Οι αγνοούμενοι της Κύπρου

Οι αγνοούμενοι της Κύπρου
archive

Γιάννης Παπαγιάννης, 23 χρόνων το 1974, από το Νέο Χωρίο Κυθρέας. Το τσιγάρο που του «προσφέρει» ο Τούρκος στρατιώτης ίσως είναι το τελευταίο του. Το πτώμα του βρέθηκε το 2009, μαζί με άλλων 17 αιχμαλώτων, σε πηγάδι έξω από το Τζιάος.

Τα γεγονότα του 1974 στην Κύπρο κρύβουν ακόμα πολλά μυστικά ή και μισές αλήθειες, που παραμένουν στο σκοτάδι για χάρη ενός φαντασιακού «μέλλοντος», που διαμορφώνεται κάτω από έναν αρνητικό για τον Ελληνισμό συσχετισμό δυνάμεων.

Η θέση των Μεγάλων Δυνάμεων πριν και μετά την Τουρκική εισβολή, οι χειρισμοί του Μακάριου και των πολιτικών του επιγόνων, οι θέσεις Ελλήνων και ξένων πολιτικών έναντι του Κυπριακού Ελληνισμού, δεν είναι θέματα του παρόντος κειμένου, όμως ο κάθε αναγνώστης μπορεί να αναζητήσει (και γι αυτά) μια πληρέστερη ενημέρωση μέσα από τις διαθέσιμες πρωτογενείς πηγές. Από την μεριά μου, θα υπενθυμίσω την αντίδραση των διαδηλωτών στην αυτοκριτική του τότε πλανητάρχη Κλίντον για την υποστήριξη των ΗΠΑ στην χούντα, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα (20.11.1999), όπου, αντί να προτάξουν το «Δικαιοσύνη για την Κύπρο» (όπως έπραξε ο τότε Πρόεδρος Κ. Στεφανόπουλος), αρκέστηκαν στην επανάληψη γνωστών συνθημάτων.

Με τον όρο «αγνοούμενοι της Κύπρου» εννοούμε Ελληνοκύπριους και Έλληνες που ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής του 1974, εξαφανίστηκαν, χωρίς να είναι γνωστή έκτοτε η τύχη τους.

Περιλαμβάνουν ένστολους και αμάχους, που συνελήφθησαν από τις τουρκικές δυνάμεις εισβολής κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων και στην συνέχεια εξαφανίστηκαν από περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του τουρκικού στρατού. Τα στατιστικά στοιχεία που συγκέντρωσε η Παγκύπρια Οργάνωση Συγγενών Αδηλώτων Αιχμαλώτων και Αγνοουμένων δείχνουν ότι η πλειοψηφία των 1619 αγνοούμενων ήταν νεαροί ενήλικες, ενώ υπήρχαν και εκατοντάδες μεσήλικες ή ηλικιωμένοι και δεκάδες γυναίκες και παιδιά. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται και 80 περίπου Έλληνες πολίτες.

Κατά τα φαινόμενα, η συνεχιζόμενη αυτή συσκότιση των πραγματικών γεγονότων, αποτελεί μια πράξη μαζικής ψυχολογικής βίας (που ακολούθησε την ωμή βία της εκτέλεσης εκατοντάδων ανυπεράσπιστων αιχμαλώτων) και αποσκοπούσε στην κατοχύρωση των στρατιωτικών τετελεσμένων, μέσω της εκδίωξης των Ελληνοκυπρίων από τις εστίες τους, αλλά και την εξάρτηση των οικογενειών των αγνοουμένων από μια ελπίδα που αποδεικνύεται επισφαλής αλλά δεν πεθαίνει, παρά μόνον όταν οι αγνοούμενοι λησμονηθούν.

