Τέχνη στο δημόσιο χώρο από τη ματιά του δημιουργού

Όραμα, προσπάθεια και καταστροφή. Υπάρχει ελπίδα;
.
.
Κωνσταντίνος Κωστούρος

Ήταν περίπου ένα χρόνο πριν, όταν η Περιφέρεια Αττικής και συγκεκριμένα ο Σύλλογος Υπαλλήλων της, προσέγγισε την καλή συνάδελφο Κωνσταντίνα Καραχάλιου κι εμένα, προκειμένου να σκεφτούμε την πιθανότητα να φιλοτεχνήσουμε μια υπό ανακαίνιση υπόγεια διάβαση στην Αθήνα. Συγκεκριμένα, η πρόταση αφορούσε τον εξωραϊσμό της υπόγειας διάβασης πεζών της Λεωφόρου Συγγρού, πλησίον της οδού Χαροκόπου, ακριβώς μπροστά από το Γυάλινο Μουσικό θέατρο.

Με δεδομένο ότι ο χρόνος πίεζε και τα χρήματα που είχαν απομείνει για περαιτέρω εργασίες στη διάβαση είχαν σχεδόν εξαντληθεί, οι αρχικές ιδέες για αυτή την παρέμβαση ήταν σχετικά ταπεινές· ίσως να κάναμε ένα γρήγορο γκράφιτι ή μια διακοσμητική παρέμβαση καλλωπισμού του χώρου.

Ήταν μια ιδέα που απέρριψα από την αρχή και μαζί μου συμφώνησε και η Κωνσταντίνα. Δεν ήθελα να μπω στη λογική των εύκολων λύσεων ούτε είχα σκοπό να παρουσιάσω κάτι λιγότερο από το καλύτερό μου. Δεν ήταν μια «δουλειά» που θα μπορούσε να γίνει ανάλαφρα. Είχαμε να κάνουμε με δημόσιο χώρο, «εργοδότες» μας ήταν οι χιλιάδες διαβάτες που καθημερινά περνούν από εκεί, και πληρώνουν όλες τις ανάλογες παρεμβάσεις από τους φόρους τους.

Μετά από πολύ σκέψη και αναλογιζόμενοι το βάρος της ευθύνης, καταλήξαμε σε εικαστικά έργα που ελπίζουμε ότι θα αναβαθμίσουν το χώρο και θα γίνουν σημεία αναφοράς για την περιοχή. Σκοπός δεν ήταν η «διακόσμηση» της διάβασης αλλά η δημιουργία έργων σύγχρονης τέχνης, μνημειακών διαστάσεων, που θα στέκονται αυτόνομα το κάθε ένα σε απολυτή συμμετρία με το χώρο και τους ανθρώπους που τον περιδιαβαίνουν καθημερινά.

Από την πλευρά μου είχα στο νου ένα έργο ποιητικού χαρακτήρα, ύμνος στους «αόρατους» αυτής της πόλης. Μια προσφορά στην πλειάδα δηλαδή των ανθρώπων που διαβαίνουν, ζουν και γενικότερα βιώνουν τον δημόσιο χώρο καθημερινά, από ανάγκη ή επιλογή, μακριά από τη βολή της ιδιωτικής μετακίνησης.

Έτσι έφτιαξα τα «Νυχαυγή Πλάσματα» (“Noctilucent Creatures”)*· ένα έργο διαστάσεων είκοσι μέτρων πλάτος επί δυο μέτρα ύψος που εκτείνεται σε όλο τον χώρο της δεξιάς πλευράς της Διάβασης Χαροκόπου, όπως την επισκεπτόμαστε από την είσοδο του ρεύματος προς Πειραιά. Είναι ζωγραφισμένο με χρώματα λαδιού, σε φύλλα σκουριασμένης λαμαρίνας. Αυτές οι επιφάνειες δεν είναι επιτοίχιες αλλά τοποθετήθηκαν σε ειδικές βάσεις σε απόσταση 70 εκατοστών από τον τοίχο, δίνοντας μια αίσθηση αιώρησης και ειδικού βάρους μαζί.

