Τρεις φίλοι από την Κάσο ξανασμίγουν 57 χρόνια μετά

Με αφορμή το βιβλίο «Γράμμα από την Κάσο 1965» με εικόνες του Ρ. Μακέιμπ, οι Κασιώτες Γ. Αράπης, Η. Μαστροπαύλος και Μ. Γλίτσης μιλούν για μια φωτογραφία που τραβήχτηκε ολόιδια τότε και τώρα
Kαθισμένοι στο αρχαίο τείχος, ο Γιάννης, ο Ηλίας και ο Ματθαίος κοιτάζουν τα βουνά, μεταξύ ανατολής και νότου, προς την κατεύθυνση του Αγίου Μάμα (από τα κείμενα του Νίκου Μαστροπαύλου)
Robert McCabe
Kαθισμένοι στο αρχαίο τείχος, ο Γιάννης, ο Ηλίας και ο Ματθαίος κοιτάζουν τα βουνά, μεταξύ ανατολής και νότου, προς την κατεύθυνση του Αγίου Μάμα (από τα κείμενα του Νίκου Μαστροπαύλου)

Ηταν τον Αύγουστο του 1965 όταν ο, 31χρονος τότε, φωτογράφος, Ρόμπερτ Μακέιμπ βρέθηκε για μια εβδομάδα στην Κάσο προκειμένου να τραβήξει φωτογραφίες που θα εικονογραφούσαν βιβλίο του Κασιώτη συγγραφέα, Ηλία Κουλουκουντή. Στο, διάρκειας μιας εβδομάδας, οδοιπορικό του, αποτύπωσε την ιδιαίτερη κουλτούρα ενός νησιού στην εσχατιά του Αρχιπελάγους που μπορεί να ομοιάζει απλοϊκό κι ανεπιτήδευτο, αλλά στην ουσία είναι πολύ πιο εκλεπτυσμένο απ’ ότι μπορεί να φανταστεί κανείς. Ανάμεσα στις φωτογραφίες Κασιωτών μουσικών στα περίφημα πανηγύρια του νησιού, νησιωτών την ώρα της δουλειάς ή της σχόλης, γιαγιάδων και παππούδων με έντονο το πέρασμα του χρόνου στα πρόσωπά τους και πολλών, πάμπολων ευτυχισμένων παιδιών, συναντά κανείς τρία αγόρια 9 – 10 ετών που με την πλάτη γυρισμένη στο φακό ατενίζουν την πανοραμική θέα από την «Ακρόπολη» του Κάστρου. Πενήντα επτά χρόνια μετά, και για λογαριασμό του βιβλίου «Γράμμα από την Κάσο 1965» με τις φωτογραφίες εκείνης της εποχής του Ρόμπερτ Μακέιμπ, κείμενα Νίκου Μαστροπαύλου και έρευνα Μαριλέν Φραγκούλη Κέδρος, οι τρεις φίλοι εξήντα και πλέον χρονών, πια που ξαναφωτογραφήθηκαν στο ίδιο μέρος, μίλησαν στην HuffPost για το τότε και το σήμερα αυτού του τόσο ιδιαίτερου τόπου με την ευκαιρία του βιβλίου που θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα τον Μάρτιο από τις εκδόσεις Πατάκη, ενώ η διεθνής του έκδοση διατίθεται από τον οίκο Abbeville Press.

(Από αριστερά προς τα δεξιά): Γιάννης Αράπης, Ηλίας Μαστροπαύλος, Ματθαίος Γλίτσης, στην ίδια θέση, την ίδια ώρα 57 χρόνια μετά
Μαριλέν Κέδρος
(Από αριστερά προς τα δεξιά): Γιάννης Αράπης, Ηλίας Μαστροπαύλος, Ματθαίος Γλίτσης, στην ίδια θέση, την ίδια ώρα 57 χρόνια μετά

Γιάννης Αράπης: «Δεν θα ξεχάσω εκείνον γελαστό φωτογράφο με το άσπρο καπέλο, τις δυο μηχανές περασμένες στο λαιμό που μιλούσε “ξένα”»

«Τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων στην Κάσο είχαν πάντα σταθερό σχεδιασμό αλλά δεν θα μπορούσε να τα πει κανείς μονότονα: μπάνια στην θάλασσα, ψάρεμα, κυνήγι, “ερευνήσεις”, πέταγμα αετών και ποδόσφαιρο, πολύ ποδόσφαιρο. Εμείς, τα παιδιά του χωριού Πόλι παίζαμε μπάλα σε ένα χωράφι πίσω από την εκκλησία του χωριού Αγία Τριάδα στους πρόποδες ενός λόφου. Λέγεται Κάστρο και σύμφωνα με την αρχαιολογική παράδοση εκεί ήταν χτισμένο το αρχαίο Κάστρο – συναντά κανείς ακόμα ίχνη του αρχαίου οικισμού. Το μονοπάτι που οδηγούσε στην κορυφή του λόφου περνούσε δίπλα από το “γήπεδο”. Το καλοκαίρι του 1965, κάποια στιγμή ενώ παίζαμε μπάλα, είδαμε τέσσερα άτομα να πλησιάζουν. Σταμάτησαν στην άκρη του γηπέδου, μας παρακολουθούσαν κι έκαναν διάφορα σχόλια. Από τους τέσσερις, ο πρώτος ήταν ο γηραιότερος: φορούσε ένα ασυνήθιστα πλατύγυρο καπέλο, ενώ δίπλα του ήταν ένας νεότερος και δυο ξένοι που μιλούσαν “ξένα”. Ο ένας από τους δυο φορούσε άσπρο καπέλο κι είχε περασμένο στο λαιμό του δυο φωτογραφικές μηχανές. Παρατηρούσε το παιχνίδι μας σχολιάζοντας πάντα γελαστός. Ο γηραιότερος ρώτησε αν θα μπορούσε κάποιος από τους τρεις μας να τους πάει και να τους δείξει το μονοπάτι μέχρι την κορυφή του Κάστρου. Διακόψαμε την μπάλα κι αποφασίσαμε να βοηθήσουμε. Εμείς, τα τρία παιδιά, αποτελέσαμε την ομάδα συνοδείας τους και δείχναμε στην συντροφιά καθ’ οδόν προς τον προορισμό μας διάφορα μέρη που γνωρίζαμε. Μεταξύ των ενηλίκων, εντύπωση μας έκανε ο φωτογράφος. Τραβούσε εικόνες κι έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Όταν φτάσαμε στην κορυφή μας ζήτησε να στηθούμε στην άκρη του γκρεμού για να μας βγάλει φωτογραφία. Στα παιδικά μας μάτια η παρέα των τεσσάρων ήταν ασυνήθιστη και πολύ σπουδαία. Ηταν ο Γιώργος Κουλουκουντής της εφοπλιστικής οικογένειας, ο ανιψιός του, Ηλίας, ο Ρόμπερτ Μακέιμπ και πιθανώς ο αδερφός του, Τσαρλς. Με χαρά και προθυμία δεχτήκαμε να φωτογραφηθούμε ξανά στο ίδιο σημείο μετά από πρόταση της κυρίας Κέδρου (Μαριλέν για εμάς), 57 χρόνια αργότερα αν και πρέπει να σημειώσω ότι η διαφορά της πρώτης με την δεύτερη φωτογραφία είναι πολύ χτυπητή. Η έκδοση του βιβλίου “Γράμμα από την Κάσο” (Πατάκης) που φιλοξενεί εκείνη την παλιά φωτογραφία μαζί με τόσες άλλες εκείνης της εποχής του Ρόμπερτ Μακέιμπ έρχεται την κατάλληλη στιγμή όπου το νησί αναζητά το είδος του τουρισμού που πρέπει να επιδιώξει. Γι’ αυτό θεωρώ πολύ σημαντικό το ότι σ’ αυτό προβάλλονται τα έθιμα, οι παραδόσεις, η ιστορία κι ο αυθεντικός χαρακτήρας της Κάσου. Υπάρχει μεγάλη προσπάθεια για διατήρηση, διάσωση και διάδοσή τους. Σ’ αυτό το σημείο θα ήθελα να πω και δυο λόγια για το βιβλίο “Από τα ξεματιάσματα στα αντιβιοτικά” (Ελληνοεκδοτική) που έγραψα ως συνταξιούχος γιατρός αντικατοπτρίζοντας την πορεία της Υγείας στο νησί από το 1840. Εκεί θα βρει κανείς παλιές συνταγές, συμβάσεις γιατρών του 19ου κ.α. Οι κοινές εμπειρίες, οι αναμνήσεις κι οι προσπάθειες ωθούν τους Κασιώτες να μοιράζονται βαθιά συναισθήματα, κι αυτό δημιουργεί αλληλοσεβασμό κι αγάπη – χαρακτηριστικό και των Κασιωτών που βρίσκονται μακριά από το νησί τους».

