Το «Κέντρο» ως καταλύτης

Ένα ρεύμα έχει προκύψει μέσα στην ελληνική κοινωνία. Ζητεί επί της ουσίας, από τη δημόσια ζωή του τόπου, να αλλάξει επιτέλους αιώνα.
.
.
Eurokinissi

Η συγκυρία καθιστά εκ νέου επίκαιρη την πολιτική ατζέντα της µεγάλης παράδοσης του Βενιζελισµού –και αν ο Μητσοτάκης διατηρεί ένα προβάδισµα προς την εκπροσώπηση του Κέντρου είναι διότι η πολιτική του βρίσκεται –ακόµα και άθελά του πολλές φορές–περισσότερο κοντά της απ’ ό,τι των άλλων.

Ένα από τα λάθη της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά την παρούσα κοινοβουλευτική θητεία είναι ότι αντιστρατεύεται τον περιορισμό της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης, την αποτροπή έναντι της Τουρκίας, την αλλαγή της κατάστασης μέσα στα πανεπιστήμια, ή τις κινήσεις για την απογραφειοκρατικοποίηση του κράτους, πιστεύοντας ότι αποτελούν αιχμές ενός «νεοφιλελεύθερου» και «ακροδεξιού» καθεστώτος. Κι όμως, αποτελούν αιτήματα που έχουν προκύψει «από τα κάτω», την κοινωνία. Είναι αυθεντικά και συχνά συσπειρώνουν ένα πλειοψηφικό κοινωνικό ρεύμα διαπερνώντας και τις χαμηλές και μεσαίες τάξεις.

Δεν πρόκειται για αιτήματα διάσπαρτα και κατακερματισμένα, αλλά διαθέτουν μια κοινή, ευρύτερη συνισταμένη. Ένα ρεύμα έχει προκύψει μέσα στην ελληνική κοινωνία έπειτα από το καταστάλαγμα των εμπειριών τής προηγούμενης δεκαετίας. Ζητεί επί της ουσίας, από τη δημόσια ζωή του τόπου, να αλλάξει επιτέλους αιώνα, να εγκαταλείψει το παρακμιακό τοπίο της χρεοκοπημένης –και στην κυριολεξία– μεταπολίτευσης και να συγχρονιστεί επιτέλους με τις τρομακτικές και υπαρξιακές προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε σήμερα, την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα.

Το ρεύμα αυτό συγκλίνει προς την υπέρβαση της αντίθεσης Αριστερά-Δεξιά, προς ένα «Κέντρο» που αποτελεί συνέχεια του Βενιζελισμού και της Αντίστασης -41-44, χωρίς το καπέλωμα του ΚΚΕ. Τούτο το στοιχείο όλοι τείνουν να το παραδεχθούν. Το υπόβαθρο αυτής της τάσης, ωστόσο, συζητείται ελάχιστα. Δεν πρόκειται απλώς για άσκηση ισορροπίας ή επιστροφή στον κομφορμισμό, μετά τα καταφανή αδιέξοδα του κούφιου και υποκριτικού ριζοσπαστισμού της προηγούμενης δεκαετίας. Εξ άλλου αναγνωρίζεται ήδη ότι η στροφή αυτή συνδυάζεται με το επίμονο αίτημα μιας ριζικής αλλαγής, οπότε, αλλού θα πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες αυτής της συσπείρωσης.

Η επάνοδος του «Κέντρου» ενισχύεται από την απειλή της Τουρκίας και τη συνειδητοποίηση ότι βρίσκει την ελληνική κοινωνία απροετοίμαστη. Μετά τη δεκαετία της καθίζησης, άλματα οφείλουν να γίνουν στο επίπεδο της οικονομίας, του κράτους, της διπλωματίας και του βαθμού εθνικής συσπείρωσης της κοινωνίας, προκειμένου να ανταποκριθούμε στον ανταγωνισμό μιας μεγάλης περιφερειακής δύναμης όπως είναι σήμερα η Τουρκία. Αυτό το εγχείρημα χαρακτηρίζεται από μια εξαιρετικά πολύπλοκη γεωμετρία.

