Σφήκες: Χωρίς «θράσος και ναρκισσισμό» δεν θα ήταν Κιτσοπούλου

Οποιαδήποτε ομοιότητα με «κριτική θεάτρου» είναι εντελώς συμπτωματική. Αυτή είναι απλώς μια άποψη.
g.n.theater/ Χρήστος Συμεωνίδης

Το Παρασκευοσάββατο 14-15 Ιουλίου, η πρωτοποριακή προσέγγισή της ηθοποιού, συγγραφέως και σκηνοθέτιδας Λένας Κιτσοπούλου στους «Σφήκες», του Αριστοφάνη, ξεσήκωσε μία από τις πιο σφοδρές θύελλες οργισμένων αντιδράσεων που έχουμε δει μέχρι σήμερα για παράσταση που ανέβηκε στο αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου.

Με ένα σωρό θεατές να σηκώνονται και να φεύγουν από τις θέσεις τους, τις αρνητικές κριτικές να πέφτουν βροχή και τα υβριστικά σχόλια στα social-media να δίνουν και να παίρνουν, παρόλο που δεν κατάφερα να απολαύσω την πρεμιέρα της στην Επίδαυρο, μου δημιουργήθηκε τρομερή περιέργεια να δω την παράσταση. Τελικά την παρακολούθησα την Πέμπτη, 7 Σεμπτεμβρίου στο θέατρο Ειρήνη Παππά.

Στο ανοιχτό θέατρο, που θυμίζει και κάτι από σχολικό προαύλιο, η πολυσηζητημένη, υπερφυσικού μεγέθους μπασκέτα, δεν έμοιαζε τόσο «βέβηλη» όσο στο αρχαίο θέατρο.

g.n.theater / Χρήστος Συμεωνίδης

Το κοινό αρχικά υποδέχτηκαν δύο φύλακες με πορτοκαλί φωσφοριζέ αμάνικα, ένας άντρας με το «πατροπαράδοτο ελληνικό λευκό φανέλο», δεμένος από το πόδι, σαν άγριο θηρίο και ένας αλλόκοτος νεαρός, ντυμένος μοντέρνα.

g.n.theater/ Χρήστος Συμεωνίδης

Ο αλλόκοτος νεαρός -που στο έργο του Αριστοφάνη φέρει το όνομα «Βδελυκλέων» (Πάνος Παπαδόπουλος), ενώ στην Κιτσοπούλου είναι απλώς ο «γιος» ξεκινά περιγράφοντας το δράμα που ζει. Μας εξηγεί πως ο δεμένος «φανελοφόρος» είναι ο πατέρας του, ο Κλέων (Θοδωρής Σκυφτούλης), που διέπεται από την εμμονή να δικάζει τους πάντες και τα πάντα και γι′ αυτό, τον κρατούν έγκλειστο.

Kλέων
Kλέων
g.n.theater/ Χρήστος Συμεωνίδης

Στο πρωτότυπο έργο του Αριστοφάνη, ο Βδελυκλέων έχει φυλακίσει στο σπίτι τον δικαστή πατέρα του, τον Φιλοκλέωνα, προκειμένου να τον εμποδίσει να παρευρίσκεται στο δικαστήριο και να θεραπευτεί επιτέλους από τη δικομανία του.

Όταν όμως οι συνάδελφοί του, οι άλλοι δικαστές, περνούν από το σπίτι για να τον πάρουν, ο Φιλοκλέων επιχειρεί να δραπετεύσει. Στην αρχαία εκδοχή οι δικαστές φέρουν στα κοστούμια τους ένα κεντρί (εξού και σφήκες). Το κεντρί συμβολίζει τη δικαστική εξουσία, την οποία επιστρατεύουν για να διαλύουν ζωές, ως επί το πλείστον αθώων ανθρώπων, για το συμφέρον ή απλώς για το κέφι τους.