Το πρώτο διάστημα μετά την Τουρκική εισβολή, οι συγγενείς των αγνοουμένων αναζητούσαν απεγνωσμένα στοιχεία, όπως προσωπικές μαρτυρίες, φωτογραφίες ή εικόνες από ξένα πρακτορεία και τηλεοπτικά κανάλια και ανέμεναν καρτερικά την επιστροφή τους. Ένας μεγάλος αριθμός από τους αγνοούμενους είχε εντοπιστεί με τους πιο πάνω τρόπους, αλλά άδικα τους περίμεναν οι δικοί τους άνθρωποι στα λεωφορεία που μετέφεραν αιχμαλώτους από τις φυλακές της κατεχόμενης Κύπρου και της Τουρκίας, τον Σεπτέμβριο του 1974. Από τον Νοέμβριο του 1974 και μετά, οι απελευθερώσεις ήταν πλέον ελάχιστες και επιτεύχθηκαν μόνο χάρη σε ευτυχείς συγκυρίες και με την βοήθεια του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και του ΟΗΕ, ενώ έκτοτε ακολούθησε σιωπή από την πλευρά της Τουρκίας και παρελκυστική πολιτική στην ίδρυση και λειτουργία της Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων (ΔΕΑ), η οποία αποφασίστηκε από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1981.

Συγκεκριμένα, παρά τις επανειλημμένες αποφάσεις του ΟΗΕ και άλλων διεθνών οργανισμών, μόνο το 2001 και μετά την καταδικαστική για την Τουρκία Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (στην τέταρτη κατά σειρά προσφυγή της Κύπρου για το θέμα αυτό, αρ. 25781/1994), φάνηκε κάτι να κινείται. Η Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων (ΔΕΑ) τελικά ενεργοποιήθηκε το 2006, καταφέρνοντας μέχρι σήμερα σημαντικό έργο, με την ταυτοποίηση 870 αγνοουμένων επί συνόλου 2.000 περίπου.

Εδώ θα θέλαμε να διευκρινίσουμε ότι αντικείμενο της ΔΕΑ είναι η διερεύνηση της τύχης όχι μόνο των Ελληνοκύπριων και Ελλήνων θυμάτων της τουρκικής εισβολής, αλλά και 500 περίπου Τουρκοκυπρίων, που αγνοούνταν από την εποχή των δικοινοτικών διενέξεων του 1964-1965 ή από το 1974. Συμφωνήθηκε ότι η Επιτροπή ότι δεν θα ασχολείται με τον τρόπο θανάτωσης των αγνοούμενων (ακόμα και αν η αιτία είναι προφανής, όπως μια τρύπα στο κρανίο, από εκτέλεση ή χαριστική βολή). Παρά ταύτα, 850 Ελληνοκύπριοι και 47 Έλληνες εξακολουθούν να αγνοούνται μέχρι σήμερα.

Αξίζει ίσως να αναφέρουμε την στάση των ΗΠΑ, για τους 5 αγνοούμενους Αμερικανούς πολίτες Ελληνοκυπριακής καταγωγής. Σε εφαρμογή απόφασης του Αμερικανικού Κογκρέσου, το 1994, για την διεξαγωγή έρευνας, η διερευνητική ομάδα που στάλθηκε στην Κύπρο και την Τουρκία πέτυχε ν′ ανακαλύψει τα λείψανα του 17χρονου Αμερικανού πολίτη Ανδρέα Κασάπη κοντά στο κατεχόμενο χωριό ΄Ασσια, τα οποία ταυτοποίησε με τη μέθοδο DNA και παρέδωσε στους οικείους του στις ΗΠΑ, ενώ για τους υπόλοιπους αμερικανούς πολίτες που αγνοούνταν, η σχετική Έκθεση απλά ανέφερε πως, από τις πληροφορίες που συγκέντρωσε, πρέπει να θεωρούνται νεκροί. Αυτός ήταν ο πρώτος εντοπισμός αγνοουμένου και η πρώτη αναγνώριση στην Κύπρο με την μέθοδο DNA, μέθοδος που εφαρμόστηκε στην συνέχεια και από την ΔΕΑ. Η Έκθεση πάντως, παρότι ζητήθηκε από την Κύπρο πριν από καιρό, δεν της έχει ακόμα παραδοθεί.

