Αν ακούσεις μόνο τις επίσημες ανακοινώσεις, η Ελλάδα είναι μια χώρα που «τρέχει». Αν μιλήσεις όμως με έναν μισθωτό που τελειώνουν τα χρήματά του στις 20 του μήνα ή με έναν μικρομεσαίο που σκέφτεται να κατεβάσει ρολά, θα νομίσεις ότι ζουν σε άλλη πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι πως και οι δύο έχουν δίκιο. Το πρόβλημα είναι ότι έχουμε επιλέξει να μετράμε την οικονομία με τρόπο που αφήνει τους ανθρώπους απ’ έξω.
Τα τελευταία χρόνια, η δημόσια συζήτηση γύρω από την οικονομία κυριαρχείται από αριθμούς: 2,1% ανάπτυξη, μείωση της ανεργίας, αύξηση επενδύσεων. Όμως αυτή η εμμονή με τα ποσοστά έχει ένα σοβαρό ελάττωμα: Δεν απαντά στην πιο βασική ερώτηση των πολιτών: «Ζω καλύτερα;»
Ένα νούμερο ανάπτυξης μπορεί να είναι πολιτικά χρήσιμο. Να γεμίζει ομιλίες, συνεντεύξεις, προεκλογικά σποτ. Δεν είναι όμως από μόνο του απόδειξη ευημερίας. Αν το 2,1% καταλήγει σε λίγες μεγάλες επιχειρήσεις, σε επενδύσεις που δεν ανοίγουν αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας ή σε αποπληρωμή χρέους, τότε για πολλούς είναι απλώς ένας αριθμός στην τηλεόραση.
Στην Ελλάδα της «ανάπτυξης», η καθημερινότητα μοιάζει κάπως έτσι:
- Μισθοί που αυξάνονται λίγο, ενώ τα βασικά κόστη έχουν εκτοξευθεί τα προηγούμενα χρόνια.
- Ενοίκια που θυμίζουν ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, με μισθούς που παραμένουν βαλκανικοί.
- Νέες θέσεις εργασίας, αλλά σε μεγάλο ποσοστό ελαστικές, εποχικές ή χαμηλά αμειβόμενες.
- Νοικοκυριά που ζουν με διαρκή άγχη: «θα βγει ο μήνας;»
Δεν είναι ότι δεν έχει γίνει καμία πρόοδος σε σχέση με τα χρόνια της βαθιάς κρίσης. Είναι ότι, μετά από τόσες θυσίες, η υπόσχεση ήταν άλλη: ότι κάποια στιγμή δεν θα ζούμε απλώς «καλύτερα από το 2010 με λίγο λιγότερη αγωνία», αλλά ουσιαστικά καλύτερα.
Ανάπτυξη με κλειστά μαγαζιά
Ένα από τα πιο ηχηρά καμπανάκια είναι το τι συμβαίνει στις μικρές επιχειρήσεις. Οι μικρομεσαίοι, που παραδοσιακά κουβαλούν μεγάλο μέρος της ελληνικής οικονομίας, βρίσκονται μεταξύ σφύρας και άκμονος:
- Σταθερά έξοδα που θυμίζουν μεγάλη εταιρεία,
- τζίρο που μοιάζει με οικογενειακό χαρτζιλίκι,
- καμία διαπραγματευτική δύναμη απέναντι σε τράπεζες, προμηθευτές, πλατφόρμες.
Όταν κλείνει ένα μικρό μαγαζί γωνίας, δεν χάνεται μόνο ένας ΑΦΜ. Χάνεται ένας πυρήνας κοινωνικής ζωής, μία αυτοαπασχόληση, ένα «δίχτυ» επιβίωσης για ολόκληρη οικογένεια. Κι αν η ανάπτυξη συνοδεύεται από αλυσίδες και malls αλλά όχι από υγιείς μικρομεσαίους, τότε δεν είναι η ανάπτυξη που μας υποσχέθηκαν.
Τι σημαίνει να «μετράμε αλλιώς» την οικονομία
Δεν αρκεί να λέμε ότι «η πίτα μεγαλώνει». Χρειάζεται να ρωτάμε:
- Πόσα νοικοκυριά βγαίνουν από τη φτώχεια, αντί να μπαίνουν σε αυτήν;
- Πόσα νέα ζευγάρια μπορούν να νοικιάσουν ή να αγοράσουν σπίτι, χωρίς να γονατίσουν;
- Πόσοι εργαζόμενοι βλέπουν τον μισθό τους να αυξάνεται πιο γρήγορα από την ακρίβεια;
- Πόσες μικρές επιχειρήσεις ανοίγουν και παραμένουν βιώσιμες, αντί να κατεβάζουν ρολά σε λίγα χρόνια;
Αυτά είναι τα πραγματικά «νούμερα» που πρέπει να μας νοιάζουν. Μια οικονομία που αναπτύσσεται ενώ αφήνει πίσω της όσους δεν έχουν πρόσβαση σε κεφάλαιο, ισχύ, γνωριμίες ή εξωστρέφεια, δεν είναι «ισχυρή» – είναι απλώς άνιση.
Η πιο δύσκολη ερώτηση
Στο τέλος, η ερώτηση που πρέπει να απαντήσουμε ως κοινωνία είναι απλή και σκληρή: Θέλουμε μια οικονομία που θα πηγαίνει καλά στα χαρτιά ή μια οικονομία που θα νιώθουν ότι πηγαίνει καλά οι άνθρωποι που την κρατούν όρθια; Αν συνεχίσουμε να πανηγυρίζουμε για το 2,1% χωρίς να κοιτάμε τι σημαίνει αυτό για τον μισθωτό, τη single μαμά, τον αυτοαπασχολούμενο, τον συνταξιούχο, τότε η πολιτική θα μιλά άλλη γλώσσα από την κοινωνία. Και σε αυτή τη μετάφραση, η «ανάπτυξη» χάνεται κάπου ανάμεσα σε ποσοστά, power point και δελτία Τύπου.
Μια πιο τίμια επιλογή θα ήταν να μετράμε την επιτυχία όχι από το αν το ΑΕΠ αυξάνεται, αλλά από το αν τα ψυγεία είναι γεμάτα, οι λογαριασμοί πληρωμένοι και οι άνθρωποι λιγότερο φοβισμένοι για το αύριο.