Ο χειμώνας της φοβερής χρονιάς του ΄36 έπεφτε ρηπιδών πάνω στους ώμους των ανθρώπων. Φτώχεια, ακρίβεια, απολύσεις, εξαθλίωση, εξεγέρσεις, τραυματισμοί, συλλήψεις, εξορίες… Το εργατικό κίνημα στην Θεσσαλονίκη με το πολυπολιτισμικό εργατικό της κέντρο κόχλαζε αναταράσσοντας τα Βαλκάνια. Καπνεργάτες και καπνεργάτριες σε πόλεις της Β. Ελλάδος, λιμενεργάτες, αυτοκινητιστές, τροχιοδρομικοί, οι εργάτες βενζίνης, κλωστοϋφαντουργοί, το ένα μετά το άλλο τα σωματεία ξεσηκώνονταν. Ακολούθησαν οι φοιτητές.
Σε μια Ευρώπη που σκοτείνιαζε και σε μία πόλη που έπρεπε με το ζόρι να αλλάξει με τις φασιστοσυμμορίες στους δρόμους η πείνα και η καταστολή θέριζαν. Στις 28 Μαρτίου τρεις μεγάλες εταιρίες καπνού στη Θεσσαλονίκη απολύουν ξαφνικά 200 εργάτες κι εργάτριες.
Σε μία θυελλώδη συνεδρίαση αποφασίζεται γενική απεργία. Ζητούν οκτάωρο, κοινωνική ασφάλιση, καλύτερο μεροκάματο. Την άλλη μέρα η απεργία γενικεύεται σε όλη τη χώρα. Την 1η Μαΐου, γιορτάζεται η εργατική πρωτομαγιά με συγκεντρώσεις στο Σέιχ σου και στο Μπεχτσινάρ. Η αστυνομία και οι 3 εψιλίτες κατεβαίνουν στους δρόμους για να ρημάξουν τους αναγκεμένους.
Τις επόμενες μέρες μπαίνουν κι άλλα σωματεία στην απεργία, Η Θεσσαλονίκη είναι ένα πραγματικό καζάνι που βράζει. Ο Ιωάννης Μεταξάς φτάνει εσπευσμένα στην πόλη από το Βελιγράδι και αρνείται να συζητήσει κάθε αίτημα. Το μήνυμα πρέπει να δοθεί: δίνεται εντολή για την καταστολή των διαδηλώσεων.
Στις 8 Μαΐου, μέρα Παρασκευή, η Θεσσαλονίκη θυμίζει πεδίο μάχης. Χιλιάδες εργάτριες διαδηλώνουν προς το Καραμπουρνού κι εργάτες προς συμπαράσταση συγκρούονται άγρια με την αστυνομία στην Εγνατία και σε άλλα σημεία της πόλης.
Επιβάλλεται απαγόρευση κυκλοφορίας. Εβδομήντα οι τραυματίες, εκατό οι συλλήψεις. Κηρύσσεται 24ωρη γενική απεργία όλων των εργατικών σωματείων προς συμπαράσταση. Ο θάνατος βαδίζει στους δρόμους της πόλης κι ο Τάσος μέλλεται να τον συναντήσει την επόμενη.
Στις 9 Μαΐου το πρωί, ο Τάσος, όπως συνήθιζε, πέρασε να δει τη μάνα του. Η Κατίνα τον είδε ξαφνικά μπροστά της στην κουζίνα, να την κοιτάει χαμογελαστός με το δερμάτινο σακάκι του ριγμένο ανέμελα στον ώμο. Ο γιος μου, ευτυχώς δε χάνει το κέφι του και το χαμόγελο, σκέφτηκε και ζεστάθηκε η ψυχή της. Ήπιαν τον καφέ μαζί. «Θέλεις να σου τηγανίσω κανένα αυγό με λίγο τυρί, γιόκα μου;» τον ρώτησε. Δεν ήθελε. Της άφησε ένα πενηντάρικο, να πάρει καφέ και χαλβά. Τη χάιδεψε στην πλάτη. «Γεια σου μάνα λεβέντισσα», της είπε, όπως συνήθιζε.
