Το παρακάτω κείμενο βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, τα οποία βίωσα και επιβίωσα εγώ και η οικογένεια μου. Σκοπός του, να επαναφέρει στη μνήμη μας τρεις πολεμικές συρράξεις: τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του ’40-’41, τη γερμανική κατοχή του ’41-’44 και τον εμφύλιο πόλεμο του ’45-’49.
Ελληνοϊταλικος Πόλεμος ’40-’41
Η παρακάτω περιγραφή είναι μια τυπική ιστορία που βίωσαν εκατοντάδες χωριά στην πατρίδα μας, από τους Ιταλούς. Αλλού, έγιναν πολύ χειρότερα…
Θεσσαλία 1940’-Γόνοι Λάρισας
Κάποιο απόβραδο δόθηκε η διαταγή αναδίπλωσης και τότε, από μερικά σκόρπια εδώ κι εκεί σπιτάκια, άρχισαν να υψώνονται στήλες καπνού και σε λίγο φλόγες. Οι στρατιώτες είχαν ριχτεί στο πλιάτσικο, γυρίζανε από τους Γόνους, με τα πιο περίεργα λάφυρα. Μερικοί μεθυσμένοι είχανε φορέσει γυναικεία φουστάνια και μαντήλες στο κεφάλι, άλλοι γυρίζανε φορτωμένοι κουβαλώντας στην πλάτη δέματα καπνά, κότες που σφαδάζανε απελπισμένα, κι ένας μάλιστα τραβούσε το γουρουνόπουλο που λίγο πριν τσαλαβουτούσε μες στο βούρκο. Στα καταλύματα εκείνη τη νύχτα έγινε χαλασμός Κυρίου. Κανένας από τους αξιωματικούς – συνεπαρμένοι κι αυτοί από το όργιο πλιατσικολογήματος- δεν προσπάθησε ν’ ανακαλέσει στην τάξη είτε να τιμωρήσει κανέναν.
Στη Δρακότρυπα, όπως στα περισσότερα ορεινά χωριά, δεν υπήρχε μόνιμη εγκατάσταση δυνάμεων των κατακτητών, οι οποίες ωστόσο έκαναν κατά διαστήματα αισθητή την παρουσία τους και δυστυχώς πάντοτε με τη συνδρομή ντόπιων συνεργατών, των αποκαλούμενων «λεγεωνάριων». Σκοπός τους να αρπάξουν, να πλιατσικολογήσουν, να τρομοκρατήσουν και να αφοπλίσουν τον πληθυσμό. Για ένα διάστημα που ήταν στο χωριό, είχαν το φυλάκιό τους δίπλα στο σπίτι μας στη θέση Παναγία και η μάνα μου πολλές φορές τους έδινε κορφή (γάλα που έχει υποστεί ζύμωση) και τρώγανε. Πιο μπροστά όμως, ένα απόσπασμα μας πήρε το μοσχάρι που είχαμε στο κατώι, κι άλλα ζώα.[1]
Στο Δομένικο της Λάρισας έγινε πραγματικό ολοκαύτωμα με το φόνο 116 κατοίκων του χωριού..
Οι Ιταλοί στο Ζάρκο Τρικάλων
Χειμώνας του ’41… ξημερώματα… όταν ξαφνικά αντικρύσαμε το άλογο του πατέρα μας να χλιμιντρίζει ανήσυχο και να χτυπά με το πόδι την πόρτα στον αυλόγυρο. Πεταχτήκαμε όλοι πάνω κ παγώσαμε όταν το είδαμε να είναι ιδρωμένο και χωρίς τον πατέρα μας καβάλα. Το σαμάρι ήταν κόκκινο από τα αίματα και το ζώο ήταν φορτωμένο με τα γκιούμια με το γάλα που άρμεγε ο πατέρας μας κάθε πρωί στα πρόβατα. Η στρούγκα μας ήταν σε απόσταση 5 χιλιομέτρων από το χωριό που ξεχειμωνιάζαμε και εμείς «παγώσαμε» στη θέα αυτή. Από τις φωνές, ξεσηκώσαμε όλη τη γειτονιά στο πόδι και το μυαλό μας πήγε αμέσως στο κακό! Εγώ, έλεγε, αργότερα η μάνα μας ήμουν 11 χρονών τότε -ατρόμητη με άγνοια κινδύνου- και έφυγα ξυπόλητη προς τη στρούγκα. Από πίσω ακολουθούσε όλη η οικογένεια και η μάνα μας, που έπρεπε παράλληλα να φυλάξει και τα άλλα μικρότερα αδέλφια μας.