HO - PIO via Getty Images

Φαίνεται ότι το ίδιο διάστημα, η Τουρκική κυβέρνηση προχώρησε στην μεταφορά των οστών των υπολοίπων εκτελεσμένων αιχμαλώτων του χωριού Άσσια, σε περιοχή όπου, όπως παραδέχθηκαν πριν λίγους μήνες οι Τουρκοκύπριοι εκπρόσωποι, στην συνέχεια έγιναν έργα διαμόρφωσης πρασίνου με συγχρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έκτοτε, οι Τουρκικές αρχές όχι μόνο συνέχισαν να μην συνεργάζονται, μη παρέχοντας πληροφορίες από τα στρατιωτικά αρχεία τους και ανεμπόδιστη πρόσβαση σε «στρατιωτικές περιοχές» της κατεχόμενες Κύπρου, αλλά και καταγγέλλεται ότι:

- προβαίνουν σε παραπλανητικές δηλώσεις σε διεθνείς Οργανισμούς και εκφοβίζουν όσους γνωρίζουν, για να μην μιλήσουν για τα σημεία όπου βρίσκονται τα λείψανα αγνοουμένων.

- μέχρι και πρόσφατα συνεχίζουν την μεταφορά οστών αγνοουμένων σε στρατιωτικές περιοχές, ώστε να μην είναι δυνατός ο εντοπισμός τους, όπως κατήγγειλε με στοιχεία η Κύπρος.

- ως αποτέλεσμα της πιο πάνω συμπεριφοράς, αποτελεί πλέον συνήθη πρακτική, να ταυτοποιούνται και επιστρέφονται στους οικείους τους, όχι ολόκληροι σκελετοί, αλλά μικρό μέρος τους, ενώ και ο αριθμός των νέων ευρημάτων μειώνεται με γρήγορους ρυθμούς, τείνοντας πρακτικά να μηδενιστεί.

Παρά το γεγονός ότι το θέμα της τύχης των αγνοουμένων (και γενικότερα της Τουρκικής εισβολής) δεν προσελκύει τα φώτα της δημοσιότητας, κατά διαστήματα επανέρχεται στην επικαιρότητα με έμμεσο, αλλά σαφή τρόπο:

  • Στις 07.07.2016, ο Σενέρ Λεβέντ, θαρραλέος Τουρκοκύπριος εκδότης της εφημερίδας Αφρίκα και επανειλημμένα στόχος των Τουρκικών κατοχικών αρχών, δημοσίευσε μαρτυρίες από την εποχή της Τουρκικής εισβολής για εκτελέσεις αιχμαλώτων στην Τουρκία. Παρόμοιες πληροφορίες είχαν δει το φως της δημοσιότητας και παλιότερα.
  • Στις 26.05.2017 μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα, με τιμές, οι σωροί των καταδρομέων που είχαν ταφεί στο σημείο συντριβής του αεροπλάνου που τους μετέφερε στην Κύπρο, στα πλαίσια συμβολικής αλλά ανεπαρκούς βοήθειας της Ελλάδας εναντίον της τουρκικής εισβολής, ενώ πριν λίγους μήνες (18.03.2018), ο θάνατος του Διοικητή της Ά’ Μοίρας καταδρομών Γιώργου Παπαμελετίου, που αγωνίστηκε γενναία κατά της Τουρκικής εισβολής, έδωσε την ευκαιρία να παρουσιαστεί από τα ΜΜΕ μια σχετικά άγνωστη ηρωική σελίδα του Ελληνισμού.

Υπάρχει όμως περίπτωση να ζουν ακόμη, κάποιοι έστω αγνοούμενοι; Σύμφωνα με σχετικό βιβλίο (1), οι τελευταίοι 13 αιχμάλωτοι αγνοούμενοι κρατούνταν μέχρι τις αρχές του 1990 σε Τουρκικές φυλακές και η Ελλάδα εξέτασε (χωρίς περαιτέρω συνέχεια) το ενδεχόμενο παρέμβασης για την απελευθέρωσή τους. Έκτοτε δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι κάποιοι βρίσκονται ακόμα εν ζωή.