Έκοψε ένα κόκκινο γεράνι απ’ τη γλάστρα κι έφυγε. Να μην ανησυχεί, της είπε. Κατέβηκε στην πόλη. Ο μεγάλος δρόμος που διέσχιζε αιώνες την ιστορία, μάρτυρας αυτοκρατόρων και ζηλωτών, Ρωμαίων και όλων των φυλών ήταν γεμάτος εκείνο το πρωί.
Στην γωνία Εγνατίας και Σπανδωνή οι καπνεργάτες ήρθαν αντιμέτωποι με μια αστυνομική δύναμη. Ένοιωσε μέσα του να φουντώνει η οργή, όλη εκείνη η οργή που είχε νοιώσει τα προηγούμενα χρόνια απ’ την εγκατάλειψη του πατέρα του, από την ταλαιπωρία, την εκμετάλλευση της δουλειάς του, τη φτώχεια και την αδικία που έβλεπε. Ίσως και να θυμήθηκε εκείνο το πρωινό που κουβάλησε χιλιόμετρα με τα χέρια δυο ασθενείς του σανατορίου μέσα στα βαριά χιονιά της εποχής πριν λιποθυμήσει κι ο ίδιος στην πόρτα του ιδρύματος. Και τώρα έπρεπε να κάνει το ίδιο. Να σταθεί δίπλα στους αδύναμους.
Την ίδια ώρα η κυρά Κατίνα, η μάνα του, έπιανε να συγυρίσει το σπίτι αλλά το σπίτι δεν τη χωρούσε. Ο νους της ήταν στις δυο τις κόρες της. Οι γειτόνισσες έλεγαν ότι θα γινόταν σήμερα μεγάλο κακό. Όλοι οι εργάτες ήταν στους δρόμους και οι αστυνομικοί με τα όπλα στα χέρια. Πώς θα γύριζαν τα κορίτσια στο σπίτι;
Δεν την άντεχε άλλο αυτή την αγωνία. Παράτησε το συγύρισμα, ντύθηκε, έφτιαξε όπως-όπως τα μαλλιά της και πήρε το δρόμο να πάει να τα βρει. Κατηφόρισε την οδό Ρακτιβάν και βγήκε στη Διοικητηρίου…
Κάτω στην Εγνατία οι αστυνομικοί πυροβολούν προειδοποιητικά στον αέρα, δεν αφήνουν τους εργάτες να προχωρήσουν. Ανταπαντούν με πέτρες και ξύλα. Κάθε βήμα για ν ακουστούν κερδίζεται πόντο πόντο και φόβο το φόβο. Οι κάνες έχουν χαμηλώσει πια. Υπάρχουν φήμες για νεκρούς.
Λίγα μέτρα πιο πέρα, στη γωνία Συγγρού και Πτολεμαίων κοντά στην σκεπαστή αγορά για όσους κι όσες ξέρουν την πόλη, μπροστά στο ξενοδοχείο «Μητρόπολις», ακούγεται πυροβολισμός. Μια σφαίρα διαπέρασε το κρανίο του, στο ύψος του κροτάφου, ακούστηκε να βογγά έβαλε το χέρι στα μάτια πριν πέσει στο πεζοδρόμιο. Ήταν ο 1ος από τους 12 που μέχρι να πέσει η σημερινή μέρα θα κείτονταν νεκροί.

Ο Τάσος Τούσης γεννήθηκε στο Ασβεστοχώρι το 1906, ανήμερα πρωτοχρονιά. O παππούς του, ο γερο Τούσης είχε μαζέψει από βραδίς στο πατρικό το σπίτι, όπως συνήθιζε να κάνει κάθε χρόνο, τα 6 παιδιά του, τις νύφες του, τους γαμπρούς του και τα εγγόνια του για να γιορτάσουν μαζί τον ερχομό του καινούργιου χρόνου. Σαν ήρθε ο καινούργιος χρόνος έκοψαν τη βασιλόπιτα κι ο γέρο Τούσης μοίρασε τα κομμάτια σε όλους για να δουν σε ποιον θα πέσει το φλουρί. Η Κατίνα, η νύφη του, γυναίκα του Γιώργου, δεν πρόλαβε να ψάξει για το φλουρί. Την έπιασαν οι πόνοι της γέννας. «Απόψε θα γεννήσω», είπε στον άνδρα της κι εκείνος την πήρε, την πήγε στο δωμάτιό τους κι έτρεξε να φωνάξει τη μαμή. Ως το πρωί η Κατίνα γέννησε ένα όμορφο και υγιές αγοράκι.
