση συντηρητικοποίησης της κοινωνίας. Δεν είναι μόνο ότι όλο και περισσότερες γυναίκες επιλέγουν να φοράνε μαντίλα. Είναι και ο δεκαπλασιασμός των παιδιών που σπουδάζουν σε θρησκευτικά σχολεία τα τελευταία χρόνια.

Οι εκλογές του Ιουνίου είναι σημαντικές και έναν ακόμη λόγο. Την επόμενη μέρα θα ενεργοποιηθούν οι διατάξεις του περσινού δημοψηφίσματος, που προβλέπουν τη μεταβολή της Τουρκίας προς ένα σύστημα το οποίο προσομοιάζει το προεδρικό μεν αλλά χωρίς τις εξισορροπητικές και αντισταθμιστικές προβλέψεις που συνήθως έχουν αυτά τα συντάγματα. Εδώ δεν θα υπάρχει διάκριση εξουσιών: αντίθετα ο σκοπός είναι η συγκέντρωση εξουσιών κατά το πρότυπο του Πούτιν, ο έλεγχος της οικονομίας, της δικαιοσύνης αλλά και των ΜΜΕ.

Μία πρόγευση για το τι θα επακολουθήσει μπορούμε να δούμε και σήμερα, όπου ένας από τους υποψηφίους Προέδρους, ο κ. Ντερμιτάς διεξάγει τον προεκλογικό του αγώνα από τη φυλακή και όποιο Μέσο τολμά να ασκήσει διώκεται.

Διμερείς σχέσεις

Η Τουρκία σήμερα αντιμετωπίζει προβλήματα σχεδόν σε όλο το εύρος των διμερών σχέσεων της, ειδικά με τις γειτονικές της χώρες αλλά και με την ΕΕ.

Με την Ελλάδα και την Κύπρο έχουμε συνεχείς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, προκλητικές κινήσεις του Τουρκικού ναυτικού και Ακτοφυλακής στο Αιγαίο και την ευρύτερη περιοχή της Κύπρου και, φυσικά, την παράνομη παρακράτηση των δυο ελλήνων στρατιωτικών.

Τις τελευταίες μέρες είχαμε και απειλές για την ασφάλεια των Τούρκων στρατιωτικών που βρίσκονται στην Ελλάδα. Είναι πρωτοφανές να διατυπώνονται απειλές περί απαγωγής ατόμων που ήδη βρίσκονται ή ζητούν να βρεθούν σε καθεστώς διεθνούς προστασίας σε κράτος-μέλος της Ένωσης, πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που η Τουρκία διατηρεί το καθεστώς χώρας υποψήφιας προς ένταξη.

Όλες αυτές οι εκφάνσεις της Τουρκικής επιθετικότητας εντάσσονται σε ένα κοινό πλαίσιο επιδιώξεων. Ο κ. Ερντογάν ελέγχει τον ρυθμό της έντασης στο βαθμό που τον εξυπηρετεί ως προς το εσωτερικό του ακροατήριο. Ειδικά, τώρα που καλλιεργεί τις σχέσεις του με την άκρα δεξιά των Γκρίζων Λύκων του κ. Μπαχτσελί και επιθυμεί να λεηλατήσει το εθνικιστικό στρατόπεδο.

Ταυτόχρονα, η Άγκυρα έχει ανοιχτά μέτωπα με στρατιωτικές επιχειρήσεις σε δυο ακόμη γειτονικές της χώρες, στο Ιράκ και τη Συρία ενώ και οι σχέσεις με την Αρμενία είναι παγωμένες, με τα χερσαία σύνορα μεταξύ των δύο χωρών να παραμένουν κλειστά για σχεδόν 25 χρόνια.

Πέρα από το γειτονία μας, με τις ΗΠΑ οι σχέσεις ήταν ήδη προβληματικές από την εποχή του πολέμου στο Ιράκ και της άρνησης της Τουρκίας να επιτρέψει τη διέλευση αμερικανικών στρατευμάτων. Επιδεινωθήκαν περαιτέρω, με αφορμή τον Συριακό εμφύλιο, την ανοχή στις επιχειρήσεις του Ισλαμικού Κράτους, την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος πριν από δυο χρόνια, καθώς βέβαια και την αντιπαλότητα με τις κουρδικές δυνάμεις στην Συρία. Ιδιαίτερα οι τουρκικές επιχειρήσεις στο Άφριν της Συρίας, κατά των Κουρδικών δυνάμεων, οι οποίες με την υλικοτεχνική υποστήριξη των Αμερικανών, ήταν αυτές που αντιμετώπισαν το Ισλαμικό Κράτος στην Συρία, αποτέλεσαν ένα ισχυρό πλήγμα.

