Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την Τρίτη ότι θα διπλασιάσει τους δασμούς της στον χάλυβα στο 50% σε μια προσπάθεια να προστατεύσει την ευρωπαϊκή χαλυβουργία απέναντι στην παγκόσμια υπερπαραγωγή και τον αθέμιτο ανταγωνισμό, κυρίως από την Κίνα. Ωστόσο απώτερος στόχος είναι να επαναφέρει τις ΗΠΑ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και στην εξομάλυνση της μεταξύ τους εμπορικής σχέσης.
Η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έρχεται ως απάντηση στο γεγονός ότι ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει διατηρήσει σε ισχύ τους δασμούς 50% στις εισαγωγές ευρωπαϊκού χάλυβα και αλουμινίου, παρά τη συμφωνία που είχε επιτευχθεί με την ΕΕ το καλοκαίρι. Οι Βρυξέλλες ελπίζουν ότι με αυτή την κίνηση θα δώσουν το σήμα πως ΗΠΑ και ΕΕ βρίσκονται στο ίδιο στρατόπεδο απέναντι στην Κίνα και ότι θα πρέπει να αλληλοστηριχθούν, μειώνοντας τους δασμούς που επιβαρύνουν και τα δύο μέρη.
Η Κομισιόν διευκρινίζει ότι πρόκειται για μονομερές μέτρο, σχεδιασμένο με βάση τις ανάγκες της ευρωπαϊκής χαλυβουργίας όπως αποτυπώνονται στο Σχέδιο Δράσης για τον Χάλυβα και τα Μέταλλα, το οποίο προηγήθηκε της κοινής δήλωσης ΕΕ–ΗΠΑ του Αυγούστου. Παρόλα αυτά, οι δύο πλευρές μοιράζονται κοινές ανησυχίες για τον τομέα και επιδιώκουν να περιορίσουν τις αρνητικές εμπορικές συνέπειες της παγκόσμιας υπερπαραγωγής. Η Επιτροπή δηλώνει ότι παραμένει πλήρως δεσμευμένη στον διάλογο με την αμερικανική κυβέρνηση, προκειμένου να βελτιώσει την πρόσβαση των ευρωπαϊκών προϊόντων στην αγορά των ΗΠΑ και να εργαστεί από κοινού για την προστασία των αλυσίδων εφοδιασμού και την ενίσχυση της αμοιβαίας πρόσβασης στις αγορές.
Στον πυρήνα του σχεδίου βρίσκεται ο διπλασιασμός των δασμών στις εισαγωγές χάλυβα – από το 25% στο 50%, καθώς και η μείωση κατά 47% των αδασμολόγητων ποσοστώσεων.
Η συνολική ποσότητα του χάλυβα που θα μπορεί να εισάγεται στην ΕΕ χωρίς δασμούς περιορίζεται πλέον στα 18,3 εκατομμύρια τόνους ετησίως, επίπεδο που αντιστοιχεί στο 2013, πριν ξεκινήσει η επιδείνωση της διεθνούς αγοράς. Οι εισαγωγές πέραν του ορίου αυτού θα επιβαρύνονται με 50% δασμό, φτάνοντας έτσι στο επίπεδο των δασμών που ισχύουν ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά.
Η πρόταση προβλέπει επίσης αυστηρούς κανόνες ιχνηλασιμότητας: οι εισαγωγείς θα πρέπει να δηλώνουν πού ο χάλυβας “τήχθηκε και χύθηκε” (melted and poured), ώστε να αποτρέπεται η παράκαμψη των δασμών μέσω ελαφράς μεταποίησης εντός της ΕΕ.
Ειδικές εξαιρέσεις προβλέπονται για τις χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Νορβηγία, Ισλανδία, Λιχτενστάιν), που συμμετέχουν στην ενιαία αγορά, ενώ η Ουκρανία θα επωφεληθεί από αδασμολόγητες ποσοστώσεις λόγω της ιδιαίτερης κατάστασης ασφαλείας που αντιμετωπίζει ως υποψήφια χώρα.
Αντιθέτως, χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Τουρκία και η Ελβετία, παρότι συνδεδεμένες εμπορικά με την ΕΕ, αναμένεται να επηρεαστούν σημαντικά.
Η πρόεδρος της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε ότι τα μέτρα είναι απαραίτητα «για να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα ενός στρατηγικά κρίσιμου τομέα» και κάλεσε Συμβούλιο και Ευρωκοινοβούλιο να εγκρίνουν «γρήγορα» την πρόταση.
Επόμενα βήματα:
Η πρόταση θα εξεταστεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, με στόχο την έγκρισή της πριν από τον Ιούνιο του 2026, οπότε λήγει το υφιστάμενο καθεστώς. Τα έσοδα από τους δασμούς θα κατευθυνθούν στον προϋπολογισμό της ΕΕ ως ίδιοι πόροι, χωρίς να συνιστούν άμεση επιδότηση στις επιχειρήσεις.
Στην Ευρώπη, οι χαλυβουργίες ελπίζουν ότι τα νέα μέτρα θα τους δώσουν «ανάσα» για να επενδύσουν εκ νέου στην πράσινη μετάβαση και την απανθρακοποίηση της παραγωγής. Όπως δήλωσε ο Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος για την Ευημερία και τη Βιομηχανική Στρατηγική Στεφάν Σεζουρνέ, «ο στόχος δεν είναι να υψώσουμε τείχη, αλλά να προστατεύσουμε το μέλλον ενός τομέα που είναι κρίσιμος για την ευρωπαϊκή οικονομία και την κοινωνική της συνοχή».
Η Κομισιόν τονίζει ότι ο χάλυβας αποτελεί θεμελιώδες υλικό για την οικονομία της ΕΕ και την πράσινη μετάβαση, με κρίσιμο ρόλο σε στρατηγικούς τομείς όπως οι υποδομές, η ενέργεια και η άμυνα. Η ευρωπαϊκή χαλυβουργία είναι η τρίτη μεγαλύτερη παγκοσμίως, απασχολώντας περίπου 300.000 εργαζομένους και στηρίζοντας έμμεσα 2,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας σε περισσότερα από 20 κράτη μέλη.
Ωστόσο, ο κλάδος βρίσκεται υπό έντονη πίεση λόγω της παγκόσμιας υπερπαραγωγής – πάνω από πέντε φορές μεγαλύτερης από την ετήσια κατανάλωση της ΕΕ – και της αύξησης των εισαγωγών, ενώ το υψηλό ενεργειακό κόστος και η μειωμένη ζήτηση υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα. Από το 2007 η ΕΕ έχει χάσει περίπου 65 εκατ. τόνους παραγωγικής ικανότητας και έως 100.000 θέσεις εργασίας, με τα εργοστάσια να λειτουργούν σήμερα μόλις στο 67% των δυνατοτήτων τους.
«Η παρούσα πρόταση είναι το πρώτο βήμα για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας μας. Τώρα πρέπει να επικεντρώσουμε τις προσπάθειές μας στα άλλα μέρη του σχεδίου δράσης: Μεταρρύθμιση CBAM, καθαρή βιομηχανική συμφωνία και μέτρα ζήτησης. Γι’ αυτό καλώ τους συννομοθέτες για επείγουσα και ταχεία έγκριση της πρότασης, ώστε η βιομηχανία μας να μπορέσει να επενδύσει, να αναπτυχθεί και να καινοτομήσει» τόνισε ο Σεζουρνέ.