Ο γιος του την τελευταία στιγμή τον εμποδίζει και πείθει τον πατέρα του να μείνει στο σπίτι και να δικάζει τα «οικιακά» αδικήματα, ώσπου σταδιακά να γιατρευτεί από το πάθος της δικομανίας.

Η Κιτσοπούλου, που μέσα από το δελτίο τύπου της παράστασης αναφερόταν ξεκάθαρα πως επρόκειτο να παρουσιάσει μια ελεύθερη απόδοση του έργου, κράτησε ως πηγή έμπνευσης την κεντρική ιδέα. Για εμένα «κράτησε την ιδέα» με τρομερό σεβασμό και ψυχική σύνδεση με το θέμα, το ύφος, το πνεύμα του έργου και παρουσίασε ένα σύγχρονο πόνημα, ομολογουμένως «αυθάδικο» και αντίστοιχα καινοτόμο όπως ήταν και του Αριστοφάνη για την εποχή του.

Με αφετηρία τους κεντρικούς χαρακτήρες ενός δικομανή πατέρα και του γιου του και τη βασική σκέψη του έργου, που σατιρίζει άγρια έννοιες και θεσμούς όπως η Δημοκρατία και η Δικαιοσύνη, έφερε την αρχαία κωμωδία πιο κοντά στο παρόν. Με άλλα λόγια κατάφερε ένα ελάχιστα προβεβλημένο έργο, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 422 π.Χ., να μας πει κάτι στο σήμερα.

Τι θέλησε να μας πει

Ο Κλέων της Κιτσοπούλου, με το φανέλο και τη γαλανόλευκη αθλητική παλιοφόρμα, στις αποχρώσεις της σημαίας μας -αλλά και του Twitter και του Facebook αν το σκεφτεί κανείς-, δικάζει τους πάντες και τα πάντα. Είναι ένας «Ελληνάρας», που δεμένος χειροπόδαρα και χωρίς να ξεμυτίζει από την αυλή του σπιτιού του -και για μας χωρίς να σηκώνει το βλέμμα πέρα από την οθόνη του κινητού του-, έχει γνώμη για τους πάντες και τα πάντα. Ορίζει ο ίδιος το σωστό και το λάθος, το δίκαιο και το άδικο, το ηθικό και το ανήθικο, το άσχημο και το ωραίο.

g.n.theater/ Χρήστος Συμεωνίδης

Από το σημείο που προαυλίζεται ο Κλέων, κάνουν παρέλαση φιγούρες τις Ελληνικής κοινωνίας κλασικές και εικονογραφημένες: Η Ελληνίδα μάνα και ο μαμάκιας γιος, ο απροστάτευτός τουρίστας και η «βαριά βιομηχανία» που εκπροσωπεί, η γυναίκα που κρίνεται, παρενοχλείται, βιάζεται συνεχώς και αδιαλείπτως και κανείς δεν είδε ούτε κι άκουσε τίποτα, οι γκαφατζήδες αστυνόμοι, που χρειάζονται οι ίδιοι κάποιον να τους φυλάει, ο «σκυλάραπας» που όταν αναδείχθηκε σε σταρ του NBA έγινε «δικό μας παιδί», ο χοντρός που κυριολεκτικά και μεταφορικά δεν χωράει σε καμιά συντροφιά, οι γκέι που τολμούν να διεκδικούν δικαίωμα στον γάμo.

Δεν μας νοιάζει όταν συμβαίνει στη ζωή, στη σκηνή μας θίγει

Με ευφυείς ατάκες, πολύ σκληρό χιούμορ και ακόμα πιο σκληρή γλώσσα έπεσαν στο τραπέζι υποθέσεις του δικαστικού και του αστυνομικού ρεπορτάζ, που ενώ απασχόλησαν την κοινή γνώμη, το δίκαιο «άργησε μια μέρα».