/…/Ο πατέρας ξαναγύρισε, είδε την αθλιότητα της οικογένειας, αλλά πια δεν τον χωρούσε τ’ Ασβεστοχώρι. Είχε μάθει στη ρέμπελη ζωή. Ξανάφυγε και ξαναήρθε. Κάθε φορά που έφευγε άφηνε την Κατίνα έγκυο. Την τελευταία φορά έφυγε με την υπόσχεση ότι αυτή τη φορά θα πήγαινε στη Βουλγαρία, θα τους έστελνε και του πουλιού το γάλα και θα γύριζε από κει πλούσιος. Όμως από τότε ο Γιώργος δεν ξαναγύρισε. Στο μεταξύ είχαν προστεθεί άλλα δυο μέλη στην οικογένεια, δυο ακόμη κοριτσάκια, η Μαρικούλα και η Ζωίτσα.
Όταν κηρύχθηκε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος η οικογένεια δεν είχε πια ούτε να φάει. Ο Τάσος πήγαινε τότε Τρίτη Δημοτικού και ήταν άριστος μαθητής. Αλλά έπρεπε κάτι να κάνει. Παράτησε το σχολείο και πήγε βοηθός μάγειρα στους Άγγλους που στρατοπέδευαν στην περιοχή. Τους έκανε και διάφορα θελήματα κι οι Άγγλοι τον συμπάθησαν και του ‘διναν κονσέρβες, σοκολάτες, γλυκά, πράγματα που δεν είχε γευτεί στη ζωή του. Έφταναν για την οικογένεια και περίσσευαν. Κι απ’ τα περισσευούμενα η μάνα του μοίραζε και στις γειτόνισσες.
Ο πόλεμος τέλειωσε, οι Άγγλοι έφυγαν κι ο Τάσος δεν ξαναγύρισε στο σχολείο. Έπιασε δουλειά σ’ ένα καροποιείο και συντηρούσε την οικογένεια. Τα χρόνια πέρασαν κι έγινε παλικάρι. Ένα ωραίο, γεροδεμένο παλικάρι που παρά την ταλαιπώρια του ήξερε να χαμογελάει και να τραγουδάει, όπως έγραψε η Ρούλα Γκόλιου. Η Παπαντή, έπιασε δουλειά υπηρέτρια σ’ ένα πλούσιο σπίτι, μα και πάλι τα λεφτά ήταν λίγα, δεν έφταναν για την οικογένεια. Στα 17 του έφυγε απ’ το καροποιείο κι έπιασε δουλειά σ’ ένα βαρελάδικο και ποτοποιείο μαζί, όπου εκεί πληρώνονταν καλύτερα. Έπαιρνε 12 δραχμές τη μέρα. Βρήκε καλά αφεντικά, καλούς ανθρώπους που τον αγάπησαν και δίπλα τους έμαθε την τέχνη του βαρελοποιού και του ποτοποιού.