Από αριστερά: Ματθαίος Γλίτσης, Γιάννης Αράπης, Ηλίας Μαστροπαύλος στον φακό της Μαριλέν Κέδρος
Μαριλέν Κέδρος
Από αριστερά: Ματθαίος Γλίτσης, Γιάννης Αράπης, Ηλίας Μαστροπαύλος στον φακό της Μαριλέν Κέδρος

Ηλίας Μαστροπαύλος: «Η Κάσος είναι ένα ανέγγιχτο νησί αλλά με πλούσια ιστορία, κι αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο πλεονέκτημά της»

«Όταν είδα μετά από 57 χρόνια την φωτογραφία με τους δυο φίλους μου στο Κάστρο, στην αρχή δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήμουν εγώ. Κοίταξα πιο καλά και συνειδητοποίησα ότι, πράγματι, ήμουν εγώ. Ο άνθρωπος πίσω από αυτή την φωτογραφία, ο Ρόμπερτ Μακέιμπ, είχε έρθει το 1965 στην Κάσο, φίλος του Ηλία Κουλουκουντή, που ήθελε να εκδώσει ένα βιβλίο με φωτογραφίες του Μακέιμπ. Οι τρεις φίλοι παίζαμε μπάλα σε ένα χώρο – εμβληματικό σημείο της αρχαίας πόλης της Κάσου που σήμερα έχει αρχαιολογική αξία και με ειδικό βάρος για την Κάσο. Παίζαμε μπάλα, λοιπόν, σε ένα “γήπεδο”, ένα χωράφι στην πραγματικότητα που απλά εκείνη την εποχή δεν το είχε σπείρει ο ιδιοκτήτης του. Τότε πέρασε η παρέα των Κουλουκουντή και Μακέιμπ και μας ζήτησαν να τους ανεβάσουμε στην “Ακρόπολη” της Κάσου εκεί που βρισκόταν το αρχαίο Κάστρο. Πρόθυμοι εμείς οι τρεις τους ανεβάσαμε στην κορυφή. Σταθήκαμε κι οι τρεις σε ένα σημείο με φόντο την θέα – φαινόντουσαν οι “βασταοί”, οι ξερολιθιές που κρατούν το χώμα και μοιάζουν σαν κερκίδες αρχαίου θεάτρου. Αυτός είναι ο πολιτισμός της πέτρας: έχουμε μπόλικους “βασταούς” εδώ στην Κάσο. Ο φωτογράφος μας υπέδειξε το σημείο που θα στηθούμε και μας “πήρε πλάτη”. Συγκινήθηκα όταν τόσες δεκαετίες μετά είδα αυτή την εικόνα και δυσκολεύτηκα σε ένα βαθμό να αναγνωρίσω τον εαυτό μου μαζί με τα άλλα παιδιά από το χωριό μου. Μεγάλη ήταν η συγκίνηση όταν ξανασυναντηθήκαμε και ξαναφωτογραφηθήκαμε μαζί για το καινούργιο βιβλίο με εικόνες εκείνης της εποχής του νησιού μας. Θα ήθελα να τον ξανασυναντήσω τον Ρόμπερτ Μακέιμπ και να βαδίσουμε στα ίδια χνάρια. Σήμερα η Κάσος παραμένει άγονη αν κι έχει φτιαχτεί το λιμάνι (παλιότερα το καράβι που προσέγγιζε το νησί έμενε απ’ έξω από τον φυσικό όρμο που λέγεται Μπούκα). Ως συνταξιούχος τραπεζιτικός υπάλληλος και υπάλληλος του Δήμου Κάσου μπορώ να πω ότι το νησί θα πρέπει να προσεγγίσει τον θεματικό τουρισμό που ενσωματώνεται με τον τόπο, την μουσική παράδοση, την γαστρονομία. Η Κάσος είναι ένα ανέγγιχτο νησί αλλά με πλούσια ιστορία, κι αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο πλεονέκτημά της».