Δολοφονημένοι τουρίστες που «ας πρόσεχαν κι ας μην έβγαιναν για τζόγκιν στα σκοτεινά», κακοποιημένες γυναίκες που «κι αυτές ας πρόσεχαν κι ας ντύνονταν σεμνά», φονιάδες που αθωώθηκαν επειδή «στη γειτονιά ποτέ δεν είχαν δώσει δικαιώματα», περιστατικά αστυνομικής βίας, που πλέον έχουν καταστεί κομμάτι της καθημερινότητας σε σημείο που σχεδόν πλήττουμε να ακούμε γι′ αυτά.

Κι ενώ ορισμένες κριτικές, όπως εκείνη της Τώνιας Καραόγλου έκαναν λόγο για απουσία νήματος στη δομή του κειμένου, αυτό το αποσπασματικό, το συγκεχυμένο, το κοινώς «τουρλουμπούκι» που -πράγματι- υπήρξε στη σκηνή, είναι -όμως και- συνώνυμο της ελληνικής πραγματικότητας.

Ασυνάρτητες, ελλιπείς και αντιφατικές πληροφορίες, μέσω των κοινωνικών δικτύων πέφτουν επάνω μας σαν καταιγίδα και μας πιέζουν να εκφράσουμε σώνει και καλά μια «άποψη». Λες και είναι έγκλημα να μην σχηματίζουμε για όλα μια γνώμη και αδίκημα σε καποιες περιπτώσεις να μην έχουμε τι να πούμε. Να μένουμε ενεοί μπροστά στις εξελίξεις.

Συνεπώς, όπως ο Κλέων, πέφτουμε κι εμείς στην παγίδα να μιλάμε για πράγματα και υποθέσεις που ούτε τα γνωρίζουμε, ούτε μπορούμε να ορίσουμε την έκβασή τους. Να «δικάζουμε», αγνοώντας το πόσο καθοριστικά μπορεί να επηρεάσει η επικριτική μας διάθεση τους γύρω μας.

Και τελικά, όλες αυτές οι γνώμες, σχηματίζουν μια ασφυκτική αλυσίδα, που εγκλωβίζει ακόμα και εμάς τους ίδιους, που ασκούμε την κρτική. Καταλήγουμε να έχουμε αυστηρές και συγκεκριμένες αναπαραστάσεις του τι «περνάει» και του τι «δεν περνάει» σε μια κοινωνία.

Κορυφαία στιγμή του διπόλου «εγκρίνεται-απορρίπτεται» η σκηνή όπου ο Κλέων, βάζει στο κέντρο της σκηνής δύο ηθοποιούς: Αριστερά έναν υπέρβαρο άντρα και δεξιά μια «καλλίγραμμη γυναίκα». Στη συνέχεια δείχνοντας με το δάχτυλο ωρύεται επαναλαμβάνοντας πέντε φορές πως αυτό που βλέπουμε αριστερά είναι το «λάθος», ενώ αυτό που βλέπουμε δεξιά, το «σωστό».

g.n.theater/ Χρήστος Συμεωνίδης
g.n.theater/ Χρήστος Συμεωνίδης

Eξίσου δυνατή εικόνα ήταν η τετράδα των αστυνομικών με τα γιγάντια καπέλα. Τεράστια καπέλα σε μικροσκοπικά κεφάλια, σε σημείο που όλη αυτή η εξουσία τους έκανε να μην ξεχωρίζουν πια ούτε τη μύτη τους -κυριολεκτικά και μεταφορικά-, πόσω μάλλον να βλέπουν το έγκλημα ή το άδικο.

g.n.theater/ Χρήστος Συμεωνίδης

Και φυσικά, κάτι που θα μας μείνει, ο γορίλας-ψηφοφόρος που δεν χωράει στο παραβάν και επιλέγει τελικά να το γκρεμίσει ολοσχερώς, μαζί με άλλα σκηνικά αντικείμενα. Όχι επειδή τον εμπόδιζαν να περάσει, απλώς επειδή «του την έσπασαν».