/…/Πριν να τον καλέσουν για φαντάρο, ο Τάσος πήγε μόνος του και κατατάχτηκε εθελοντής στην Αεροπορία, που τότε έκανε τα πρώτα της βήματα. Έδωσε ένα είδος τεχνικής εξέτασης όπου ήρθε πρώτος και προσλήφθηκε τεχνικός στο μηχανοστάσιο. Συγχρόνως παρακολουθούσε μαθήματα στις μηχανές των αεροπλάνων και στο πιλοτάρισμα. Σαν έμαθε να πιλοτάρει, αυτή ήταν η μεγάλη του χαρά. «Μόνο εκεί πάνω ξεχνιέμαι αδερφή μου», έλεγε στην αδερφή του τη Μαρίκα, «βλέπω αλλιώτικα τον κόσμο, χωρίς τη φτώχεια, την κακία και τη δυστυχία που τον δέρνει». Ριψοκίνδυνος κι ανήσυχο πνεύμα όπως ήταν, πολλές φορές πετούσε χαμηλά πάνω από το σπίτι τους κι η μάνα του κι οι αδερφές του τον καμάρωναν αλλά και σφίγγονταν η ψυχή τους. Με ό, τι καταπιάνονταν ο Τάσος πάντα διακρίνονταν. Του πρότειναν μάλιστα απ’ την αεροπορία να τον στείλουν στη Γερμανία για μετεκπαίδευση, αλλ’ αυτός αρνήθηκε να πάει. Ποιος θα φρόντιζε την οικογένεια αν έφευγε αυτός;
/…/
Όταν απολύθηκε κι έφυγε με βαριά καρδιά απ’ την αεροπορία, με τις γνώσεις που απέκτησε απ’ τ’ αεροπλάνα, πήρε δίπλωμα επαγγελματία οδηγού αυτοκινήτου κι έπιασε δουλειά σε γκαράζ σα μηχανικός αυτοκινήτων. Εκεί βρήκε ένα σαραβαλιασμένο κι εγκαταλειμμένο Φορντ, το αγόρασε απ’ τον ιδιοκτήτη για 3000 δραχμές και βάλθηκε να το φτιάξει αυτοκίνητο. Ήξερε απ’ αυτά ο Τάσος κι είχε πείσμα και μεράκι. Το πάλεψε τρεις μήνες και τα κατάφερε. Μ’ αυτό το σαράβαλο το φορντάκι ο Τάσος ξεκίνησε να κάνει δρομολόγια και να μεταφέρει κόσμο στη γραμμή Θεσσαλονίκη – Ασβεστοχώρι – Σανατόριο πρώτος και πάλι αυτός. Το φορντάκι βέβαια αναστέναζε στην ανηφόρα και πολλές φορές τον άφηνε στο δρόμο. Έτσι, έξοδα κι έσοδα ήρθαν ίσα – ίσα τον πρώτο καιρό. Αλλά ο Τάσος δεν έλεγε να το εγκαταλείψει. Πού λεφτά για να πάρει άλλο, καλύτερο…
/…/Το φορντάκι του δεν επιδέχονταν πια άλλης επισκευής. Το διέλυσε με πόνο ψυχής και το πούλησε για παλιοσίδερα. Άλλο αυτοκίνητο δεν μπορούσε να πάρει. Δούλεψε τότε οδηγός στο πρώτο και μοναδικό λεωφορείο της συγκοινωνίας που είχε αρχίσει να εκτελεί το δρομολόγια Θεσσαλονίκη – Σανατόριο – Χορτιάτη. Δούλευε απ’ τα ξημερώματα ως το βράδυ για 500 δραχμές το μήνα. Τα λεφτά ήταν τιποτένια ανάλογα με τη δουλειά και μέσα του φούντωνε η αγανάκτηση.
Τότε ήταν που γνώρισε την Έλλη Ρετετάκου. Η Έλλη ήταν καπνεργάτρια από την Αίγινα αλλά είχε προσβληθεί από φυματίωση και νοσηλευόταν στο Σανατόριο. Ήταν όμορφη κοπέλα η Έλλη, αν και πολύ μεγαλύτερη απ’ τον Τάσο, αλλά άτυχη κι αυτή. Ήταν ανάπηρη, με ένα πόδι ξύλινο απ’ το μηρό και κάτω. Ο Τάσος τη συμπάθησε την Έλλη, τη συμπόνεσε κι αναπτύχθηκε μια φιλία μεταξύ τους που σύντομα εξελίχθηκε σε ερωτική σχέση. Η Έλλη έφυγε απ’ το Σανατόριο, χωρίς ακόμη καλά – καλά να θεραπευθεί, νοίκιασε ένα δωμάτιο στη Θεσσαλονίκη, στην οδό Ιουλιανού 22 κι ο Τάσος άρχισε να λείπει τα βράδια απ’ το σπίτι της Κατίνας. Γρήγορα κυκλοφόρησε η φήμη στο χωριό πως θα παντρεύονταν.
Ο Τάσος είχε ήδη βγάλει άδεια γάμου κι ο γάμος θα γινόταν το καλοκαίρι.
