Ο ανταγωνισμός Δύσης - Ρωσίας, η Τουρκία και εμείς

Η Ελλάδα και η Κύπρος πρέπει να συνεχίσουν να πολιτεύονται με διεκδικητικό πραγματισμό και με ενίσχυση της άμυνας τους.
Arman Zhenikeyev via Getty Images

Όπως κατ’ επανάληψιν έχει σημειωθεί ο πόλεμος στην Ουκρανία σηματοδοτεί την απαρχή τεκτονικών αλλαγών στο διεθνές σύστημα. Οι πρωτοφανείς κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας ενίσχυσαν τις πληθωριστικές πιέσεις οι οποίες στην πορεία του χρόνου είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε μια νέα ύφεση. Η διαιώνιση του πολέμου στην Ουκρανία οδηγεί επίσης σε μια Ευρώπη με λιγότερη ασφάλεια και λιγότερη ευημερία. Διαφαίνεται επίσης ότι για τη Δύση τον πρώτο λόγο στη σημερινή κρίση έχουν οι ΗΠΑ και η Βρετανία, με την ΕΕ να ακολουθεί.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνιστά μια ανθρώπινη τραγωδία. Η μη πρόληψη του αποτελεί αποτυχία του διεθνούς συστήματος. Αποτελεί επίσης σοβαρή αδυναμία της ΕΕ να αποτρέψει εξελίξεις που αποβαίνουν εις βάρος των συμφερόντων των λαών της ΕΕ αλλά και της ίδιας της Ουκρανίας. Ούτως ή άλλως, καθώς το ρολόι της ιστορίας δεν γυρνά πίσω, η ουσία είναι πώς θα αντιμετωπισθούν πλέον οι υφιστάμενες προκλήσεις.

Ήδη παρουσιάζονται ρωγμές στη Δύση σε σχέση με τη στάση που πρέπει να ακολουθηθεί έναντι της Ρωσίας. Η κυρίαρχη άποψη στις ΗΠΑ και στη Βρετανία είναι ότι θα πρέπει να στηριχθεί μέχρι τέλους η Ουκρανία και να αντιμετωπισθεί η Ρωσία όχι μόνο για να ματαιωθούν οι στόχοι της στον πόλεμο αλλά και για να εξέλθει αποδυναμωμένη. Τη στάση αυτή υιοθετούν επίσης ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη, κυρίως η Πολωνία και οι Βαλτικές χώρες. Στην ΕΕ όμως υπάρχουν και άλλες προσεγγίσεις οι οποίες θεωρούν ότι ο διάλογος με τη Ρωσία είναι όχι μόνο αναπόφευκτος αλλά και επιβεβλημένος.

Αλλά και στις ΗΠΑ υπάρχει εκείνη η σχολή σκέψης η οποία υπογραμμίζει ότι δεν θα ήταν σοφό να στριμωχτεί η Ρωσία πέραν του δέοντος. Η σχολή σκέψης Κίσινγκερ και όσοι την ακολουθούν μάλιστα ευθαρσώς τονίζουν ότι η Ουκρανία θα πρέπει να αποδεχθεί την απώλεια της Κριμαίας και να ακολουθήσουν συνομιλίες για τα περαιτέρω. Οι τοποθετήσεις αυτές εντάσσονται στο πλαίσιο της Realpolitic. Με βάση αυτή την προσέγγιση θεωρείται στρατηγικό λάθος η οριστική απομάκρυνση της Ρωσίας από τη Δύση και ως εκ τούτου οι ακόμα πιο στενές σχέσεις με την Κίνα.

Είναι ενδιαφέρον να αξιολογηθεί η στάση της Τουρκίας στην κρίση αυτή. Η θέση ότι η χώρα αυτή είναι ο επιτήδειος ουδέτερος είναι ανεπαρκής. Υπογραμμίζεται ότι η Τουρκία δεν αρκείται στο να είναι μόνο μια περιφερειακή δύναμη. Η Άγκυρα θεωρεί ότι είναι μια υπολογίσιμη δύναμη σε ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα. Πέραν τούτου, ενώ είναι χώρα μέλος του ΝΑΤΟ έχει το δικαίωμα να διατηρεί και να ενισχύει τις σχέσεις της με οποιεσδήποτε χώρες η ίδια επιλέγει. Ως εκ τούτου η Τουρκία δεν ακολούθησε τις Δυτικές χώρες στις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. Είναι αξιοσημείωτο όμως να υπογραμμισθεί ότι αρκετά κέντρα λήψης αποφάσεων στη Δύση έδειξαν «κατανόηση» για την τουρκική στάση.

