Μέση Ανατολή: Σε στάση αναμονής

Μέση Ανατολή 2017: Οι πάντες σε στάση αναμονής
Khaled Abdullah / Reuters

Για την Μέση Ανατολή, το 2017 ήταν μία απολύτως αναμενόμενη χρονιά: Κανένα μέτωπο δεν έκλεισε, καινούργια άνοιξαν και καμία αισιόδοξη εξέλιξη δεν σημειώθηκε. Ωστόσο, τίποτα δεν παρέμεινε στάσιμο και νέες σημαντικές μεταβλητές έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους, κάνοντάς μας να αναμένουμε το 2018 με εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον.

Οι ΗΠΑ δεν άνοιξαν ακόμα τα χαρτιά τους

Καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς, ο νέος αμερικανός Πρόεδρος, φρόντισε να κρατήσει κλειστά τα χαρτιά του για τις προθέσεις της διακυβέρνησής του σε ό,τι αφορά την Μέση Ανατολή. Με εξαίρεση τον Δεκέμβριο, οπότε και αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, σε όλους τους προηγούμενους μήνες οι ΗΠΑ έδειχναν πως ήθελαν να διατηρήσουν χαμηλό προφίλ στα φλέγοντα ζητήματα που υφίσταντο ή ανέκυπταν στα ποικίλα ζητήματα της περιοχής. Ο Πρόεδρος Τραμπ έδειχνε, είτε ότι δεν ήταν ακόμα επαρκώς ενήμερος για την πολύπλοκη πραγματικότητα σε αυτή τη γωνιά του κόσμου, είτε ότι οι κύκλοι του Στέητ Ντηπάρτμεντ δεν είχαν πεισθεί πως το επιτελείο του νέου Προέδρου είναι αρκετά ικανό να αναλάβει πρωτοβουλίες. Δεν αποκλείεται, εν τέλει, να ίσχυαν και τα δύο. Παρ’ όλα αυτά, ανεξάρτητα με ό,τι πραγματικά ίσχυε, η αλλαγή της διακυβέρνησης και η ομολογουμένως ασυνήθιστη εικόνα που εξέπεμπε ο Λευκός Οίκος στην μετά-Τραμπ εποχή, δεν έκαναν καλό στην εικόνα, που έδινε η υπερδύναμη στην διεθνή διπλωματική σκηνή. Η διεθνής κοινή γνώμη, αλλά και οι σημαντικοί διεθνείς παίκτες, δεν έκρυψαν την αμηχανία και την δυσφορία τους για το τι θα πρέπει να περιμένουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ίδια δυσφορία παρατηρήθηκε και στην διπλωματική υπηρεσία στις ίδιες τις ΗΠΑ, που εκδηλώθηκε με παραιτήσεις σημαντικών προσώπων της ιεραρχίας, που είχαν θέσεις-κλειδιά στον καθορισμό της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Έτσι, ο ρόλος της Αμερικής στην Μέση Ανατολή έγινε αισθητός «δια της απουσίας του» καθ’ όλη τη διάρκεια του 2017. Η (αναγκαστική, όπως φαίνεται) στάση αναμονής που τήρησαν οι ΗΠΑ κατά το «πρώτο έτος Τραμπ» είχε και θετικά αποτελέσματα, υπό την εξής έννοια: Τονίσθηκαν οι επιδιώξεις των περιφερειακών παικτών στην Μέση Ανατολή, ξεκαθαρίζοντας σε πολλά σημεία το τοπίο - και όσα ίσως έχουμε να αναμένουμε το 2018.

Ο εμφύλιος στη Συρία

Το δράμα που εκτυλίσσεται στη Συρία δείχνει να μην έχει τέλος. Οι ασταθείς ισορροπίες ανάμεσα στις δυνάμεις του καθεστώτος Άσαντ, τους σουνίτες αντάρτες, τους Κούρδους όλων των αποχρώσεων, τις ιρανικές και τις τουρκικές δυνάμεις, ως επίσης και τις ισραηλινές αποσπασματικές αεροπορικές επιθέσειςόλοι αυτοί οι παράγοντες δείχνουν να τριγυρίζουν τον μόνο σταθερό άξονα που υπάρχει σήμερα στη Συρία: Την παρουσία της Ρωσίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ρωσία επέστρεψε για τα καλά στην πάλαι ποτε, μοναδική και απολύτως πιστή της σύμμαχο στην περιοχή. Πολλοί εξεπλάγησαν από την πρόσφατη δήλωση Πούτιν, ότι εντός της ερχόμενης διετίας, η ρωσική παρουσία στην χώρα θα αποτελεί παρελθόν. Πολύ λίγοι όμως, την πίστεψαν.