Ακούγαμε τουφεκιές στο δρόμο και σε μόλις 200 μέτρα από το σπίτι είδαμε στην άκρη του δρόμου νεκρό τον πατέρα μας μπρούμητα…
Αργότερα μας ενημέρωσαν ότι έπεσε σε Ιταλική ενέδρα σαν αντίποινα, επιστρέφοντας από τα πρόβατα αφού τον πέρασαν για ένοπλο ….. Το χαρτί που μας έδωσαν μήνες αργότερα, έγραφε:
«Παράπλευρες απώλειες»
Η μάνα μας από τότε σταμάτησε να χαμογελά και ήταν λιγομίλητη για πολλά χρόνια, μέχρι που έφυγε από τον καημό της, χήρα για πάνω από 60 χρόνια, κάποια στιγμή τη δεκαετία του 90’. Θυμάμαι χαρακτηριστικά να μην αναφέρει ποτέ το γεγονός αυτό σε καμία συζήτηση! Πάλευε για πολλά χρόνια να πάρουμε μια σύνταξη, τρέχαμε σε όλα τα Υπουργεία και τις Κυβερνήσεις, αλλά δεν κατορθώσαμε να το πετύχουμε για να απαλύνουμε τον πόνο μας και να βοηθήσουμε οικονομικά την οικογένειά μας.
Πολλά χρόνια αργότερα και αυτό το περιστατικό, έμεινε ανεξίτηλο στη μνήμη μου για μεγάλο χρονικό διάστημα. Κάθε φορά που τα παιδιά μου και άλλοι γνωστοί μου ανέφεραν πιθανά ταξίδια τους στην Ιταλία, τους έλεγα «Πού πάτε; Σ’ αυτούς που σκοτώσανε τον πατέρα μου;».

Οι Γερμανοί στα Γρεβενά
Στις 15 Απριλίου 1941 έγινε η κατάληψη της πόλης των Γρεβενών από τις Γερμανικές δυνάμεις. Τον Οκτώβριο του 1943 πραγματοποιούν «εκκαθαριστική επιχείρηση» στην Πίνδο με στρατιώτες του 98ου Συντάγματος. Όσα χωριά βρέθηκαν στο πέρασμά τους παραδόθηκαν στις φλόγες. Ενώ όσοι κάτοικοι «έπεφταν» στα χέρια τους… εκτελούνταν με φρικτό τρόπο! Από τις 3 έως στις 15 Ιουλίου 1944 ξεκίνησε η φοβερότερη επίθεση αντιποίνων των Γερμανών, με το όνομα «Σταυραετός». Το 8ο Σύνταγμα των SS, με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Χέλμουτ Βέρνερ και τη συνεργασία ντόπιων συνεργατών επιτίθενται και εκτελούν αμάχους με το φρικτότερο τρόπο: καίνε και λεηλατούν όλα τα χωριά που βρίσκονται στο δρόμο τους, χωρίς κανένα φραγμό και περιορισμό.
14 Ιουλίου 1944 -η Αβδέλλα καίγεται για δεύτερη φορά.
Οι Γερμανοί υποχωρούν και καίνε τα χωριά σαν εκδίκηση για την αντιστασιακή δράση των σωμάτων Ανταρτών.
Ξημερώματα Σαββάτου, Ιούλιος μήνας, η μάνα μας έχει ξυπνήσει από το πρωί, άναψε τα ξύλα κάτω από τον τενεκέ για να ζεστάνει νερό. Εμείς ορφανά 4 στόματα-έπρεπε να μας ετοιμάσει να φάμε, να κοιτάξει το πρόχειρο πέτρινο σπίτι -ένας οντάς όλος και όλος, με γριντιές στο νταβάνι- και όλοι μαζί κοιμόμασταν στρωματσάδα.
Τα τσοπανόσκυλα αλυχτούσαν κατά περίεργο τρόπο και ξαφνικά άρχισε η γη να τρέμει !!! Οβίδες και πυροβολισμοί πέφταν από παντού! Όλοι άρχισαν να τρέχουν αριστερά και δεξιά και μια φωνή ακούγονταν παντού:
«Οι Γερμανοί – οι Γερμανοί χτυπάνε !!!!»