Η παραγγελία Ρώσικων αντιαεροπορικών συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς S-400 δημιούργησαν καινούργιους κλυδωνισμούς σε αυτή τη σχέση, αν και πριν από λίγες μέρες αυτή ανεστάλη. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι δεν υπήρξε ακύρωση αλλά απλά αναβολή για 19 μήνες – προφανώς ώστε να διατηρηθεί ανοιχτή η απειλή επαναπροσέγγισης με τους Ρώσους, εάν δεν βελτιωθούν οι σχέσεις με τις ΗΠΑ.

Η επαναπροσέγγιση με τις ΗΠΑ δεν θα αποκαταστήσει βέβαια το παλαιότερο κλίμα στενής συνεργασίας Ουάσιγκτον – Άγκυρας, επί ψυχρού πολέμου. Η Τουρκία του Ερντογάν έχει έρθει σε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ σε πολλαπλά επίπεδα. Ωστόσο, η γεωστρατηγική της αξία καθώς και ο κίνδυνος ευκαιριακών συνεργασιών με τη Ρωσία αποτελούν σημαντικά διακυβευματα για τις ΗΠΑ και δεν πρόκειται να αγνοηθούν.

Πρέπει να το θεωρούμε δεδομένο ότι η Αμερικανική διπλωματία θα προσπαθήσει να περισώσει ότι μπορεί από τη σχέση της με τη Τουρκία, παρά το γεγονός ότι δεν τρέφει ψευδαισθήσεις για τις μελλοντικές προοπτικές αυτής της σχέσης.

Ταυτόχρονα όμως και η Ρωσία θα προσπαθήσει να διατηρήσει τις διμερείς σχέσεις σε ένα λειτουργικό επίπεδο γιατί με αυτό τον τρόπο διαβλέπει μια ευκαιρία να εμβολίσει τη δυτική συμμαχία.

Σχέσεις με την Ευρώπη

Οι σχέσεις με την ΕΕ είναι επίσης σε εξαιρετικά προβληματικό επίπεδο. Η ευρωπαϊκή προοπτική έχει απομακρυνθεί ως ενδεχόμενο τουλάχιστον για το ορατό μέλλον.

Είναι χαρακτηριστικό, πως, όχι τόσο πολύ πίσω, μόλις τέσσερα χρόνια πριν, όταν ξεκινούσε η θητεία μου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατά τη διάρκεια της συζήτησης για την Έκθεση Προόδου της Τουρκίας, παλεύαμε για να μπορέσουμε να προσθέσουμε κάποια σημεία για την Τουρκική επιθετικότητα και την ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων της Ελληνικής Μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο καθώς βέβαια και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μάλιστα, ακόμα και για τα αυτονόητα, όπως είναι η καταδίκη του casus beli έπρεπε να παλέψουμε καθώς δεν είχε υιοθετηθεί στην ψηφοφορία στην Επιτροπή και χρειάστηκε να την ξανακαταθέσουμε με πρωτοβουλία μου στην Ολομέλεια ώστε να συμπεριληφθεί στο τελικό κείμενο.

Αντιθέτως, στο ψήφισμα που υιοθετήσαμε τον περασμένο Ιούλιο, όλα τα αιτήματά μας έγιναν αμέσως αποδεκτά με μεγάλη πλειοψηφία.

Αυτονόητο αλλά αξίζει να αναφερθεί πως το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την παράνομη φυλάκιση των δύο Ελλήνων Στρατιωτικών υιοθετήθηκε σχεδόν ομόφωνα από την Ολομέλεια με 607 ψήφους υπέρ και μόλις 7 κατά και 18 αποχές.

Τι να κάνει η Ελλάδα;

Δοθέντων όλων αυτών πρέπει να αναρωτηθούμε: Ποια στρατηγική πρέπει να ακολουθήσει η Αθήνα;

Χρειαζόμαστε ένα νέο σχεδιασμό για τις σχέσεις Ελλάδος – Τουρκιάς που θα περιλαμβάνουν όμως και την ΕΕ.

Κατά κύριο λόγο η Ελλάδα οφείλει να αντιμετωπίσει την ένταση στο Αιγαίο και την Κύπρο με ψυχραιμία και σοβαρό σχεδιασμό. Η Ελλάδα ως ευρωπαϊκή χώρα οφείλει να εργάζεται συστηματικά και χωρίς μεγάλα λόγια για την αποκλιμάκωση της έντασης.

Στις εξάρσεις της Άγκυρας, οι πάσης φύσεως απαντήσεις και πρωτοβουλίες πρέπει να είναι μελετημένες και χωρίς επικοινωνιακά σόου όπως συνηθίζει ο κ. Καμμένος.

Στο παρελθόν είχαμε χαράξει μια στρατηγική που εδραζόταν στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Μια δυτική, ευρωπαϊκή και δημοκρατική Τουρκία θα ήταν προς το συμφέρον και την Ελλάδας αλλά και της ΕΕ.

