Η μαζική δημοκρατία δεν είναι πια χρήσιμη στον καπιταλισμό του 21ου αιώνα.
dane_mark via Getty Images

Η συζήτηση για την δημοκρατία είναι ίσως η μόνη συζήτηση που όλοι – ή σχεδόν όλοι – συμφωνούν. Προνόμιο κανενός η δημοκρατική ευαισθησία, ο καθένας στο όνομα της σκίζει τα ιμάτια του. Σωτήρια για αυτόν που την επικαλείται αποτελεί την καλύτερη απόδειξη ακεραιότητας και προσήλωσης σε άξιους στόχους.

Βέβαια η Δημοκρατία ήταν καταρχήν η έγνοια της βρετανικής αριστοκρατίας και των γάλλων ευγενών. Οι Μοντέρνοι τότε, γάλλοι αγγλομανείς, φεουδάρχες γαιοκτήμονες, μπουρζουά λονδρέζοι, ήταν πρωτίστως φιλελεύθεροι, αρνητές του ζυγού του κλήρου και της απόλυτης μοναρχίας. Αυτές οι πλούσιες φιλελεύθερες τάξεις ήταν θιασώτες τόσο της φιλελεύθερης μοναρχίας όσο και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Μίλησαν για την δημοκρατία και την (ατομική) ελευθερία της ως τον καμβά για την πρώτη που αφήνει να ξεδιπλωθεί η δεύτερη. Υπό αυτήν την έννοια η δημοκρατία είχε σημασία για αυτούς. Έπειτα η ανάπτυξη του καπιταλισμού είχε ανάγκη από στιβαρές νομιμοποιητικές βάσεις.

Έτσι η ιδέα της δημοκρατίας αποτέλεσε το θεμέλιο συναίνεσης των δυτικών κοινωνιών για την φιλελευθεροποίηση της οικονομίας. Δημιουργήθηκαν νοητικά και πολιτικά σχήματα οξύμωρα μεν, αναγκαία δε, όπως δημοκρατική συναίνεση, σιωπηρή πλειοψηφία, δημοκρατία των ελίτ και άλλα. Τα επιτεύγματα της κοινωνικής δημοκρατίας μεταπολεμικά όσο σπουδαία ήταν τόσο απαραίτητα αποδείχθηκαν για την οικοδόμηση μιας μεγάλης μεσαίας τάξης που στο όνομα της δημοκρατίας θα έδινε φτερά στην συνέχεια στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό. Οι κοινωνικές εξεγέρσεις και τα κινήματα θύμιζαν κάθε φορά πως δημοκρατία είναι το αναφαίρετο δικαίωμα στην αμφισβήτηση και στη διεκδίκηση της. Η προοδευτική οικουμενικοποίηση του εκ των πραγμάτων αντι-συλλογικού φιλελευθερισμού, πολιτικού και οικονομικού, επέτρεψε στην εκλογική δημοκρατία να λειτουργεί αυτάρεσκα δίνοντας τη δυνατότητα στους απανταχού ιδεολόγους του ‘τέλους της ιστορίας’ να μιλούν στο όνομα ενός θριάμβου χωρίς επιστροφή.

Αν ο F. Fukuyama έλεγε στις αρχές του 1990 ότι η ιστορία τελειώνει με την καθολική ισχύ της δημοκρατίας, σήμερα στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα θα λέγαμε ότι η ιστορία αρχίζει με την εξεύρεση της δημοκρατίας. Όχι της φιλελεύθερης αλλά της δημοκρατίας. Μια τέτοια ρήση εκπλήσσει ακόμα και αυτόν που τη διατυπώνει και τούτο γιατί στην μελέτη της δημοκρατίας μεταπολεμικά επιστημονικά ορθό θεωρούνταν να συζητάμε το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα τελεολογικά, ψάχνοντας τα ποιοτικά κριτήρια και προσπαθώντας να ΄μετρήσουμε΄ την δημοκρατικότητα ενός συστήματος.

Αντίστοιχος ήταν και ο οίστρος για το πως τα αυταρχικά και τα ολοκληρωτικά καθεστώτα μπορούν να εκδημοκρατιστούν. Με φροϋδικούς όρους, το τοτέμ της Δημοκρατίας αποδείχθηκε καίριας σημασίας για την πολιτική στη Δύση και για την μελέτη της. Αλλά συγχρόνως, τι ειρωνεία, έκανε την συζήτηση για την δημοκρατία να γίνει ταμπού και την ίδια τη δημοκρατία τσιμέντο της κοινωνικής οργάνωσης των δυτικών καπιταλιστικών κρατών. Και επειδή τα ταμπού δεν σπάνε εύκολα, θέλοντας να αποφύγουμε τα επιπόλαια αμαλγάματα με τον φασισμό και τα ομοειδή του, φτιάχτηκαν άλλα νοητικά και πολιτικά οξύμωρα σχήματα για τις παθολογίες της δημοκρατίας και τις φορτώσαμε στην ‘ανελεύθερη δημοκρατία’ και στην ‘μετα-δημοκρατία’.