Η Αννιώ και η Βιργινία με το χαμόγελο της ξέγνοιαστης ζωής στο πρόσωπο, αλλά και της καλής, αν και συνεσταλμένης, διάθεσης, απέναντι στον φακό του ξένου φωτογράφου (από τα κείμενα του Νίκου Μαστροπαύλου)
Robert McCabe
Η Αννιώ και η Βιργινία με το χαμόγελο της ξέγνοιαστης ζωής στο πρόσωπο, αλλά και της καλής, αν και συνεσταλμένης, διάθεσης, απέναντι στον φακό του ξένου φωτογράφου (από τα κείμενα του Νίκου Μαστροπαύλου)

Ματθαίος Γλίτσης: «Σήμερα τα παιδιά δεν παίζουν μπάλα, είναι με ένα κινητό στο χέρι, όπως αυτό που μου φόρτωσαν για να με βρίσκουν και δεν το θέλω»

«Γεννημένος το 1956, ήμουν εννέα ετών όταν τραβήχτηκε η φωτογραφία του Ρόμπερτ Μακέιμπ. Θυμάμαι καλά την σκηνή διότι υπήρχε ένα χωράφι στο χωριό που το καλοκαίρι το είχαμε σαν “γήπεδο”, ας πούμε. Θυμάμαι, λοιπόν, την σκηνή εκείνη και να περνά εκείνο το παιδί (τουρίστας για εμάς που είμασταν μικρά παιδιά) και τον πήγαμε εκεί πάνω και του δείξαμε το Κάστρο. Ερχονται στο μυαλό μου αυτές οι σκηνές - κι ας είναι τόσα χρόνια πίσω. Απ′ ότι θυμάμαι, ήθελε να δει πώς ήταν η περιοχή από ψηλά, από το Κάστρο. Πήγαμε, λοιπόν, και τα τρία παιδιά, εγώ, ο γιατρός ο Γιάννης Αράπης και το άλλο παιδί ο Ηλίας ο Μαστροπαύλος. Θυμάμαι καλά την στιγμή που μας έβγαλε φωτογραφία. Μετά από χρόνια με συνάντησε η Μαριλένα με την οποία έχουμε γνωριμία και μου θύμισε εκείνη την παλιά φωτογραφία που θα μπει σε ένα βιβλίο. Δεν πίστευα ότι θα υπήρχε ακόμα αυτή η εικόνα. Κι όμως δεν είχε χαθεί!

Το ότι ξαναβρεθήκαμε στο ίδιο μέρος με τους ίδιους συντρόφους και τραβήξαμε την ίδια φωτογραφία 57 χρόνια αργότερα, είναι κάτι που δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω. Δεν ξέραμε που βρίσκονταν τα ίχνη εκείνου του παιδιού που είχαμε συναντήσει τότε - ο οποίος θα είχε γίνει κύριος όπως υπολόγιζα. Ξανασμίξαμε, λοιπόν, το καλοκαίρι και οι τρεις (ήρθε κι ο γιατρός που ήταν Αθήνα διότι εγώ κι ο Ηλίας Μαστροπαύλος είμασταν στην Κάσο).

