Τέσσερις κατηγορούμενοι προφυλακίστηκαν για τη συμμετοχή τους στο μεγάλο κύκλωμα διακίνησης κοκαϊνης από τη Λατινική Αμερική, ενώ ένας ακόμη αφέθηκε ελεύθερος. Παράλληλα, ο αποκαλούμενος «Έλληνας Εσκομπάρ» αρνήθηκε κάθε εμπλοκή, υποστηρίζοντας ότι το πλοίο δεν του ανήκε, καθώς –όπως είπε– το είχε πουλήσει τον Αύγουστο.
«Αρνούμαι τις κατηγορίες. Το πλοίο στο οποίο εντοπίστηκαν τα ναρκωτικά δεν είναι δικό μου. Είχε μεταβιβαστεί στις 6/8/2025 σε μέλος του πληρώματος που επέβαινε σε αυτό και το οποίο έχει συλληφθεί από τις γαλλικές αρχές», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Υπενθυμίζεται ότι στις αρχές της εβδομάδας αποκαλύφθηκε μεγάλη υπόθεση μεταφοράς 4 τόνων κοκαΐνης από τη Λατινική Αμερική προς την Ευρώπη με πλοίο ελληνικών συμφερόντων, έπειτα από επιχείρηση της Δίωξης Ναρκωτικών της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος, σε συνεργασία με τις αμερικανικές αρχές.
Την Κυριακή συνελήφθησαν στην Ελλάδα πέντε άτομα, ανάμεσά τους και ο φερόμενος ιδιοκτήτης του σκάφους που μετέφερε μεγάλη ποσότητα κοκαΐνης και εντοπίστηκε στον Ατλαντικό.
Η δικογραφία
Ο 61χρονος φέρεται να ήταν ο «εγκέφαλος» της εγκληματικής οργάνωσης, έχοντας στήσει ένα πολυεθνικό δίκτυο που απλωνόταν σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Ευρώπης. Εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του ως επιχειρηματίας στον τομέα της θαλάσσιας αλιείας και τις διασυνδέσεις που είχε αναπτύξει επί τουλάχιστον τρεις δεκαετίες, φέρεται να λειτουργούσε ως ο γενικός συντονιστής των διεθνών μεταφορών ναρκωτικών.
Σύμφωνα με τη δικογραφία, ο «Έλληνας Εσκομπάρ» είχε τον πλήρη έλεγχο της οργάνωσης, αναλαμβάνοντας τη στρατολόγηση πληρωμάτων, την εξεύρεση και προετοιμασία αλιευτικών σκαφών, τον εξοπλισμό τους με εξειδικευμένα συστήματα ναυσιπλοΐας, αλλά και τη διεκπεραίωση της απαραίτητης γραφειοκρατίας μέσω επαγγελματιών του χώρου. Παράλληλα, διατηρούσε απευθείας επαφές με προμηθευτές ναρκωτικών, συντόνιζε τις παραλαβές εν πλω και καθοδηγούσε τη μεταφορά και παράδοσή τους στους τελικούς παραλήπτες.
Απολογίες για κύκλωμα ναρκωτικών
Κομβικό ρόλο φέρεται να διαδραμάτιζε και ένας 73χρονος, μόνιμος κάτοικος Ολλανδίας, ο οποίος μέχρι στιγμής δεν έχει συλληφθεί. Ο συγκεκριμένος εμφανίζεται ως το «δεξί χέρι» του αρχηγού και ως αντιπρόσωπός του στη Λατινική Αμερική, αναλαμβάνοντας επαφές με προμηθευτές ναρκωτικών και την εξεύρεση παραληπτών. Το όνομά του έχει συνδεθεί και με την υπόθεση «Africa 1» του 2004, όταν ισπανικές Αρχές είχαν κατασχέσει 4,5 τόνους κοκαΐνης.
Στη λειτουργία του κυκλώματος συμμετείχαν ακόμη άτομα που λειτουργούσαν ως «αχυράνθρωποι», ιδρύοντας εταιρείες και εμφανιζόμενοι ως τυπικοί ιδιοκτήτες ή διαχειριστές αλιευτικών σκαφών, αλλά και μέλη πληρωμάτων που αποτελούσαν τον επιχειρησιακό βραχίονα της οργάνωσης. Οι τελευταίοι αναλάμβαναν την παραλαβή των ναρκωτικών εν πλω, τη μεταφορά τους και την παράδοσή τους σε προκαθορισμένα σημεία σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται και στον ρόλο ενός 74χρονου, ο οποίος φέρεται να είχε αναλάβει τη νομιμοποίηση των παράνομων εσόδων μέσω εταιρικών σχημάτων, ενσωματώνοντας τα χρήματα της διακίνησης ναρκωτικών στο νόμιμο οικονομικό κύκλωμα.
Το modus operandi της οργάνωσης
Η εγκληματική οργάνωση, σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., ακολουθούσε μεθόδους που παραπέμπουν σε διεθνή καρτέλ, αξιοποιώντας αλιευτικά σκάφη με νομιμοφανή επαγγελματική δραστηριότητα.
Βασικός άξονας της δράσης τους ήταν η μέθοδος του «mothership», κατά την οποία μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών μεταφέρονταν μέσω ωκεάνιων διαδρομών και μεταφορτώνονταν εν πλω σε μικρότερα σκάφη, μειώνοντας τον κίνδυνο εντοπισμού.
Η «επιχείρηση Ίππαλος»
Η αποδόμηση του κυκλώματος ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2024, έπειτα από πληροφορίες του γραφείου της DEA στην Αθήνα, και εξελίχθηκε σε διεθνή επιχείρηση με τη συμμετοχή ελληνικών και ευρωπαϊκών Αρχών.
Την Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025, μέλη της οργάνωσης εντοπίστηκαν από το Πολεμικό Ναυτικό της Γαλλίας να πλέουν με ελληνικό αλιευτικό σκάφος, στο οποίο βρέθηκαν 136 πακέτα κοκαΐνης, συνολικού βάρους από 3,4 έως 4,7 τόνους. Η ποσότητα είχε παραληφθεί εν πλω, ανοικτά της νήσου Μαρτινίκας, έπειτα από εντολή του αρχηγού.
Ακολούθησαν ταυτόχρονες επιχειρήσεις σε Αττική, Θεσσαλονίκη, Πιερία και Θήβα, με τη σύλληψη και των υπολοίπων μελών, μεταξύ των οποίων και του αρχηγικού.
Σύμφωνα με τις Αρχές, το συνολικό προσδοκώμενο παράνομο όφελος της εγκληματικής οργάνωσης εκτιμάται ότι ξεπερνά τα 100 εκατομμύρια ευρώ.