Η ανελεύθερη δημοκρατία αποτέλεσε μια βολική αναφορά κυρίως για τις ευρωπαϊκές χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ με τα υβριδικά καθεστώτα του τρίτου ρεύματος εκδημοκρατισμού. Τις χώρες αυτές με την ίδια αυθαίρετη αβλεψία τις εντάξαμε στην ΕΕ βαφτίζοντας τες βιαστικά δημοκρατικές και τώρα κάποιες από δαύτες τις στέλνουμε στο απόσπασμα γιατί δεν πληρούν (πια;) τα κριτήρια. Η μετα-δημοκρατία εστιάζοντας στην ασυδοσία του καπιταλισμού, με την ανοχή της δημοκρατίας, μας βοήθησε να περισώσουμε την ησυχία της συνείδησης μας και αυτήν μέρους της ακαδημαϊκής νομενκλατούρας.

Αλλά να που όπως πάνε τα πράγματα σε χώρες της παλιάς Δύσης, ο πειρασμός είναι μεγάλος να ανατρέξουμε πια στον αυταρχισμό και τις φασίζουσες παρεκτροπές του ψάχνοντας ίσως εξηγήσεις για την μετάβαση της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας σε άλλης μορφής καθεστώτος.

Όμως δεν πρόκειται για ανάδυση νέων αυταρχικών καθεστώτων σαν να αυτά που γνώρισε η Ευρώπη, αλλά και η Λατινική Αμερική, στη δεκαετία του 1930 μετά το τέλος των μοναρχικών καθεστώτων και των ρεπουμπλικανικών ολιγαρχιών αντίστοιχα. Και αυτό γιατί δεν υπάρχει αλλαγή καθεστώτος ούτε στις ΗΠΑ την περίοδο Trump, ούτε στη Γαλλία επί Προεδρίας Hollande και Macron ή ακόμα στο Βέλγιο ή στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει αναστολή των δημοκρατικών θεσμών. Οι όποιες συνταγματικές αναστολές και οι αναστολές του κράτους δικαίου μέσω κοινής ή κατ’ απόκλιση νομοθέτησης ενσωματώνονται μέσω του εκάστοτε τομεακού καθεστώτος εξαίρεσης – οικονομική κρίση και μνημόνια, κρίση τρομο-ασφάλειας, προσφυγική κρίση, υγειονομική κρίση, αύριο κλιματική κρίση. Αυτή η τακτική διακυβέρνησης ταιριάζει γάντι στις λειτουργικά διαφοροποιημένες καπιταλιστικές κοινωνίες, όπως τις περιέγραψε ο N. Luhmann. Άλλωστε, ακριβώς αυτό είναι που επιτρέπει να συνυπάρχουν και να κονταροχτυπιούνται στις εντυπώσεις οι θιασώτες της νομιμότητας και με αυτούς της παραβίασης της αυξάνοντας επικίνδυνα την ανασφάλεια δικαίου. Αυτή η μέθοδος (για τις δυτικές κοινωνίες, ενώ για τις ανατολικο-ευρωπαϊκές χώρες είναι θέμα κουλτούρας) της κατάστασης εξαίρεσης που έχει την κανονιστική αναφορά της στον Carl Schmitt στην πρακτική της εφαρμογή δεν μεταμφιέζει τις δυτικές δημοκρατίες σε δικτατορίες αφού η διοργάνωση ‘ελεύθερων’ εκλογών με όρους πολύ-κομματικού ανταγωνισμού για την νομή της εξουσίας συνεχίζει να λειτουργεί (με όποιες αντιξοότητες όπως στην περίπτωση των πρόσφατων αμερικάνικων εκλογών).

Για να περιγράψουμε το φαινόμενο θα μπορούσαμε ίσως να χρησιμοποιήσουμε έναν άλλο οξύμωρο νεολογισμό αυτόν της ‘δημοκρατούρας’ που εξέλαβε διάφορες ερμηνείες με εξέχουσα εκείνη που προτάθηκε από τους θεωρητικούς της ‘μετάβασης’ αυταρχικών καθεστώτων στη δημοκρατία τη δεκαετία του 1980. Μόνο που αυτήν την φορά ο όρος θα περιγράφει αυτά που συμβαίνουν στην παλιά Δύση.