Αποτροπή σημαίνει εκσυγχρονισμός και εθνική σύγκλιση των κοινωνικών τάξεων, κάτι που απαιτεί να κάνουν πίσω οι ελίτ από το παγκοσμιοποιημένο, «εγωιστικό» συμφέρον τους, να συμπράξουν οι μεσαίες και κατώτερες τάξεις (άρα να υιοθετηθούν πολιτικές που σταματούν την κοινωνική και οικονομική τους υποβάθμιση) και παράλληλα να αντιμετωπιστεί η εργαλειοποίηση της αγανάκτησης από την εκ δεξιών και εξ αριστερών διχαστική δημαγωγία. Η συγκυρία καθιστά εκ νέου επίκαιρη την πολιτική ατζέντα της μεγάλης παράδοσης του Βενιζελισμού –και αν ο Μητσοτάκης διατηρεί ένα προβάδισμα προς την εκπροσώπηση του Κέντρου είναι διότι η πολιτική του βρίσκεται –ακόμα και άθελά του πολλές φορές–περισσότερο κοντά της απ’ ό,τι των άλλων.

Η στροφή αυτή αποτελεί όμως και καταστάλαγμα από τις εμπειρίες της πανδημίας, της ενεργειακής κρίσης, της ανάδυσης των νέων γεωπολιτικών ανταγωνισμών: Οι εξελίξεις της τελευταίας διετίας τελείωσαν τον νεοφιλελευθερισμό και η λογική των παγκόσμιων αγορών, που φάνταζε ως το μεγάλο του πλεονέκτημα, αντιμετωπίζεται πλέον ως πρόβλημα από τη Δύση. Γιατί διευκόλυνε την εξάρτηση της Ευρώπης από τους φυσικούς πόρους της Ρωσίας, εκείνη των εφοδιαστικών αλυσίδων από την Κίνα, ενώ πλέον, εξαιτίας της αποβιομηχάνισης, στρέφονται κατ’ εξοχήν εναντίον των δυτικών μεσαίων και χαμηλών τάξεων. Η πανδημία κατέδειξε τις καίριες αδυναμίες της άκρατης εμπορευματοποίησης των κοινωνικών αγαθών, ενώ το αδιέξοδο του πολυπολιτισμού κατέδειξε το αδιέξοδο της δημογραφικής εξάρτησης της Δύσης από τη μετανάστευση. Όλα τα προηγούμενα γέρνουν την πλάστιγγα υπέρ των πολιτικών κοινωνικής, εθνικής αλλά και περιφερειακής προστασίας, εις βάρος της «αόρατης χείρας της αγοράς». Μετά από δύο ή τρεις δεκαετίες απορρύθμισης ήρθε η στιγμή για το εκκρεμές να στραφεί προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Τέλος αυτή η στροφή αφορά στην εξάντληση του ελληνικού παρασιτικού μοντέλου. Η υπέρβασή του απαιτεί ένα ιδεολογικό σλάλομ και μια σύνθεση στοιχείων από ατζέντες που μέχρι πρότινος θεωρούνταν ασύμβατες. Έτσι, στην κοινωνική πολιτική απαιτείται ατζέντα «σκανδιναβικού» τύπου, που εστιάζει σε μια λογική κοινωνικών επενδύσεων (υγεία, παιδεία, δημογραφία) για την ανοδική κινητικότητα, και όχι στα επιδόματα. Η μικρή και μεσαία παραγωγική οικονομία, απαιτεί ένα απελευθερωμένο πλαίσιο ώστε να αναπνεύσει και παράλληλα κρατική καθοδήγηση για τις συνέργειες και τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό που απαιτεί η ανασύστασή της σε υγιέστερες βάσεις.

