chat icon

Πολλοί αναρωτιούνται ποια είναι η ευθύνη των ”φορέων” και της κοινωνίας στην υπόθεση της Μουρτζούκου που στα 14 σκότωσε την αδελφή της κι αργότερα δύο δικά της κι ένα ξένο μωρό και έως την πρόσφατη ομολογία της υπήρχαν από αμφιβολίες για την ενοχή της έως και υπερβολική προβολή της στα ΜΜΕ ως ενός ακόμη αθώου θύματος της κακούργας κενωνίας. Σαφέστατα υπάρχουν τέτοιες ευθύνες και καλώς διερευνώνται καταρχάς προς την πλευρά των ιατροδικαστών. Δεν είναι όμως οι μόνοι εμπλεκόμενοι φορείς ενώ όλοι σχεδόν αναφέρονται στη μητέρα.

Είναι προφανές ότι για τη διαμόρφωση του διαταραγμένου ψυχισμού της Ειρήνης Μουρτζούκου ως Μήδειας που αντί για τον εραστή ”εκδικείται” συμβολικά τη μητέρα, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό το οικογενειακό της περιβάλλον. Αλλά αυτό δεν αποτελεί μία σχέση αναγκαστικού αιτίου: το κακοποιητικό οικογενειακό περιβάλλον, οποιασδήποτε μορφής, συμβάλλει αλλά δεν οδηγεί αναγκαστικά στο έγκλημα και μάλιστα στο ειδεχθές.

Advertisement
Advertisement

Η αναζήτηση των αιτίων μιας ανάλογης συμπεριφοράς δεν είναι πάντοτε γόνιμη. Αυτό ισχύει γενικότερα για τις ψυχικές παθήσεις και διαταραχές: τι να το κάνω εάν, π.χ. γνωρίζω ότι μία συμπεριφορά οφείλεται στη μητέρα; Μπορεί αυτό να έχει ενδιαφέρον από την πλευρά της επιστήμης, αλλά πρακτικά ούτε από την αντικοινωνική συμπεριφορά του ασθενούς αποτρέπει ούτε ανακουφίζει ψυχικά τον ίδιο.

Αυτό θα είχε κάποια αξία εάν διαπιστωθεί έγκαιρα ότι ένα μικρό παιδί υποφέρει στο οικογενειακό περιβάλλον, οπότε σωστά πρέπει να ενεργοποιηθούν όλοι οι μηχανισμοί βάσει ενός συγκεκριμένου, σαφούς κι αυστηρού πρωτοκόλλου προκειμένου αυτό να απομακρυνθεί από εκεί. Τέτοιο πρωτόκολλο όμως δεν υπάρχει. Εάν ένας διευθυντής σχολείου έχει τέτοιες υποψίες ή πληροφορείται ότι π.χ. ένα παιδί παρουσιάζει αυτοκτονικές τάσεις (πραγματικές ή φανταστικές, αλλά ποιος εγγυάται τι ισχύει από τα δύο;) δεν καλύπτεται για τις ενέργειές του από κανένα πρωτόκολλο ενεργειών. Αυτό το θεσμικό έλλειμμα είναι που οδηγεί, λόγω της ευθυνοφοβίας της μεγάλης πλειοψηφίας δασκάλων, καθηγητών, γειτόνων ”να μην μπλέξουν” με διώξεις για συκοφαντική δυσφήμηση ακόμη και επιθέσεις των θιγομένων εναντίον τους και δεν αντιδρούν.

Στην περίπτωση όμως μίας ήδη διαμορφωμένης προσωπικότητας, που έχει φτάσει δηλαδή στην εφηβεία, η πρόληψη της βίαιης συμπεριφοράς από την πλευρά του παιδιού, εφόσον διαγνωστεί και πάλι από τους μη ειδικούς (γείτονες, δασκάλους κ.ά.) η αναζήτηση των αιτίων μικρή αξία έχει. Κατά κανόνα αποτελεί χάσιμο χρόνου που αποπροσανατολίζει από την επείγουσα ανάγκη της λήψης μέτρων προστασίας του ψυχικά ασθενούς ατόμου και της υπόλοιπης κοινότητας.