Σ’ αυτό το περιβάλλον έχουν ζωγραφιστεί πλάσματα αλλά και αντικείμενα «Νυχαυγή*», μέσα σε σκιές και χαραμάδες, που προσμένουν το ταξίδι τους στο φως. Άνθρωποι, πουλιά, μικρά λουλούδια και σπίτια σκοπό έχουν να λειτουργήσουν σαν σύμβολα της αντίθεσης του «κάτω» με τον «πάνω» κόσμο, ενώ ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, μία απόκοσμη λάμψη προβάλλεται προς τα μάτια του θεατή από ειδικό φωτισμό, που έχει τοποθετηθεί εκεί για να επιτείνει την οπτική εμπειρία.

Αυτή η αντίθεση του «πάνω» με το «κάτω», τόσο σε φυσικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο, συνήθως περνά από το μυαλό του διαβάτη που διασχίζει τις υπόγειες διαβάσεις. Το έργο, παρόν πλέον στη διάβαση, φιλοδοξεί να δημιουργήσει μια συνθήκη που θα εκπλήσσει, θα δημιουργεί δέος και ψυχική ανάταση με το μέγεθος και την πολυπλοκότητα της υφής του.

Όταν τον περασμένο χειμώνα λοιπόν, έκανα την τελική μου πρόταση και έγινε αποδεκτή από την Δ/νση Διαχείρισης Μητροπολιτικών Υποδομών της Περιφέρειας Αττικής, η υποδοχή ήταν κάτι παραπάνω από θερμή.

Η συνεργασία με την αρχιτεκτόνισσα που επέβλεπε το έργο από πλευράς Περιφέρειας, με τον Δ/ντη της Υπηρεσίας αλλά και τον εργολάβο που είχε αναλάβει την υλοποίηση ήταν εκπληκτική. Η πρωτοβουλία του Συλλόγου των Υπαλλήλων είχε πιάσει τόπο. Όλοι οι συνεργάτες που εμπλέκονταν με το έργο (δημόσιοι λειτουργοί, μηχανικοί, τεχνικοί, προμηθευτές και απλοί τεχνίτες) δούλεψαν με απόλυτο επαγγελματισμό. Και στα δικά μου μάτια, επαγγελματισμός σημαίνει κάνω τη δουλειά μου με αγάπη, νοιάξιμο, καλή πίστη και πνεύμα συνεργασίας.

Όσο διαρκούσαν οι συζητήσεις για τις τεχνικές λεπτομέρειες της κατασκευής, αλλά και τους επόμενους μήνες, που έδινα τη μάχη με τα χρώματα και τις σκουριές στην αποθήκη που μου είχε παραχωρήσει η Περιφέρεια για να δουλέψω, υπήρχε πάντα μια σκιά που θόλωνε το τελικό μας όραμα. Από την αρχή μου είχε γίνει σαφές ότι πάντα σε αυτές τις παρεμβάσεις υπάρχει θέμα με το πόσο κάθε καλλωπισμός, κάθε εικαστική δράση ή παρέμβαση, μπορούν να αντέξουν στο χρόνο. Δεν ήταν το θέμα της φυσικής φθοράς, αλλά του ακραίου και άμεσου βανδαλισμού.

Ήταν κάτι που ήξερα από την αρχή αλλά επέλεξα ηθελημένα να αγνοήσω. Πιστεύω ότι ένα έργο πρέπει να τίθεται πάντα στην δοκιμασία της κριτικής του κόσμου, πόσο μάλλον ένα έργο στο δημόσιο χώρο. Αν δεν αρέσει, ας καταστραφεί, έλεγα.

Τον Ιούνιο που πήγαμε για να το στήσουμε έβλεπα τον κόσμο να περνά και να χαίρεται. Ρωτούσαν γι’ αυτό και εξέφραζαν την αγωνία τους για το αν το έργο θα επιβιώσει. Έλεγαν ότι «τίποτα δεν μένει όρθιο εδώ» και ευχαριστούσαν για την αναβάθμιση του χώρου. Εκείνες τις μέρες, καθώς και όποτε χρειάστηκε να ξαναπεράσω για κάποια δουλειά, εισέπραττα δυσανάλογη για τις προσδοκίες μου ευγνωμοσύνη. Για κάποιο διάστημα ένιωθα ότι είχα καταφέρει το σκοπό μου.