Αμέσως η μάνα μας, μας άρπαξε -μόλις είχαμε ξυπνήσει- και μέσα σε λίγο χρόνο είχαμε φορτωθεί ο καθένας από μερικά πράγματα που μας έδωσε. Η μάνα μας φορτώθηκε 2 βελέντζες στην πλάτη κai ένα καρβέλι ψωμί που βρήκε μπροστά της. Εγώ ήμουν 14 τότε και με είχε βάλει επικεφαλής να προσέχω τα άλλα 3 αγόρια, τα αδέλφια μου, 2 μεγαλύτερα και ένα μικρότερο μόλις 4 ετών. Και αυτά ενώ κουβαλούσα και ένα σακί με αλεύρι. Αρχίσαμε να τρέχουμε προς μια κατεύθυνση αντίθετα από την πλευρά που πέφταν οι οβίδες, παντού κλάματα και φωνές πανικού, γυναίκες-παιδιά-γέροι και γριές να τρέχουμε να σωθούνε από το φονικό και δίπλα μας να σκάνε οι οβίδες από τα τανκς που ακούγονταν από μακριά. Οι μεγαλύτεροι μη μπορώντας να μετακινηθούν έμειναν κρυμμένοι μέσα στα πρώτα δένδρα. Εγώ προσπαθούσα να μαζέψω τα αγόρια, η μάνα μου είχε τονίσει να μη τα χάσω από τα μάτια μου!
Σε μια μεγάλη κατηφόρα έξω από το χωριό προς την Αγιά Σωτήρα ξαφνικά ο μικρός μας αδελφός που τον κρατούσα αγκαλιά με το ένα χέρι πέφτει και μένει πίσω. Η μάνα μου που ήταν πιο μπροστά με τα άλλα μου αδέλφια με είδε που έμεινα πίσω και άρχισε να φωνάζει: «Άσε, τον Γιάννη, δεν πειράζει, τρέξε να σωθείς εσύ!». O νόμος της επιβίωσης κυριαρχούσε εκείνα τα χρόνια και η απώλεια για να σωθούν κάποιοι άλλοι ήταν επιβεβλημένη…
Εγώ ατάραχη (η ηλικία των 14 δεν γνωρίζει φόβους και κινδύνους) γυρίζω πίσω τον άρπαξα και δίπλα μου έσκασε μια οβίδα. Ευτυχώς δεν πάθαμε κάτι! Τον πήρα αγκαλιά και έτρεξα προς τους άλλους. Μείναμε μέσα στο δάσος για πάνω από 10 μέρες με απίστευτη ταλαιπωρία, χωρίς φαγητό, αμίλητοι, μην μας πάρουν είδηση, ξεπαγιάζαμε τα βράδια και παρακολουθούσαμε από μακριά να έχουν βάλει φωτιά στο χωριό μας και να καίγονται τα σπίτια μας και όλο μας το βιός…
Όλα τα σπίτια είχαν γριντιές/δοκάρια από πεύκο και το δαδί άρπαζε αμέσως φωτιά. Την περίοδο της κατοχής βρήκε τα Γρεβενά ολοκληρωτικά κατεστραμμένα. Σχεδόν τα μισά χωριά του νομού, μαζί και η πόλη Γρεβενών κάηκαν ολοσχερώς, καθιστώντας το νομό μας έναν από τους πιο μαρτυρικούς νομούς της Ελλάδας στην περίοδο της κατοχής.
Το Αντάρτικο ’45-49
Στις 7 Μαρτίου 1948, η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, ανακοίνωσε την απόφασή της για την αποστολή παιδιών στις ανατολικές χώρες. Συνολικά αρκετές χιλιάδες παιδιά ηλικίας 5 – 13 ετών (20.000 – 25.000, ανάλογα με τις πηγές) μετακινήθηκαν το 1948 – 1949, από τον Δημοκρατικό Στρατό στις Λαϊκές Δημοκρατίες.
Υποχρεωτική στρατολογία γυναικών και εφήβων
Ο ΔΣΕ αντιμετώπιζε σοβαρότατο πρόβλημα προσέλευσης μαχητών. Μπαίνοντας σε κατοικημένες περιοχές οι στρατολόγοι του ΔΣΕ εισέβαλλαν στα σπίτια των κατοίκων αναζητώντας ό,τι υπήρχε διαθέσιμο. Ο παρακάτω κατάλογος οδηγιών προς στρατολογητές/τριες για να στρατολογήσουν νέους είναι χαρακτηριστικός[2]:
1.Να ψάχνουμε καλά μία μία γωνιές, κάμαρες, αποθήκες, αποχωρητήρια, κρυψώνες, καταφύγια.