Το 2017 πραγματοποιήθηκε η τριμερής διάσκεψη των ηγετών της Ρωσίας, του Ιράν και της Τουρκίας – ένα γεγονός που πριν μερικά χρόνια θα φάνταζε ως fake news. Και όμως, αυτή είναι η σημερινή πραγματικότητα. Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε για την επόμενη χρονιά είναι ότι, εν τέλει, ποτέ δεν μάθαμε τι ακριβώς συμφωνήθηκε σε αυτή τη διάσκεψη. Και αυτό το κενό πληροφόρησης, αποτελεί μία είδηση από μόνη της. Προφανώς, οι τρεις αυτές σημαντικές χώρες αναμένουν τα βήματα της Ουάσινγκτον, η οποία διένυσε φέτος μία μακρά περίοδο προπαρασκευής. Έτσι, τα χαρτιά και της Ρωσίας παρέμειναν φέτος κλειστά, και δη κατά τρόπο επιδεικτικό σε ένα σημαντικό παρεπόμενο κεφάλαιο της συριακής κρίσης : Το Κουρδικό ζήτημα. Ένα ζήτημα, που μοιάζει να αποτελεί το νέο «κουτί της Πανδώρας», το οποίο κανείς δεν θέλει να ανοίξει, χωρίς να καταστούν απόλυτα σαφείς οι προθέσεις των ΗΠΑ.

Εδώ και χρόνια, η κατάσταση στη Συρία και οι ανταγωνισμοί που εκτυλίσσονται εκεί, αποτυπώνουν με εξαιρετική ακρίβεια όλους τους περιφερειακούς συσχετισμούς που ταλανίζουν την Μέση Ανατολή σήμερα. Το 2017 όμως, διαφέρει από όλες τις προηγούμενες χρονιές στα εξής δύο σημεία:

Αφ’ ενός, εκδηλώθηκε ξεκάθαρα το κοινό μυστικό της αμοιβαίας αντιπάθειας ανάμεσα στο Ριάντ και στην Τεχεράνη. Πρόκειται για έναν ανταγωνισμό που έχει τις ρίζες του από πολύ παλιά, με επίκεντρο τον γεωπολιτικό και οικονομικό έλεγχο του Περσικού (ή Αραβικού) Κόλπου. Ο τρόπος που διακόπηκαν οι διπλωματικές σχέσεις Σαουδικής Αραβίας-Ιράν, έσβησαν και την τελευταία αμυδρή ελπίδα, ότι η κατάσταση στη Συρία δεν θα οξυνόταν περισσότερο.

Αφ’ ετέρου, φέτος αναδείχθηκε ακόμα περισσότερο ξεκάθαρα ένας παράγοντας που είχαμε επισημάνει με ανάλυσή μας ακριβώς έναν χρόνο πριν, από την παρούσα ιστοσελίδα: Η ιστορική διασύνδεση Ισραήλ – Δρούζων στην Νότιο Συρία έδωσε την ευκαιρία στην κυβέρνηση Νετανιάχου να επικαλεσθεί την ασφάλεια του δρουζικού στοιχείου στη Συρία, ενθαρρύνοντας τους ομοεθνείς τους που υπηρετούν στον ισραηλινό στρατό να αναλάβουν σχετικές πρωτοβουλίες. Αν και οι κινήσεις του Ισραήλ εντός της Συρίας –με αφορμή την προστασία των Δρούζων που διαβιούν εκεί – ήταν πολύ περιορισμένες κατά τη διάρκεια του 2017, εκτιμάται ότι αυτές αποτελούν μία εξαιρετικά σημαντική εισαγωγή όσων πρόκειται να εκτυλιχθούν το 2018. Το ισραηλινό αίτημα για μια ζώνη ασφαλείας στην περιοχή που εκτείνεται βορείως και ανατολικώς των Υψωμάτων του Γκολάν, με περίμετρο που θα πλησιάζει τα περίχωρα της Δαμασκού, είναι σε πλήρη συμφωνία με όσα είχαν προηγηθεί πάλαι ποτε στον νότιο Λίβανο. Από ισραηλινής πλευράς, ήδη από το 2013 και εντεύθεν, έχουν δρομολογηθεί παρασκηνιακά οι κυριότερες πτυχές μίας τέτοιας εξέλιξης. Η διαφορά όμως είναι, ότι το Ισραήλ δεν προτίθεται να εισβάλει με δικές του στρατιωτικές δυνάμεις στην Νότιο Συρία για να αποκρούσει ευθέως τις δυνάμεις του Ιράν που φέρονται να διατηρούν σημαντικές βάσεις στην περιοχή. Τον ρόλο του Προκρούστη θα κληθούν να παίξουν είτε οι Δρούζοι της Συρίας, είτε το ίδιο το καθεστώς Άσαντ, με τις ευλογίες της Ρωσίας. Αλλά και πάλι, τίποτα δεν μπορεί να συμβεί, εάν η Ουάσινγκτον δεν δώσει το πράσινο φως. Η Ρωσία δεν προτίθεται να αναλάβει καμία πρωτοβουλία χωρίς αυτό.