Μια μέρα πήγε στο σπίτι με ψώνια. Καινούργιο κουστούμι, πουκάμισο και παπούτσια. «Μάνα βαρέθηκα πια να εκμεταλλεύονται τους κόπους μου και τη δουλειά μου. Η Έλλη μου έδωσε όλες τις οικονομίες της, 15.000 δραχμές. Αύριο θα πάω ν’ αγοράσω δικό μου αυτοκίνητο. Βρήκα ένα πενταθέσιο μεταχειρισμένο αλλά σε καλή κατάσταση. Τα λεφτά της Έλλης είναι ίσα για την προκαταβολή. Τα υπόλοιπα, 35.000, θα δουλέψω και θα τα δίνω λίγα – λίγα, με δόσεις. Δε θα σας παρατήσω, μάνα, στ’ ορκίζομαι. Θα ζούμε καλύτερα τώρα, θα δεις…».
* Ο Τάσος Τούσης, ο διασημότερος νεκρός του εργατικού κινήματος του μεσοπολέμου, είναι θαμμένος στα νεκροταφεία της Ευαγγελίστριας
* Η μάνα του όταν οι εργάτες κίνησαν με το σώμα του γιου της πάνω σε μια πόρτα και διαλύθηκαν από τους νέους πυροβολισμούς έμεινε μονάχη ανάμεσα από τις ριπές πάνω από το σώμα του παιδιού της.
* Η Έλλη τελεύτησε την ζωή της στο σανατόριο
* Το 1983 κυκλοφόρησε το Βιβλίο «Ο Τάσος Τούσης. Ο θάνατος ενός ήρωα για τα δικαιώματα των εργαζομένων» από όπου και έχουν αντληθεί στοιχεία.
* Με ειδικό Διάταγμα η ψηφισμένη από τον Βενιζελο το 32 κοινωνική ασφάλιση αλλά ανενεργή αφού αντιδρούσε ο Συνασπισμός των Τραπεζών, θα εφαρμοζόταν από την 1η Δεκέμβρη της επόμενης χρονιάς.
* Η αδερφή του, χρόνια αργότερα, μόλις έμαθε να γράφει, η 1η επιστολή που έγραψε ήταν η ευχαριστήρια στον Γιάννη Ρίτσο, που απάντησε, ίσως γιατί ο ποιητής απάντησε και τότε στην προφητεία του Τάσου «θα ζούμε καλύτερα» -και ζούμε πάρα την υποχώρηση του ΙΚΑ, τωρινού ΕΦΚΑ που πρέπει όπως κι άλλα να ξαναϋπερασπίσουμε- με κείνον τον 15συλλαβο στίχο τομή στην λογοτεχνική μας ιστορία με το στόμα της μάνας που συντρόφευε και συντροφεύει τον ελληνικό λαό ντυμένος με τις εμβληματικές νότες του Θεοδωράκη:
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;
Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γειρατειώ μου,
ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου
Γιε μου, αν δεν σούναι βολετό ναρθείς ξανά σιμά μου
πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.
Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ’ ευωδιαστό μου δάσο,
πώς να πιστέψω η άμοιρη πώς μπόραε να σε χάσω;
Κι ουδέ κακόβαλα στιγμή κι ούδ’ έτρεξα ξοπίσω
τα στήθεια μου να βάλω μπρος τα βόλια να κρατήσω.
Κανείς μη ’γγίξει απάνω του, παιδί μου είναι δικό μου.
Σιωπή· σιωπή· κουράστηκε, κοιμάται το μωρό μου.
Τι έκανες, γιε μου, εσύ κακό; Για τους δικούς σου κόπους
την πλερωμή σου ζήτησες απ’ άδικους ανθρώπους.
Και να που ανασηκώθηκα· το πόδι στέκει ακόμα·
φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ’ ανέβασε απ’ το χώμα.
Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου εσύ κοιμήσου
και γω τραβάω στ’ αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.
Πηγές: Μαρίκα Μπόχαλη Τούση, αυτοέκδοση, Ο Τάσος Τούσης. Ο θάνατος ενός ήρωα για τα δικαιώματα των εργαζομένων, Θεσσαλονίκη, 1983.
Η ματωμένη 9η Μαΐου του 1936, ΜΙΕΤ
Κωστής Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης, Καστανιώτης, 1988.