Τελικά, οι αστυνομικοί συλλαμβάνουν τον γορίλα, αφήνοντας αιχμές ότι το θηρίο ήταν ο μοναδικός «εγκληματίας» που θα μπορούσαν ποτέ να πιάσουν και ενδεχομένως στέλνοντας ένα μήνυμα για τη θανάτωση του χιμπατζή στο Αττικό Ζωολογικό Πάρκο, τον περσινό Ιούνιο και όλα τα περιστατικά κακοποίησης ζώων που μένουν ατιμώρητα και έχουν πολλαπλασιαστεί σε ανησυχητικό βαθμό.

Καταλήγοντας

Πράγματι, η σκηνοθέτις έφερε στο σανίδι πολλά αντιφατικά στοιχεία-«περιπτωσάρες», που με μια πρώτη ματιά, φαίνονταν να μην έχουν μεταξύ τους την παραμικρή σύνδεση. Κι όμως, είχαν ένα σημαντικό κοινό: Αποτελούσαν αντιπροσωπευτικά στιγμυότυπα της καθημερινότητα μας και διεκδικούσαν όλα τους μια θέση στην Ελληνική επικαιρότητα.

Και καθώς έσκαγαν ένα-ένα τα ευτράπελα επάνω στη σκηνή, πράγματι η Κιτσοπούλου μου ενέπνευσε κι εμένα το ερώτημα «Τι άλλο θα δούμε;». Αυτή θεωρώ πως είναι και η επιτυχία της. Μου ξύπνησε το συναίσθημα που βιώνω κάθε μέρα στην αίθουσα σύνταξης και πιστεύω ότι ταυτίζεται και ο Έλληνας αναγνώστης-χρήστης των Social Media: Το «Πόση παράνοια θα αντέξει και σήμερα η στήλη ”Κοινωνία”;»

Για την αισθητική του κιτς, ήταν πράγματι διάχυτη. Και ίσως ήταν μια συνειδητή επιλογή που έθιγε -κυριολεκτικά και μεταφορικά- την αισθητική του Νεοέλληνα και του κράτους, που παρά την κιτς τους υπόσταση, επιθυμούν διακαώς να δείχνουν τρομερά «κυριλέ και οργανωμένοι» στους «απ′ έξω».

Τέλος, χωρίς να έχω έρθει σε επαφή με το κείμενο του Αριστοφάνη, θεωρώ πως σε δυο ατάκες των πρωταγωνιστών (γιου-πατέρα), η Κιτσοπούλου χώρεσε όλο το νόημα του έργου του τεράστιου κωμωδιογράφου:

-Ποιος το δίκαιο* στη χώρα αυτή ορίζει;

-Αυτός που μες στις αίθουσες ξέρει να κερδίζει**.

*(Ή αλλιώς ποιος το ηθικό, το ωραίο και το αποδεκτό ορίζει)

**(Δηλαδή αυτός που έχει τα μέσα με το μέρος του. Είτε το μέσο είναι η τηλεόραση, είτε είναι τα κοινωνικά δίκτυα)

Αναφορικά με τις κριτικές και τα σχόλια περί «ύβρεως της Κιτσοπούλου απέναντι στον Αριστοφάνη»

Αν λάβουμε υπόψη τα ιστορικά δεδομένα, αυτά θέλουν τον Αθηναίο κωμωδιογράφο τρομερά χιουμορίστα, που με περίσσεια τόλμη καυτηρίαζε τους δημαγωγούς, τους σοφιστές και τον δήμο της Αθήνας, δηλαδή τους πολιτικούς, τους δικηγόρους και τους συμπολίτες του. Επομένως, η παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου είναι τόσο «Αριστοφανική» όσο ο ίδιος ο Αριστοφάνης.

Ο κύκλος των παραστάσεων θα ολοκληρωθεί στις 22 Σεπτεμβρίου, στο Θέατρο Βράχων, στις 21:00.

Δημοφιλή