Γνωρίζω καλά ότι η Ειρήνη Μουρτζούκου είχε εκδηλώσει εξαιρετικά επικίνδυνη συμπεριφορά στο σχολείο που φοίτησε και την τελευταία στιγμή σώθηκαν άλλα παιδιά, κυρίως χάρη στην παρέμβαση γονέων και άλλων. Γιατί συνήθως στο σχολείο ενεργοποιούνται αντίρροπες δυνάμεις που αποτρέπουν από τη λήψη μέτρων και μάλιστα επικαλούμενες διάφορες δήθεν παιδαγωγικές θεωρίες στη βάση του: ”μη μου τους παίδας τάραττε”, κοινώς: μην τιμωρείτε, μην παρεμβαίνετε, μην ενοχλείτε τα παιδιά”, ακόμη και αν αυτά ταλαιπωρούν τους υπόλοιπους ενώ φυσικά εκθέτουν και τον εαυτό τους σε κίνδυνο.

Η καλλιέργεια της εντύπωσης ότι μπορεί ο καθένας να κάνει ό,τι θέλει, να παραβιάζει ακόμη και στοιχειώδεις κανόνες και πως θα υπάρχει πάντοτε ένα δίχτυ προστασίας που θα το απαλλάξει από κάθε συνέπεια, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την παραγωγή ανεύθυνων, επικίνδυνων, αλαζονικών αλλά και ανίκανων να διαχειριστούν οποιαδήποτε δυσκολία νέων ανθρώπων.

Τέλος, η υπόθεση της Μουρτζούκου και του κάθε ψυχασθενούς που διαπράττει εγκλήματα, διαψεύδει για άλλη μία φορά, μία ανάλογης με τις παραπάνω αντιλήψεις θεωρία που αποτελεί και τίτλο best seller της εποχής μου για τον ”μύθο του επικίνδυνου ψυχασθενή”. Η θεωρία αυτή όπως και αυτών της αποφυγής λήψης μέτρων γιατί ”πρέπει πρώτα να καταλάβουμε τι οδηγεί σε μία συμπεριφορά αντί να τιμωρήσουμε” όταν, τονίζω και πάλι, αυτή οδηγεί στη μη λήψη άμεσων μέτρων (εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι) δεν είναι ούτε επιστημονική ούτε πρακτικά χρήσιμη, δηλαδή κοινωνικά ωφέλιμη και φιλάνθρωπη όπως διατείνεται. Είναι απλώς ιδεοληπτική στηριζόμενη στο αυθαίρετο αξίωμα της καλής προαίρεσης κάθε ανθρώπου σε μία ιδεατή αλλά όχι πραγματική κοινωνία αρκεί η ”κατανόηση” για να λυθούν όλα τα προβλήματα. Το ότι πράγματι υπάρχουν εξουσιαστικοί μηχανισμοί καταπίεσης στον τομέα της ψυχικής υγείας και το ότι υπάρχουν και αντίστοιχοι, πολύ ηπιότεροι φυσικά, μηχανισμοί ελέγχου στο σχολείο ισχύει. Αλλά αυτό δεν αποδεικνύει ούτε ότι ο ψυχασθενής είναι σε κάθε περίπτωση ακίνδυνος ούτε ότι δεν υπάρχουν νέοι με διαταραγμένο ψυχισμό που χρειάζονται φροντίδα κι ότι δεν απαιτούνται μέτρα για την προστασία της κοινότητας.

Γιατί άλλο είναι να κάνει κανείς κριτική και να προσπαθεί να καταστήσει ανθρωπινότερο και αξιοπρεπέστερο τον τρόπο αντιμετώπισης ανθρώπων με διαταραγμένη ψυχική υγεία και ισορροπία και άλλο να ασκεί έναν στοιχειώδη έλεγχο και να λαμβάνει εκείνα τα μέτρα που και το κοινωνικό σύνολο προστατεύουν αλλά και τον ασθενή από τον ίδιο του τον εαυτό.