Σημειώνεται ότι, όσες από τις εκτελέσεις αιχμαλώτων Ελληνοκυπρίων και Ελλήνων δεν έγιναν από μέλη του Τουρκικού Στρατού, πραγματοποιήθηκαν (με την ανοχή του) από μέλη των παραστρατιωτικών ταγμάτων Τουρκοκυπρίων, των ΤΜΤ, που είχε στελεχώσει και εξοπλίσει η Τουρκία στην δεκαετία του 1960. Συνιδρυτής και αρχηγός των Ταγμάτων αυτών διετέλεσε ο Ντενκτάς, ενώ μέλος τους (χωρίς να υπάρχουν καταγγελίες για βίαιη δράση του) φέρεται να ήταν στην νεότητά του και ο συνομιλητής του Προέδρου Χριστόφια, Αλί Ταλάτ.

Σε ότι αφορά τους υπεύθυνους, διακρίνουμε τρεις περιπτώσεις:

1. Αυτούς που ειλικρινά έχουν μετανοήσει για την συμμετοχή ή και απλή παρουσία τους σε ένα έγκλημα (2) (3). Από όποια πλευρά κι αν το δει κανείς, η αποδοχή της μετάνοιας και συγνώμης τους αποτελεί καθήκον, αντί της αγνόησής τους από τους κατά καιρούς επικοινωνιακούς υπερασπιστές μιας «πάσει θυσία λύσης».

2. Αυτούς που επαίρονται για τις πράξεις τους. Μια τέτοια περίπτωση δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα, με καθυστέρηση ενός έτους, όταν 84χρονος Τουρκοκύπριος, σε ντοκυμαντέρ τουρκικού καναλιού, υπερηφανεύτηκε για τις εκτελέσεις αιχμαλώτων που διέπραξε. Η Κυπριακή Κυβέρνηση εξετάζει τρόπους δίωξής του (χωρίς όμως πιθανότητα προσαγωγής του στην Δικαιοσύνη, όπως δεν έγινε κατορθωτό ούτε για τους δολοφόνους των Τάσου Ισαάκ και Σολωμού Σολωμού).

3. Αυτούς που, ενώ γνωρίζουν την αλήθεια, την διαστρεβλώνουν ή την προσαρμόζουν στα μέτρα τους.

Κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε συνοπτικά και στο θέμα των Τουρκοκύπριων αγνοουμένων, από την περίοδο του 1963-1964 ή κατά την εισβολή του 1974, για το οποίο, τα τελευταία ιδίως χρόνια, έχουν δημοσιευτεί ορισμένα κείμενα, στον γραπτό και ηλεκτρονικό τύπο της Κύπρου, που απηχούν κυρίως απόψεις «αριστερών» ή «δεξιών» Κυπρίων πολιτικών και δημοσιογράφων. Είναι σαφές ότι παρόμοια γεγονότα σε βάρος Τουρκοκυπρίων είναι επίσης καταδικαστέα, σημειώνουμε όμως ότι κάποιες φορές τα δημοσιεύματα αντανακλούν ένα περίεργο σκεπτικό σύγκρισης ανόμοιων πραγμάτων. Ο αντικειμενικός ιστορικός του μέλλοντος δεν θα παραβλέψει κανένα γεγονός, ούτε όμως θα συσχετίσει, αντισταθμίσει και εν τέλει «δικαιολογήσει» μαζικές οργανωμένες εκτελέσεις αιχμαλώτων που κρατούνταν από τον Τουρκικό στρατό ή βρίσκονταν υπό την δική του ευθύνη, με μεμονωμένες πράξεις βίας μιας μικρής ομάδας προσώπων «της δικής μας πλευράς». Σύμφωνα με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις, η νέα πραγματικότητα για τους Τουρκοκύπριους είναι ότι η Τουρκία αποτελεί μεγαλύτερη απειλή για την ύπαρξη και το μέλλον τους, παρά ο δήθεν κίνδυνος από τους Ελληνοκύπριους, όπως δείχνουν και οι δεκάδες χιλιάδες Τουρκοκύπριοι μετανάστες που εγκατέλειψαν την Κύπρο μετά την Τουρκική εισβολή, ενώ στην θέση τους ήρθαν πολλαπλάσιοι Τούρκοι έποικοι.