Οπωσδήποτε έρχονται στο μυαλό σου εκείνα τα χρόνια που είμασταν σε μικρή ηλικία... Εχουν αλλάξει πολλά πράγματα αλλά εκείνο που είχαμε εμείς εκείνα τα χρόνια ήταν ότι ο κόσμος ήταν πιο δεμένος, πιο ζεστός, το σπίτι του καθενός ήταν σπίτι δικό σου.

Βλέπουμε εκείνο το χωράφι τώρα με τους συνομήλικούς μου και αναλογιζόμαστε: τότε παίζαμε εμείς μπάλα σ′ εκείνο το χωράφι, τώρα δεν παίζουν τα παιδιά. Τώρα είναι με το κινητό τους - αυτό που μου φόρτωσαν κι εμένα για να με βρίσκουν όταν είμαι εκτός σπιτιού και δεν το θέλω. Αυτά που κάναμε εμείς όταν είμασταν παιδιά πολύ δύσκολα θα τα συναντήσεις.

Νομίζω ότι εκείνα τα χρόνια ήταν καλύτερα. Η μητέρα μου είχε δέκα παιδιά - εγώ στην σειρά όγδοος. Ο πατέρα μου ήταν αγρότης, είχε μερικά ζώα, υπήρχε φτώχια αλλά ήταν καλά χρόνια. Μπάρκαρα στα καράβια 14 ετών για να βοηθήσω την οικογένεια - τα μυαλά τα δικά μας ήταν αλλιώτικα. Μετά παντρεύτηκα κι έμεινα στην Κάσο να βοηθήσω τους γονείς μου που μεγάλωσαν. Δεν έχω συνταξιοδοτηθεί ακόμα. Εργάζομαι στον Δήμο. Τώρα τον χειμώνα ο κόσμος είναι λιγοστός, οι δουλειές περιορισμένες, ασχολούμαι και με τα ζώα μου... Ολα λόγω covid είναι κάπως περιορισμένα. Πρωτύτερα είχαμε κόσμο με τα πανηγύρια, έρχονταν κι οι αμερικάνοι συμπατριώτες μας. Τώρα έχουμε περισσότερους Ελληνες και ντόπιους που γνωρίζουν ότι το νησί είναι ήσυχο και τους αρέσει.

Είναι η απλότητα των ανθρώπων που - παρ′ όλες τις αλλαγές - υπάρχει ακόμα. Μπορεί η Κάσος να είναι ένας μικρός τόπος αλλά όπου και να πας δεν τον ξεχνάς ποτέ».

Το εξώφυλλο του βιβλίου «Γράμμα από την Κάσο. 1965»
Robert McCabe / εκδόσεις Πατάκη
Το εξώφυλλο του βιβλίου «Γράμμα από την Κάσο. 1965»

Μαριλέν Κέδρος: Ποτέ άλλοτε δεν είχα εκτιμήσει πόσες πολλές δεξιότητες απαιτούνται για να βγει ένα βιβλίο

- Πώς ξεκίνησε η συνεργασία με τον Ρόμπερτ Μακέιμπ;

«Ξεκίνησε κάπως απλά όταν ο Ρόμπερτ μου έδειξε κάποιες φωτογραφίες της Κάσου και με ρώτησε αν θα ενδιαφερόμουν να τον βοηθήσω με το νέο του βιβλίο. Εννοείται ότι είπα “ναι” χωρίς να έχω στην πραγματικότητα κάποια ιδέα για το τι σήμαινε αυτό».

  • Πόσο καιρό σας πήρε να εντοπίσετε και να αναγνωρίσετε τα εικονιζόμενα πρόσωπα;

«Πολλούς μήνες, κυρίως γιατί ήθελα να είμαι στην Κάσο όταν έδειχνα στους ντόπιους τα εικονιζόμενα πρόσωπα για αναγνώριση – μια διαδικασία που δεν έγινε μέσω e-mail ή μηνυμάτων προκειμένου να βεβαιωθώ ότι τα πρόσωπα αυτά ήταν εν ζωή».