Η λογική ήταν ότι καθώς η Τουρκία θα έμπαινε στο κανάλι της διαπραγμάτευσης για την είσοδο της ως πλήρες μέλος στην ΕΕ, θα αναγκαζόταν να απορρίψει την, μέχρι τότε, επιθετική στρατηγική της, προσαρμόζοντας την στους κανόνες καλής γειτονιάς που πρέπει διέπουν τις διμερείς σχέσεις μεταξύ Κ-Μ της ΕΕ.

Η πολιτική αυτή που είχε διατυπωθεί πρώτη φορά στην Σύνοδο Κορυφής στο Ελσίνκι, και επέτρεψε μεταξύ άλλων την είσοδο της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο να φύγει από τη χώρα μας, η ευθύνη για τη μη έναρξη των διαπραγματεύσεων, φαίνεται ότι πλέον δεν μπορεί να αποτελεί μονόδρομο.

Η πιθανότητα πλήρους ένταξης της Τουρκίας εφόσον βέβαια υπάρξει συμμόρφωση με τα κριτήρια εισόδου, αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός. Για το λόγο αυτό πρέπει να ετοιμαζόμαστε και να συζητάμε τι θα γίνει στην περίπτωση που οι προτεραιότητες τόσο της ΕΕ όσο και της γειτονικής μας χώρας αλλάξουν.

Στη παρούσα χρονική περίοδο, και με δεδομένο ότι την επομένη των εκλογών θα τεθεί σε ισχύ το νέο Σύνταγμα, το οποίο έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με τα ενταξιακά κριτήρια της Κοπεγχάγης θα πρέπει να ληφθούν σημαντικές αποφάσεις για τη σχέση ΕΕ-Τουρκίας.

Ήδη το Κοινοβούλιο έχει προτείνει με μεγάλη πλειοψηφία την επίσημη αναστολή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία όταν η Συνταγματική μεταρρύθμιση αρχίσει να εφαρμόζεται. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αναστολή των διαπραγματεύσεων συνεπάγεται και διακοπή της προενταξιακής χρηματοδότησης.

Οι εκλογές και το μέλλον

Οι επερχόμενες εκλογές θα οδηγήσουν σε αλλαγή της φυσιογνωμίας του τουρκικού κράτους και τότε η Ευρώπη θα είναι αναγκασμένη να σκεφτεί σοβαρά εναλλακτικά σχέδια.

Μέχρι σήμερα η Τουρκία ήταν για την Ευρώπη ένας ενοχλητικός αλλά πολύ σημαντικός εταίρος σε μια ευαίσθητη περιοχή. Αύριο, αυτό δεν θα είναι καθόλου δεδομένο.

Η Ελλάδα οφείλει να πρωταγωνιστήσει στη διαμόρφωση της νέας σχέσης μεταξύ Βρυξελλών και Άγκυρας. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι με προτάσεις και διεκδικήσεις.

Ως πρώτο βήμα, και κατ’ ελάχιστο, η νέα σχέση πρέπει να περιλαμβάνει την επίσημη αναγνώριση της σημερινής πραγματικότητας: Αυτή τη στιγμή οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις είναι παγωμένες. Κανένα διαπραγματευτικό κεφάλαιο δεν αναμένεται να ανοίξει. Παράλληλα έχει ατονήσει η συζήτηση για την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης, λόγω κυρίως και της έλλειψης προόδου και τα πισωγυρίσματα σε βασικά ζητήματα.

Όλοι συμφωνούμε ότι η Τουρκία πρέπει να παραμείνει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Όμως η Ευρώπη πρέπει να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που διαθέτει, ιδιαίτερα στον οικονομικό και εμπορικό τομέα.

Ο κ. Ερντογάν αντιλαμβάνεται πολύ καλά ότι ο κόσμος αλλάζει.

Ότι από τον διπολισμό περάσαμε στον μονοπολισμό και τώρα στους πολύ-πολισμό. Επίσης ότι από την κυριαρχία της παγκοσμιοποίησης περνάμε στον πρωταρχικό ρόλο των περιφερειών και των περιφερειακών ηγεμόνων. Σε αυτή την αλλαγή ο Ερντογάν βλέπει ένα παράθυρο ευκαιρίας για την Τουρκία

Ο συνδυασμός του αναθεωρητισμού στα εξωτερικά μέτωπα και της καταπίεσης στο εσωτερικό δημιουργούν ένα εκρηκτικό μίγμα.

Κανείς δεν αμφισβητεί ότι ζούμε σε μια δύσκολη γειτονία.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να προσπαθούμε για την διαρκή βελτίωση των διμερών σχέσεων με όλες τις χώρες της περιοχής και ειδικά με την Τουρκία. Έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε ένα καλύτερο και ασφαλέστερο μέλλον τα παιδιά μας.

Αυτό όμως προϋποθέτει και την εφαρμογή ενός προσεκτικού σχεδίου, με ρεαλιστικά βήματα, καθώς και μια κοινή αντίληψη για τους όρους συνύπαρξης και ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή.

Δημοφιλή