Τι συμβαίνει στην Αφρική: Πώς τα lockdowns επηρεάζουν την ήπειρο

Εκατομμύρια άνθρωποι δεν θα λάβουν επίσημη στήριξη.
.
.
Reuters

Σε ένα σκοτεινό δωμάτιο στο Λάγος, η Κέμι Αντεπότζου, κατασκευάστρια φορεμάτων, εξετάζει μια στοίβα φορεμάτων που έφτιαξε η ίδια μα δεν μπορούν να παραδοθούν εξαιτίας του lockdown που είναι σε ισχύ για την επιβράδυνση του νέου κορονοϊού.

«Το lockdown ήρθε αιφνιδιαστικά. Χρησιμοποίησα όλα μου τα χρήματα για να αγοράσω υφάσματα. Αν το ήξερα, θα τα είχα χρησιμοποιήσει για να πάρω τρόφιμα» είπε η μητέρα δύο παιδιών, που λειτουργεί την επιχείρησή της από ένα δωμάτιο που νοικιάζει στην περιοχή Ιβάγια της μεγαλύτερης πόλης της Νιγηρίας.

Όπως εκατομμύρια στην Αφρική, η Αντεπότζου δουλεύει στον «ανεπίσημο» τομέα, στον οποίο αντιστοιχεί άνω του 85% της απασχόλησης ανά την ήπειρο, και σε μεγάλο βαθμό θα «προσπεραστεί» από τα ούτως ή άλλως πενιχρά μέτρα οικονομικής στήριξης που θέτουν σε ισχύ οι κυβερνήσεις.

Το ΔΝΤ ανέφερε σε blog του σχετικά με τις επιπτώσεις της επιδημίας στην Αφρική τον προηγούμενο μήνα ότι η «κοινωνική αποστασιοποίηση» δεν είναι ρεαλιστική για τους πλέον ευάλωτους, ενώ η δυνατότητα εργασίας από το σπίτι ήταν δυνατή μόνο για λίγους.

«Τα ίδια τα μέτρα που είναι κρίσιμης σημασίας για την επιβράδυνση της εξάπλωσης του ιού θα έχουν απευθείας κόστος στις τοπικές οικονομίες» είπε. «Η αναταραχή στις καθημερινές ζωές των ανθρώπων σημαίνει λιγότερη δουλειά επί πληρωμή, λιγότερο εισόδημα, λιγότερες δαπάνες και λιγότερες δουλειές».

Τα lockdowns, που αρχικά προορίζονταν να διαρκέσουν για 14 ημέρες, άρχισαν στο Λάγος και την πρωτεύουσα, Αμπούτζα, στις 30 Μαρτίου. Η κυβέρνηση της πιο πολυπληθούς χώρας της Αφρικής ανακοίνωσε ένα μορατόριουμ πληρωμών για κυβερνητικά δάνεια σε μικρές επιχειρήσεις, που κυμαίνονται από εμπόρους μέχρι αγρότες, και ανέφερε πως θα παρέχει παρόμοια βοήθεια και σε μεγάλες εταιρείες.

Ο Μούντα Γιουσούφ, γενικός διευθυντής του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Λάγος, είπε ότι οι αυτοαπασχολούμενοι σε πόλεις δεν θα επωφεληθούν από αυτά τα μέτρα επειδή προορίζονται κυρίως σε αγροτικές περιοχές και δεν έχει προσφερθεί βοήθεια στις αποπληρωμές εμπορικών δανείων.

«Αυτά τα μέτρα είναι απίθανο να φτάσουν στους ανθρώπους στον ανεπίσημο τομέα» είπε.

Η κυβέρνηση λέει ότι άρχισε να στέλνει ρευστό στα φτωχότερα νοικοκυριά της χώρας, μα πολλοί ανεπίσημοι έμποροι που δεν έχουν λογαριασμούς σε τράπεζες ή υπηρεσίες για κινητά ώστε να τα λάβουν, ακόμα και αν τα δικαιούνται. Περίπου το 60% των Νιγηριανών δεν έχουν τραπεζικό λογαριασμό, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα.

Υπάρχει κίνδυνος η κυβερνητική στήριξη να μη φτάσει σε αυτούς που τη χρειάζονται περισσότερο, λέει ο Τούντε Ατζιλέγε, της SBM Intelligence. «Μέχρι να μπορούν να βρεθούν οι άνθρωποι και να ιχνηλατηθούν κεντρικά και να γίνει αντιστοίχιση με τα οικονομικά τους αρχεία, επιχειρήσεις σαν αυτήν θα γίνονται στην καλύτερη περίπτωση μαντεύοντας και γεμάτες διαφθορά» είπε σχετικά.

Η κρίση του κορονοϊού έχει αυξήσει ακόμα περισσότερο την πίεση στα οικονομικά της Νιγηρίας, εν μέσω μιας περιόδου κατά την οποία ήδη δέχονταν πλήγματα λόγω της πτώσης της τιμής του πετρελαίου.

Ακόμα και η Νότια Αφρική, η πιο ανεπτυγμένη οικονομία της ηπείρου, δεν ήταν σε θέση να υποσχεθεί κάποιο μεγάλο πακέτο στήριξης για να μετριάσει τις επιπτώσεις από το πλήγμα του κορονοϊού, με την οικονομία ήδη σε ύφεση και την ανεργία να βρίσκεται γύρω στο 30%. Έχει ανακοινώσει φοροελαφρύνσεις για μικρές επιχειρήσεις ύψους 500 ραντ (26,50 δολαρίων) τον μήνα για κάθε εργαζόμενο για τέσσερις μήνες, και θα επιτρέπει σε επιχειρήσεις με έσοδα 50 εκατ. ραντ (2,66 εκατ. δολαρίων) ή λιγότερα να καθυστερούν τις πληρωμές του 20% των φορολογικών εκκρεμοτήτων του εργαζομένου για τέσσερις μήνες. Ωστόσο δεν έχει δοθεί στήριξη στην ανεπίσημη οικονομία, που, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, απασχολεί το 25-30% των Νοτιοαφρικανών εργαζομένων. Για τους περισσότερους, το μόνο που μπορούν να κλειστούν μέχρι να τελειώσει το 21 ημερών lockdown και να ελπίζουν ότι η οικονομική δραστηριότητα θα ανακάμψει. Ωστόσο άλλοι αψηφούν το lockdown για να επιβιώσουν.

«Το ξέρω ότι δεν πρέπει να είμαι εδώ και να πουλάω, μα δεν έχω επιλογή» είπε η 69χρονη Λούσι Μαλιμέλε, ενώ πουλούσε σπανάκι σε μια ασυνήθιστα αθόρυβη αγορά στο Σοβέτο. «Αν δεν ερχόμουν δεν θα είχα χρήματα για αυτά τα δύο καρβέλια ψωμί».

«Δεν ξέρω αν η κυβέρνηση έχει δίκιο ή όχι που το κάνει αυτό, μα φαίνεται πως μόνο αυτοί που έχουν χρήματα θα επιβιώσουν».

(με πληροφορίες από Reuters)

Δημοφιλή