Η Παιδεία και ο Πολιτισμός έχουν ανάγκη από έναν δημιουργικό προστατευτισμό, που θα κλείνει τα αυτιά του στις σειρήνες της αποδόμησης. Η εθνική αυτοδυναμία χρειάζεται την ευρωπαϊκή συγκρότηση, ενώ, τα «ανοιχτά σύνορα» καθίστανται απειλή για τις ανοιχτές κοινωνίες μιας και τις βυθίζουν στην πολυπολιτισμική αντιπαράθεση και τις αφήνουν εκτεθειμένες σε στρατηγικές εργαλειοποίησης από τον Ερντογάν ή τον Λουκασένκο.

Η σύγκλιση, επομένως, μεγάλων εκλογικών ακροατηρίων σε αυτό τον νέο «Κέντρο» δεν είναι συγκυριακή, επιφανειακή ή αντανακλαστική. Αποτελεί φαινόμενο με μεγάλο πολιτικό αλλά και ιστορικό βάθος. Μπορεί να μην έχει αποκτήσει ακόμα πλειοψηφικά χαρακτηριστικά. Παρ’ όλα αυτά παραμένει η κρίσιμη μάζα που κρίνει το ποιος θα είναι κυβέρνηση αύριο και ποιος όχι.

Αν η Νέα Δημοκρατία έχει κολλήσει στο 33%-34% –ποσοστό που προμηνύει περιπέτειες για τις διπλές εκλογές που έρχονται, αυτό συμβαίνει γιατί δεν έχει πείσει αυτό το νέο «Κέντρο» ότι μπορεί να εκφράσει με συνέπεια τα αιτήματά του. Ευθύνονται γι’ αυτό τόσο οι ιδεολογικές αδράνειες του παγκοσμιοποιημένου ελιτισμού, όσο και ο παλαιοκομματισμός που ελλοχεύει στην ραχοκοκαλιά της.

Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη –ψυχή τε και σώματι– ανήκει σε έναν άλλο κόσμο. Γιατί η εκλογική του βάση, το 23%-24%, επιμένει να ανέχεται την Αυγή όταν αναπαράγει ανερυθρίαστα την τουρκική προπαγάνδα για τον Έβρο, ή τον μυστακοφόρο τραμπισμό του Πολάκη; Πέραν του εθνομηδενισμού, υπάρχει εδώ ένα αντίστροφο χάσμα γενεών: Η βάση του ΣΥΡΙΖΑ κυριαρχείται από τους 60+ της μεταπολιτευτικής αριστεράς, που παρέμειναν αμετανόητα γαντζωμένοι στο παρελθόν και δεν μπορούν να ακολουθήσουν την εποχή μας.

Το ΠΑΣΟΚ μετεωρίζεται. Η εκλογική του βάση φαίνεται να αναζητά αυτό το νέο κέντρο. Η ηγεσία του έχει διαφορετική γνώμη. Το φιάσκο της επένδυσης του ΠΑΣΟΚ στην πολιτική υπεραξία των υποκλοπών είναι εξόχως χαρακτηριστικό. Βρισκόμαστε στο χείλος μιας παγκόσμιας σύγκρουσης, η Τουρκία μάς απευθύνει καθημερινά απειλές πολέμου, η ενεργειακή κρίση προμηνύει έναν χειμώνα φτωχοποίησης και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ τεστάρει τακτικισμούς συγκυβέρνησης με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ένα είναι σίγουρο, ότι η βάση που ανέδειξε την εσωκομματική διαδικασία σε σημαντικό πολιτικό γεγονός θα τιμωρήσει τον Νίκο Ανδρουλάκη, αν αποφασίσει να συνεχίσει σε αυτήν την κατεύθυνση.

Τι μένει στο πηλίκο; Οι διεργασίες σε ένα κομμάτι της κοινωνίας προπορεύονται σε σχέση με τα κόμματα. Οι δε δυσκολίες που θα συναντήσουν αυτά μέσα από την διαδικασία των διπλών εκλογών, αργά ή γρήγορα θα θέσουν επί τάπητος ζητήματα ανανέωσης του πολιτικού σκηνικού και επανίδρυσης των πολιτικών κομμάτων. Σε αυτήν τη διαδικασία, η σύνθεση, δηλαδή το «Κέντρο» θα είναι ο καταλύτης.



Δημοφιλή