Το μέτωπο Σαουδικής Αραβίας – Ιράν

Κανείς δεν μπορεί να αξιολογήσει τις εξελίξεις χωρίς να γνωρίζει το παρελθόν. Κακώς, λοιπόν, πολλοί ξαφνιάστηκαν όταν το 2017 το Ριάντ και η Τεχεράνη διέκοψαν με δραματικό τρόπο τις διπλωματικές τους σχέσεις. Πρόκειται για ακόμα ένα κεφάλαιο στον πολυετή τους ανταγωνισμό, ο οποίος είναι ατέρμονος, όσο περίπου και η αραβοϊσραηλινή διένεξη. Τη χρονιά που πέρασε, οι δύο κυβερνήσεις αποφάσισαν να πουν τα πράγματα με το όνομά τους και να θέσουν προ των ευθυνών τους τις δύο υπερδυνάμεις, ΗΠΑ και Ρωσία. Το σκηνικό αυτής της σύγκρουσης ποικίλλει: Αν και η σουνιτική-σιιτική ένοπλη αναμέτρηση φαίνεται να συνεχίζει χωρίς σημαντικές εκπλήξεις στη Συρία, δεν συμβαίνει το ίδιο και στην Υεμένη, όπου εκτυλίσσεται πραγματικός πόλεμος μεταξύ Ιρανών και Σαουδαράβων. Σε διπλωματικό επίπεδο, το Ριάντ σαφώς αύξησε την επιρροή του, όχι μόνο στις χώρες της Μέσης Ανατολής, αλλά και στις αραβογενείς/σουνιτικές αφρικανικές χώρες. Το σημαντικό διπλωματικό και γεωπολιτικό «λάφυρο» της οξυμένης διαμάχης με το Ιράν, αποτέλεσε το Σουδάν, που ύστερα από πολλές αμφιταλαντεύσεις, έχει περάσει οριστικά στο αντι-ιρανικό στρατόπεδο.

Μία άλλη, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πτυχή της σύγκρουσης Ιράν-Σαουδικής Αραβίας εκτυλίσσεται στον Λίβανο. Η σιιτική Χεζμπολάχ έχει τεθεί στο στόχαστρο του Ριάντ, θέτοντας και τον Λίβανο στη δύνη των ανακατατάξεων. Ο Λίβανος, παρά το μικρό του μέγεθος, διατηρεί πάντοτε μία ιδιαίτερη θέση-κλειδί στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία είναι σε θέση να επηρεάσει ποικιλοτρόπως τις ενδοαραβικές ισορροπίες, τις αραβοϊσραηλινή διένεξη, έως και την ενεργειακή πολιτική του Ισραήλ, της Κύπρου και κατ’ επέκταση της Αιγύπτου, της Τουρκίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο πρωθυπουργός του Λιβάνου Σάαντ αλ-Χαρίρι ανακοινώνει την παραίτησή του

Ο νέος «ισχυρός άνδρας» της Σαουδικής Αραβίας, Μωχάμαντ Μπιν Σαλμάν, δεν έχει ακόμα πει την τελευταία του λέξη. Τα χαρτιά του Ριάντ παραμένουν κλειστά, και η Σαουδική Αραβία θα κληθεί μέσα στο 2018 να καθορίσει τη θέση της σε όλα τα επίπεδα – ενώ το Ιράν παραμένει σταθερό στις δικές του επιδιώξεις: Σταθεροποίηση της θέσης του στην μεταπολεμική Συρία, έξοδο στην Ανατολική Μεσόγειο και διατήρηση των κεκτημένων του στο Ιράκ, στον Κόλπο και στην στρατηγική του παρουσία στην Ερυθρά Θάλασσα μέσω του καθεστώτος που θέλει να επιβάλει στην Υεμένη.