Το καλοκαίρι πέρασε και το φθινόπωρο ο Σύλλογος των Υπαλλήλων της Περιφέρειας σκέφτηκε να μας τιμήσει κάνοντας εγκαίνια στον χώρο. Επισκεπτόμενος τη διάβαση μερικές μέρες πριν τα εγκαίνια αντίκρισα ένα αποκαρδιωτικό θέαμα. Το ότι η διάβαση θα γέμιζε με γκράφιτι και tags (υπογραφές χωρίς έργο να τις συνοδεύει) ήταν δεδομένο. Πέραν αυτών όμως είχαν γραφτεί συνθήματα επάνω στο έργο. Πέραν όμως και από αυτό, κάποιος απλά είχε διαπεράσει το έργο με μια μοβ γραμμή από σπρέι. Χωρίς κανένα, σκοπό, χωρίς να θέλει να κάνει κάποιου είδους δήλωση ή κριτική. Ήταν απλά η χαρά της καταστροφής.

.
.
Κωνσταντίνος Κωστούρος

Το γκράφιτι είναι μια πολύ όμορφη και καίρια μορφή τέχνης που δικαίως αγκαλιάστηκε με τα χρόνια από την κοινωνία. Αποτελεί την απάντηση των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων απέναντι στο γκρίζο περιβάλλον των κτηρίων και των κοινωνικών συνθηκών που επιφύλασσαν οι κυρίαρχες τάξεις για τους πιο αδύναμους. Είναι η τέχνη των φτωχών, η κουλτούρα των αδυνάτων.

Η αποδοχή ή έστω η ανοχή λοιπόν, αυτής της μορφής τέχνης ήταν το «τυρί» που είδαν οι προοδευτικές δυνάμεις που παλεύουν για ίσα δικαιώματα μεταξύ όλων των ανθρώπων. Αυτό βέβαια δεν ήταν παρά η «φάκα»…

Όλες οι άλλες μορφές τέχνης, η ζωγραφική, η γλυπτική, η μουσική, παράγονται ιδιωτικά και έχουν δημόσια παρουσία μόνο όταν οι κοινωνικές συνθήκες το επιτρέψουν (δίκαιες η άδικες συνθήκες, είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία). Το γκράφιτι όμως επιβάλει την παρουσία του χωρίς καμία κοινωνική ζύμωση. Ο καλλιτέχνης (ή κακοτέχνης) «μαρκάρει» τον χώρο κατά το δοκούν, όπως ακριβώς κάνουν και οι σκύλοι στη βόλτα τους.

Η παγίδα λοιπόν που έπεσαν οι άνθρωποι που νοιάζονται πραγματικά για την βελτίωση των συνθηκών των χαμηλότερων στρωμάτων είναι ότι το γκράφιτι, από τη σύλληψη του, είναι η πιο ακραία ατομικιστική ανθρώπινη καλλιτεχνική έκφραση. Σε αυτό, ο καθένας επιβάλει την παρουσία του, τη σκέψη και την αισθητική του στο δημόσιο χώρο, χωρίς να λογοδοτεί πουθενά. Αυτό, όπως είναι φυσικό έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερη υποβάθμιση των ήδη υποβαθμισμένων περιοχών μιας που σε αυτές, λόγω κοινωνικών συνθηκών, οι δυνατότητες διαχωρισμού της τέχνης από την οπτική φασαρία είναι μηδενικές.

Πέραν των παραπάνω, η σιωπηρή αποδοχή της προσωπικής επέμβασης στο δημόσιο χώρο, χωρίς έστω μια ελάχιστη κοινωνική νομιμοποίηση, έδωσε το ψυχολογικό δικαίωμα στον κάθε ένα, να θεωρεί τον δημόσιο χώρο ιδιοκτησία του ή ακόμα χειρότερα, να βανδαλίζει αυτόν τον χώρο επειδή απλά μπορεί. Όπως γίνεται δηλαδή συνήθως και στην περίπτωση των υπόγειων διαβάσεων.