Μερικά ακόμη σημεία αξίζουν τον σχολιασμό μας:

- Η Τουρκία επανέλαβε την τακτική των «αγνοουμένων», στο Κουρδιστάν, την δεκαετία του 1990, όταν δεκάδες χιλιάδες διακεκριμένοι Κούρδοι «εξαφανίστηκαν» από τα τάγματα θανάτου που οργανώθηκαν από την ΜΙΤ. Γενικότερα, η ανοχή στην διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων, συνεπάγεται στην ουσία την βέβαιη επανάληψή τους.

- Οι Τουρκικές κατοχικές δυνάμεις, κατά την εισβολή τους το 1974, διέπραξαν εγκλήματα και κατά Τουρκοκυπρίων, θεωρώντας ότι πρόκειται για τον ίδιο λαό με τους Ελληνοκύπριους. Πράγματι, έρευνες έχουν επιβεβαιώσει την κοινή καταγωγή των δύο Κοινοτήτων, οι οποίες συμβίωναν ειρηνικά, μέχρις ότου η Αγγλία, για να κάμψει την επιθυμία του κυπριακού λαού για ελευθερία, «έβαλε στο παιχνίδι» την Τουρκία.

- Η υποχωρητική στάση του συνόλου των εκπροσώπων των Ευρωπαϊκών χωρών στο Συμβούλιο της Ευρώπης είναι ανεξήγητη. Η επιβολή ποινής στην Τουρκία, για την μη καταβολή του ποσού των 90 εκατομμυρίων Ευρώ που της έχει καταλογιστεί το 2014 για τις παρανομίες της στην Κύπρο, οδηγείται διαρκώς από παράταση σε παράταση. Υποθέτουμε ότι αυτό συμβαίνει λόγω της υποτιθέμενης προσέγγισης των δύο Κοινοτήτων στην Κύπρο, ή και του «εποικοδομητικού» (επικοινωνιακά) ρόλου της Τουρκίας, όπως κάποια lobbys υποστηρίζουν και προβάλλουν σε Ευρωπαϊκό και όχι μόνο επίπεδο.

Σημειώνουμε ακόμα ότι για πρώτη φορά επιχειρήθηκε μια εικαστική προσέγγιση του θέματος των αγνοουμένων, στην πολύ ενδιαφέρουσα Έκθεση που παρουσιάζεται από τις 5 έως τις 8 Ιουνίου στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης». Ο μεγάλος Κύπριος σκηνοθέτης (με ταινίες όπως η «Στέλλα» ή ο «Ζορμπάς») είχε γυρίσει το 1974 ένα αξιόλογο ντοκυμαντέρ για την Τουρκική εισβολή (Αττίλας ’74: Ο βιασμός της Κύπρου), ενώ και η Μελίνα Μερκούρη γύρισε το 1975 ένα ντοκυμαντέρ για την Κύπρο, το οποίο μόλις το 1997 ανευρέθηκε και παρουσιάστηκε.

Ο ρόλος της πνευματικής πρωτοπορίας, στο Κυπριακό ζήτημα, δεν εξαντλείται με τις πιο πάνω αναφορές. Ενδεικτικά, παραπέμπουμε στους στίχους από το τραγούδι του Σαββόπουλου «Για την Κύπρο», που κατά την γνώμη μου συμπυκνώνουν παραστατικά το Κυπριακό ζήτημα μετά την Τουρκική εισβολή και που παραμένουν πάντα επίκαιροι, υποδεικνύοντας τα λάθη στην μέχρι τώρα ακολουθούμενη πολιτική, αλλά και τις δυνατότητες μιας νέας πορείας του Κυπριακού Ελληνισμού.

Παραπομπές:

(1) «Αγνοούμενοι – Άκρως Απόρρητο – 13 Περιστέρια» του Πέτρου Κασιμάτη, 1997, εκδόσεις Λιβάνη

(2) «Νταλγκά - νταλγκά, κύματα - κύματα, η μαρτυρία ενός Τούρκου αξιωματικού για τη δεύτερη εισβολή στην Κύπρο», της Σοφίας Ιορδανίδου, εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνης 1998,

(3) «Διαταγή Εκτελέστε τους Αιχμαλώτους», του Κούρδου δημοσιογράφου Ρόνι Αλάσορ, 2001, εκδόσεις Καστανιώτης.

Δημοφιλή