Παλαιστινιακό

Η διαδικασία για την ειρηνική επίλυση της αραβοϊσραηλινής διένεξης βρέθηκε το 2017 στο απόλυτο τέλμα. Πλείστες οι αφορμές που οδήγησαν στο ασφαλές συμπέρασμα, ότι ο Οδικός Χάρτης για την Ειρήνη, δεν οδηγεί πουθενά. Η επέκταση της εποικιστικής δραστηριότητας του Ισραήλ συνεχίζεται. Συνεχίζεται επίσης η αναποτελεσματικότητα της Παλαιστινιακής Αρχής σε ό,τι αφορά την διαχείριση της υφιστάμενης κατάστασης. Η κλονισμένη υγεία του Προέδρου Μαχμούντ Αμπάς απασχόλησε έντονα την παλαιστινιακά ειδησεογραφία καθ’ όλη τη διάρκεια του 2017, ενώ κανείς από τους υποψηφίους διαδόχους του δεν φαίνεται να κερδίζει απόλυτα την εμπιστοσύνη της παλαιστινιακής κοινής γνώμης. Παράλληλα, στην Λωρίδα της Γάζας, και η ηγεσία της Χαμάς δείχνει να αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα αξιοπιστίας εκ των έσω, με τον τοπικό πληθυσμό να βγαίνει για πρώτη φορά στους δρόμους διαμαρτυρόμενος για την αδυναμία αντιμετώπισης βασικών αναγκών διαβίωσης των πολιτών. Το 2017 κατέδειξε ότι, εάν δεν υπήρχε η ισραηλινή κατοχή, η παλαιστινιακή κοινωνία θα είχε από μόνη της αποτινάξει προ πολλού τους αναποτελεσματικούς της κυβερνώντες. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι, τόσο το πολιτικό περιβάλλον του Προέδρου Αμπάς, όσο και η αντίστοιχη ηγεσία της Χαμάς, διατηρούνται αποκλειστικά και μόνο εξ αιτίας της πίεσης που ασκεί ο στρατιωτικός μηχανισμός του Ισραήλ...

Τον Δεκέμβριο του 2017, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ.

Το διάγγελμα του Αμερικανού προέδρου κατά το οποίο αναγνωρίζει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ

Αυτό έδωσε μία ακόμα αφορμή για ένταση ανάμεσα σε Ισραηλινούς και Παλαιστινίους. Οι πανηγυρισμοί της μίας πλευράς, προκάλεσαν τις έντονες αντιδράσεις της άλλης. Καμία πλευρά, όμως, δεν συνειδητοποίησε ότι ο Πρόεδρος Τραμπ δεν «δικαίωσε» απόλυτα καμία από τις δύο: Δεν αναγνωρίσθηκε «ολόκληρη» η Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ. Δεν μεταφέρθηκε άμεσα η πρεσβεία των ΗΠΑ στην διαφιλονικούμενη πόλη - παρότι αυτό μπορούσε να συμβεί την αμέσως επόμενη ημέρα -. Δεν αναιρέθηκε η αρχή «Δύο Έθνη - Δύο Κράτη», ως βάση λύσης της διένεξης. Τόσο το Ισραήλ, όσο και οι Παλαιστίνιοι βιάστηκαν να ερεθίσουν το θυμικό της κοινής γνώμης ένθεν κακείθεν. Το ίδιο έπραξαν και οι όπου Γης αυτόκλητοι προστάτες του παλαιστινιακού λαού – με κυριότερη την Τουρκία του Προέδρου Ερντογάν – ενώ , ουσιαστικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν ακόμα αρθρώσει ούτε την πρώτη τους λέξη για το πώς σκέφτονται να διαχειριστούν την μετά-Όσλο εποχή.

Σύμφωνα με όσα φημολογούνται έντονα, ο Μάρτιος του 2018 αναμένεται να είναι ένας πολύ σημαντικός μήνας για το Παλαιστινιακό. Τότε, ο Πρόεδρος Τραμπ πρόκειται να ανακοινώσει την νέα, αναθεωρημένη, ειρηνευτική πρωτοβουλία των ΗΠΑ . Εάν, μάλιστα, κρίνουμε από όσα είπε στο διάγγελμά του στις 6 Δεκεμβρίου 2017, η μελλοντική αραβοϊσραηλινή διαπραγμάτευση δεν θα αφήσει τελευταίο το ζήτημα της Ιερουσαλήμ να χρονίζει. Αντιθέτως, εκτιμάται ότι θα είναι το πρώτο (ή, τουλάχιστον, ένα από τα πρώτα) που θα αντιμετωπισθεί. Ωστόσο, τίποτα δεν είναι απόλυτα προβλέψιμο – με πρώτο ερώτημα: H πορεία της υγείας του Μαχμούντ Αμπάς και ποιο θα είναι το πρόσωπο που θα τον διαδεχθεί στην ηγεσία της ιδιότυπης παλαιστινιακής «κρατικής» οντότητας που σχηματίσθηκε (και διατηρείται ακόμα) ελέω του Οδικού Χάρτη και των πεθαμένων πια, Συμφωνιών του Όσλο του πολύ μακρινού 1993.

Δημοφιλή