Λίγο πριν τα εγκαίνια, πήρα τα καθαριστικά, τα πανιά και τα πινέλα μου, πήγα στο έργο και το καθάρισα. Μαζί μου είχα άξιους τεχνίτες αλλά προτίμησα να κάνω τη δουλειά σχεδόν μόνος μου. Καθώς το καθάριζα σκεφτόμουν όλα τα παραπάνω αλλά και τον ζωγράφο και graffiti artist, Στέλιο Φαϊτάκη που είχε φύγει από αυτόν τον κόσμο μερικές μέρες πριν. Ο Φαϊτάκης, κατά τη γνώμη μου, ήταν ίσως το μεγαλύτερο ταλέντο της γενιάς μας, εσωστρεφής και κοινωνικά πολύ ευαίσθητος. Ως άνθρωπος που ξεκίνησε από τα γκράφιτι αλλά και ως αναγνωρισμένος εικαστικός καλλιτέχνης, ποια γνώμη θα είχε για τις παραπάνω σκέψεις;

Εκτελούσα το μάταιο έργο του καθαρισμού, αποκαρδιωμένος. Ένιωθα σαν να με τιμωρούσα. Δούλευα σχεδόν μόνος ξέροντας ότι το έργο δεν θα αντέξει πολλά καθαρίσματα στο μέλλον.

.
.
Κωνσταντίνος Κωστούρος

Ακόμα και αυτή τη μέρα που καθαρίζαμε, ακούγαμε ευχαριστώ για τη νέα μας προσπάθεια. Περαστικοί περνούσαν και μας έλεγαν ιδέες για την προστασία του έργου, που προφανώς κι εμείς είχαμε σκεφτεί, αλλά δεν μπορούν να λειτουργήσουν, για διάφορους λόγους, αυτή την εποχή.

Η αλήθεια είναι ότι δεν μου άρεσε ποτέ η ιδέα της προστασίας ενός έργου, προτιμούσα την αποδοχή. Πάντα ονειρευόμουν δημιουργίες που θα ενέπνεαν σεβασμό και δεν θα χρειάζονταν καμία φύλαξη. Έκανα πως δεν έβλεπα ότι κάποιοι συνάνθρωποί μας δεν ενδιαφέρονται για κανενός είδους συνεννόηση ή έστω διαφωνία αλλά το μόνο που τους αφορά είναι η καταστροφή· χωρίς διάκριση, χωρίς διάθεση εναλλακτικής πρότασης. Δεν ενδιαφέρονται να υψωθούν από το χάος αλλά προσπαθούν να πάρουν μαζί τους σε αυτό, όσους περισσότερους μπορούν.

Από την πλευρά μου νιώθω τυχερός· η ελπίδα με κρατά όρθιο και έχω αποφύγει το χάος. Ακριβώς γι’ αυτό επέλεξα να καθαρίσω μόνος. Για να θυμάμαι ότι είμαι από τους τυχερούς και να πληρώσω ένα μικρό τίμημα για το χάος που βιώνουν οι συνάνθρωποί μου. Ίσως έτσι τους καταλάβω περισσότερο.

Πολύ θα ήθελα να γνωρίσω ποιός ή ποια ήταν υπεύθυνος/η της πρόσκαιρης καταστροφής. Δεν θυμώνω απλά απορώ, θέλω να μάθω και θα προσπαθούσα ειλικρινά να καταλάβω.

Νομίζω ότι δεν θα είχα πρόβλημα να ζητήσω και συγνώμη αν πειθόμουν ότι το έργο είναι μέρος του προβλήματος. Αν όμως όλο αυτό έχει να κάνει μόνο με τη χαρά της καταστροφής και την αδιανόητη εγωκεντρικότατα της εποχής, τότε στενοχωριέμαι πολύ. Πρέπει να είναι πολύ άσχημο να ζεις έτσι. Παρόλα αυτά, όποιος διαβάσει τις πρώτες παραγράφους αυτού του κειμένου, καταλαβαίνει ότι αυτά τα έργο είναι φτιαγμένο και γι αυτούς που νιώθουν έτσι. Ήθελα να είναι μικρή μια χειρονομία βοήθειας.

Μετά το καθάρισμα έφυγα με γλυκόπικρα συναισθήματα και βέβαιος ότι σε λίγο καιρό θα είμαστε πάλι στο μηδέν. Είχα νιώσει την ευγνωμοσύνη των περαστικών που μου μιλούσαν αλλά και τον μηδενισμό του ανθρώπου με το μοβ σπρέι. Είναι προφανές πως δεν κατάφερα να τον κάνω συνομιλητή, να κερδίσω την αποδοχή του.

Δεν ξέρω, ίσως τα καταφέρω την επόμενη φορά, στο επόμενο έργο. Το σίγουρο είναι ότι θα ξαναπροσπαθήσω.

***

* Νυχαυγές: Ορατό ή λαμπερό τη Νύχτα / Noctilucent (noct- + lucent): visible or glowing at night

Δημοφιλή