2.Να μη ξεγελιόμαστε από κεράσματα και ξεχνάμε το καθήκον της στρατολογίας, δίνοντας καιρό να κρύψουν τα παιδιά τους.
3.Να χρησιμοποιούμε πονηρίες- απειλές, π.χ. θα γκρεμίσουμε το σπίτι γιατί είναι ανάγκη για τη μάχη.
4.Η στρατολογία θα γίνεται θαρρετά κατά τη διάρκεια της μάχης.
5.Να προετοιμάσουμε ποιες μαχήτριες θα δώσουμε για συνεργεία στρατολογίας.
6.Να τους προετοιμάσουμε τι να πουν στις μάνες όταν κλαίνε για να τους δώσουν τα κορίτσια τους μ’ εμπιστοσύνη.
7.Να μη κάνουμε πλιάτσικο.
8.Να είμαστε χτενισμένες, πλυμένες, περιποιημένες όταν πάμε για στρατολογία.
Η απόφαση του «παιδομαζώματος», λοιπόν, ελήφθη, προκειμένου οι γονείς των παιδιών και ιδιαίτερα οι μάνες να μπορούν να πολεμήσουν απρόσκοπτα και με μειωμένο τον κίνδυνο λιποταξίας. Σε αυτό συνηγορούν και τα στοιχεία που δείχνουν πως πολλά από τα παιδιά είχαν γονείς ή αδέλφια στο αντάρτικο. Έτσι, με τα παιδιά «μέσα» οι γονείς δεν μπορούσαν να λιποτακτήσουν και να φύγουν εκτός περιοχών που ήλεγχε το αντάρτικο.
Μέσα σ αυτή την σκοτεινή περίοδο βρέθηκαν οι Αντάρτες που είχαν έδρα τα βουνά της Πίνδου μας, να επισκέπτονται τα χωριά μας μέρα -νύχτα. Σε μια από αυτές τις εφόδους μπήκαν στο σπίτι της μάνας μας, ψάχνοντας να βρουν τα κορίτσια που κρύβονταν μέσα για να τα πάρουν.
Ευγενία (η μάνα μου) «Που είναι τα κορίτσια σου;» τη ρωτούσαν. «Έξω παίζουν», έλεγε η μάνα μας. Ξανά την άλλη μέρα και την άλλη τα ίδια και τα ίδια…
Εμείς ήμασταν κρυμμένες μαζί με μια ξαδέλφη μου μέσα στη σκεπή, στη γκλαβανή, αφού η μάνα μας είχε φροντίσει από πριν να μας έχει εκεί καλά κρυμμένες. Μέναμε χωρίς να ανασαίνουμε μέσα στη σκεπή για μια εβδομάδα, από φόβο μη μας ανακαλύψουν και η μάνα μας μας ανέβαζε με ένα σκοινί δύο φορές την ημέρα λίγο νερό και ένα κομμάτι ξερό ψωμί μέχρι που οι αντάρτες έφυγαν από τα βουνά μας.
Τα βράδια κατεβαίναμε και κοιμόμασταν στρωματσάδα δίπλα στη μάνα μας. Ευτυχώς στη σκεπή, βρήκαμε και ένα κουτί με λουκούμια και τα τρώγαμε που τα είχε καλά κρυμμένα για να κερνά κανένα επισκέπτη.
Δεν μπόρεσα από τότε να ξεχάσω τον φόβο που έζησα και δεν άντεχα ποτέ έπειτα να κλειστώ σε ένα δωμάτιο για πάρα πολλά χρόνια. Ήθελα συνεχώς να κοιμάμαι με φως και ανοικτά παντζούρια μέχρι που «έφυγα» με το φως της μέρας την άνοιξη του 2015’…
Υ.Γ. Αφιερωμένο στην πραγματική ηρωίδα και μάνα μου, Ζωίτσα Δερπάνη-Λίτου, που κάποιο ανοιξιάτικο χάραγμα τη δεκαετία του ’80 μου αφηγήθηκε σε πρώτο ενικό την παραπάνω ιστορία της.
Κείμενο : Giovanni Litos
Διόρθωση κειμένου: Zωή Λίτου
[1] Γιώργος Γουσιος-Fatsimare.gr (Βιβλιογραφία)
[2] Himara.gr, Μιχάλης Στούκας (protothema)