Η συναινετική δημοκρατία των ελίτ που ξέραμε μπορεί να παραμείνει δίχτυ ασφαλείας των καθεστώτων. Οι εκλογές δεν οδηγούν σε πραγματική αλλαγή της εξουσίας, τα ΜΜΕ λειτουργούν ως διαμεσολαβητές της κουλτούρας πολιτικών φατριών (η αιχμαλώτιση τους από την εκάστοτε εξουσία δεν είναι παρά μια παράπλευρη απώλεια) και η αντιπολίτευση ψηφίζει στο κοινοβούλιο με την οπτική ότι αύριο θα είναι στην εξουσία. Άλλωστε είναι ειρωνείας άξιο το γεγονός ότι η ΕΕ θέτει νέα αιρεσιμότητα κράτους δικαίου στο πλαίσιο του ταμείου Ανάκαμψης (και άρα γενικότερα σε σχέση με τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις) κοιτώντας την Πολωνία και την Ουγγαρία, ενώ παράλληλα με διαφορετικές εντάσεις όλες οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν προχωρήσει σε περιστολή συνταγματικών ελευθεριών και δικαιωμάτων στο πλαίσιο διαχείρισης της πανδημίας συχνά παραβιάζοντας την αρχή της αναλογικότητας.

Αυτό που αλλάζει είναι ότι τα ζητήματα που ανακύπτουν εξαιτίας των κύκλων κρίσεων και των πολιτικών και κοινωνικο-οικονομικών συνεπειών των καθεστώτων εξαίρεσης είναι και θα είναι ζητήματα πολεμικά και επίμαχα. Αυτά δημιουργούν νέες κοινωνικές ταξικότητες, ενώ συγχρόνως εκ του αμφιλεγόμενου χαρακτήρα τους συρρικνώνουν περαιτέρω στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος τον χώρο και τους τρόπους κοινωνικής διεκδίκησης. Αυτό ακριβώς είναι που οδηγεί στην εμφάνιση μετα-οργανωτικών και αποδομημένων κινημάτων διαμαρτυρίας όπως είναι τα κίτρινα γιλέκα αλλά και στην ριζοσπαστικοποίηση της κρατικής βίας με τον βίαιο εξτρεμισμό της αστυνομικής καταστολής.

Το παράδειγμα της Γαλλίας είναι ιδιαίτερα διδακτικό. Η κοινωνική έκρηξη των τελευταίων ημερών συσσωρεύει τον κοινωνικό θυμό ετών από την περίοδο της προεδρίας Hollande οπότε και διαμορφώθηκε ένα καθεστώτος εξαίρεσης σε σχέση με τον ισλαμικό εξτρεμισμό με μια σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών που φτάνουν μέχρι το υπό συζήτηση επίμαχο νομοσχέδιο ‘Καθολική ασφάλεια’. Και ενώ στους δρόμους του Παρισιού λαμβάνουν χώρα ακρωτηριασμοί, η προεδρική εξουσία προχωρά συγχρόνως στην απελευθέρωση των δημόσιων αναθέσεων και στη βελτίωση της νομικής προστασίας των εμπορικών και βιομηχανικών μυστικών.

Το πρόβλημα είναι ότι πολεμικά ζητήματα και κρίσεις θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Έχουμε περάσει στις δημοκρατίες του ρίσκου. Υπό αυτήν την έννοια είναι οι παλιές φιλελεύθερες δημοκρατίες είναι αντιμέτωπες με κάποιες αλλαγές των κανονιστικών θεμελίων τους οι οποίες δεν βάζουν τόσο σε κίνδυνο τον φιλελεύθερο χαρακτήρα τους. Απέναντι στον ναζισμό ή στο φασισμό η ελευθερία στην αρνητική της εκδοχή είχε κρίσιμη σημασία. Η υπέρβαση του κράτους δικαίου ή οι (κατ’εξακολούθηση) κατ’εξαίρεση συνταγματικές παρεκβάσεις απειλούν λιγότερο την αρνητική ελευθερία μας, αλλά περισσότερο την ιδιότητα μας ως πολίτες στον ιδιωτικό και δημόσιο χώρο, δηλαδή την θετική ελευθερία μας και το δικαίωμα μας να παρεμβαίνουμε ως συλλογικά υποκείμενα.

Τα ταμπού κάποια στιγμή είναι για να σπάνε. Οι φιλελεύθερες δημοκρατούρες ίσως είναι η νέα συνταγή επιβίωσης. Αιχμαλωτίζοντας στο βαθμό του εφικτού την δικαστική και την μιντιακή εξουσία έχουν ως βασική επιδίωξη να προσφέρουν ασυλία στο κεφάλαιο. Δεν πρόκειται για καμουφλαρισμένες δικτατορίες ούτε για κακοπαιγμένες εικονικές εκλογικές δημοκρατίες όπως συμβαίνει στα αυταρχικά καθεστώτα που συναντούμε στην Βόρεια Αφρική ή στην Μέση Ανατολή, αλλά για περιοριστικές δημοκρατίες-μηχανές της υπο-αντιπροσώπευσης που (θα) διαχειρίζονται το ρίσκο των πολεμικών κρίσεων κάθε λογής με τρείς τρόπους. Περιορίζουν τον ανταγωνισμό των ιδεών. Ευνοούν τη διαφθορά και τους veto players. Αποκλείουν τους χαμένους του νεοφιλελευθερισμού. Η μαζική δημοκρατία δεν είναι πια χρήσιμη στον καπιταλισμό του 21ου αιώνα.

Δημοφιλή