Η Τουρκία επίσης τονίζει ότι δεν θα δεχθεί την ένταξη της Σουηδίας και της Φιλανδίας στο ΝΑΤΟ για τους δικούς της λόγους. Θεωρώ ότι το όλο ζήτημα δεν προκύπτει μόνο εξ αιτίας της ύπαρξης κουρδικών οργανώσεων στις χώρες αυτές. Η Τουρκία έκρινε ότι η στάση της θα της προσφέρει επιπρόσθετα ερείσματα στη Ρωσία. Η Άγκυρα επίσης θεωρεί ότι η Μόσχα θα επανέλθει στο διεθνές σύστημα και η παρουσία της θα έχει τη δική της σημασία. Κάτω απ’ αυτό το πλέγμα σχέσεων η Τουρκία εξακολουθεί να παραμένει μια αναθεωρητική δύναμη. Πέραν τούτου, η σημασία του ορόσημου του 2023 για τον Πρόεδρο Ερντογάν και για την ίδια τη χώρα θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ΄ όψιν.

Η Ελλάδα ακολούθησε τις κυρώσεις της Δύσης εναντίον της Ρωσίας. Επιπρόσθετα, προσπάθησε να ευθυγραμμισθεί πλήρως με τις ΗΠΑ. Η ελληνική στάση προκάλεσε την οργή της Μόσχας ενώ υπήρξαν και λεκτικές αντιπαραθέσεις αξιωματούχων των δύο χωρών. Θεωρώ ότι ενώ η ευθυγράμμιση με τις θέσεις της ΕΕ ήταν επιβεβλημένη, θα ήταν προτιμότερο να είχαν αποφευχθεί κάποιες υπερβολές. Η Ελλάδα προσδοκεί όμως ότι οι τοποθετήσεις της θα τη βοηθήσουν να εξυπηρετήσει τους εθνικούς της στόχους.

Η Κύπρος ακολούθησε την πολιτική που υιοθέτησε η ΕΕ εναντίον της Ρωσίας. Σημειώνεται συναφώς ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Βρετανία επιθυμούν να δουν τη Ρωσική επιρροή και παρουσία στην Κύπρο να μειώνονται δραστικά. Αναμφίβολα, η Κύπρος θα μπορούσε να προσφέρει στη Δύση «γη και ύδωρ» με αντάλλαγμα το τέλος της τουρκικής κατοχής στην Κύπρο και μια βιώσιμη και λειτουργική ομοσπονδιακή διευθέτηση. Κάτω από ποιες προϋποθέσεις όμως είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν τέτοιες προσδοκίες;

Παραδοσιακά οι ΗΠΑ και η Δύση γενικότερα ανέχονται τις υπερβολές της Τουρκίας. Αρκετές φορές μου είχε λεχθεί από διάφορους διπλωμάτες και αναλυτές ότι εάν οι ΗΠΑ είχαν να επιλέξουν μεταξύ της Τουρκίας αφ’ ενός και της Ελλάδας και της Κύπρου αφ’ ετέρου η επιλογή θα ήταν η Τουρκία. Ως εκ τούτου στη σημερινή συγκυρία ενώ η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, ταυτόχρονα πρέπει να συνεχίσουν να πολιτεύονται με σοβαρότητα, χωρίς υπερβολές, με διεκδικητικό πραγματισμό και με ενίσχυση της άμυνας τους.

Μεταξύ άλλων, ενώ θα προβάλλεται το αφήγημα για τον τουρκικό αναθεωρητισμό, Αθήνα και Λευκωσία θα πρέπει να έχουν ολοκληρωμένες θέσεις για την επίλυση των προβλημάτων με την Τουρκία.

Σε σχέση με το Κυπριακό ενώ είναι πολύ δύσκολο να διεκδικηθεί η εφαρμογή αποτελεσματικών κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας, είναι εφικτό να ζητηθεί από τη Δύση να ασκήσει την επιρροή της για μια βιώσιμη και λειτουργική διευθέτηση.

***

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

Δημοφιλή