Νικόλας Διακαντώνης, ο Παπάς του Ντελή, όπως ήταν γνωστός στο νησί. Το βιολί του ήταν μαζί με τα βασικά, το λαούτο και τη λύρα, το τρίτο όργανο της παραδοσιακής ορχήστρας στην Κάσο (από τα κείμενα του Νίκου Μαστροπαύλου)
Robert McCabe
Νικόλας Διακαντώνης, ο Παπάς του Ντελή, όπως ήταν γνωστός στο νησί. Το βιολί του ήταν μαζί με τα βασικά, το λαούτο και τη λύρα, το τρίτο όργανο της παραδοσιακής ορχήστρας στην Κάσο (από τα κείμενα του Νίκου Μαστροπαύλου)

  • Τι σας βοήθησε πιο πολύ;

«Συνειδητοποίησα ότι δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος να μεταφέρω το αληθινό πνεύμα των φωτογραφιών δεδομένου του ότι δεν είχα καμία πραγματική προσωπική εμπειρία μεγαλώνοντας στο νησί. Ευτυχώς, σε μια έκλαμψη, σκέφτηκα τον Νίκο Μαστροπαύλο».

  • Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της όλης διαδικασίας;

«Το να προσπαθήσω να γράψω κάτι που να θεωρώ ότι κάποιος θα ήθελε να διαβάσει. Επίσης, το να κατανοήσω τις αρμοδιότητες όλων των ανθρώπων που ενεπλάκησαν στην παραγωγή ενός τέτοιου βιβλίου. Ποτέ άλλοτε δεν είχα εκτιμήσει πόσες πολλές δεξιότητες απαιτούνται για να συμβεί αυτό».

Το ταξίδι ήταν και μεγάλη απουσία. Το νησί θυμόταν, περισσότερο, τα καράβια να φεύγουν παρά να έρχονται (από τα κείμενα του Νίκου Μαστροπαύλου)
Robert McCabe
Το ταξίδι ήταν και μεγάλη απουσία. Το νησί θυμόταν, περισσότερο, τα καράβια να φεύγουν παρά να έρχονται (από τα κείμενα του Νίκου Μαστροπαύλου)

  • Ποιο πρόσωπο και ποια φωτογραφία απ’ όλη αυτή την Πινακοθήκη εικόνων θα ξεχωρίζατε;

«Λατρεύω την περιγραφή της σημασίας της άφιξης του πλοίου στην Κάσο. Όλα τα μακρόπνοα αισθήματα που μπορεί να προκαλέσει η άφιξη κι η αναχώρηση ενός πλοίου. Οι περισσότεροι από εμάς απλά χρησιμοποιούμε ένα πλοίο για να φθάσουμε ή να φύγουμε από κάπου. Η περιγραφή του Νικόλα Μαστροπαύλου αναδεικνύει την πολυπλοκότητα και την σημασία των πλοίων που έφταναν στην Κάσο. Επίσης λατρεύω την Βαρβάρα με το μαντήλι της που έχει ακριβώς το ίδιο ευτυχισμένο χαμόγελο σήμερα, τόσα χρόνια μετά. Θα ήταν διασκεδαστικό να μάθαινα αν θυμάται από ποιον το κληρονόμησε».

Ανοιχτή την πόρτα του σπιτιού των Κουλουκουντήδων στις ιστορίες κρατούσε η Αφροδίτη Βάγια, η γκουβερνάντα του Γιώργη, του Μιχάλη, του Νικόλα, του Γιάννη, του Μανόλη (από τα κείμενα του Νίκου Μαστροπαύλου)
Robert McCabe
Ανοιχτή την πόρτα του σπιτιού των Κουλουκουντήδων στις ιστορίες κρατούσε η Αφροδίτη Βάγια, η γκουβερνάντα του Γιώργη, του Μιχάλη, του Νικόλα, του Γιάννη, του Μανόλη (από τα κείμενα του Νίκου Μαστροπαύλου)

Ρ. Μακέιμπ, «Γράμμα από την Κάσο 1965» σε κείμενα Ν. Μαστροπαύλου κι έρευνα Μ. Φραγκούλη Κέδρος (Πατάκης / Abbeville Press)