Η νέα ευκαιρία

Κατά το πρόσφατο ταξίδι του Ελληνο-Αμερικανικού Επιμελητηρίου με το Χρηματιστήριο Αθηνών στην Ουάσιγκτον είχαμε την ευκαιρία να προβάλλουμε στην επιχειρηματική και επενδυτική κοινότητα και σε εκπροσώπους της δημόσιας διοίκησης των ΗΠΑ το νέο τοπίο που διαμορφώθηκε και εκφράζεται από την επιτυχημένη πορεία και τις προοπτικές των επιχειρήσεων που προσαρμόστηκαν, άλλαξαν και παρέμειναν ζωντανές μέσα στην κρίση, αλλά και την ευκαιρία που προκύπτει από το θετικό κλείσιμο της αξιολόγησης και την απομάκρυνση της αβεβαιότητας.
Costas Baltas / Reuters

Σήμερα παρουσιάζεται μια νέα ευκαιρία που μπορεί να βασισθεί στις αισιόδοξες προβλέψεις, υπό αυστηρές όμως προϋποθέσεις, για τις προοπτικές της οικονομίας και το μέλλον της χώρας. Το θετικό κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου Μνημονίου και η έστω χαλαρή δέσμευση των εταίρων για την λήψη των μεσοπρόθεσμων μέτρων που θα κριθούν απαραίτητα για την αναδιάρθρωση του χρέους μετά τη λήξη του Προγράμματος, δημιουργούν προοπτικές δημοσιονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης. Οι μακρές όμως και χωρίς τελικά αντίκρισμα διαπραγματεύσεις, επέφεραν νέα βάρη στις επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες και είχαν υφεσιακές συνέπειες στην αγορά και στην οικονομία.

Το 2016 αναλώθηκε σε διαπραγματεύσεις, όπως και το πρώτο εξάμηνο του 2017. Το θετικό σενάριο που προέκυπτε από τις εξελίξεις στους δημοσιονομικούς δείκτες και την οριακή έστω ανάπτυξη του τελευταίου τριμήνου της περασμένης χρονιάς και οι προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί για μια γρήγορη και θετική κατάληξη της δεύτερης αξιολόγησης ανετράπησαν και οδήγησαν την πραγματική οικονομία, που ήδη βρισκόταν σε δύσκολη θέση από την έλλειψη ρευστότητας, τη συσσώρευση χρεών, την αποεπένδυση και την υπερφορολόγηση, σε διαφαινόμενο αδιέξοδο.

Εμμένουμε στην αξιολόγηση, αντί να επιμένουμε στη δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης και προσέλκυσης επενδύσεων που θα απελευθέρωναν την επιχειρηματικότητα και θα επέτρεπαν την δημιουργία πλούτου και νέων διατηρήσιμων θέσεων εργασίας.

Η διαρκής ενασχόληση με τη διαπραγμάτευση, παρά με την ουσιαστική πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις και τα μέτρα για την ανάπτυξη, δεν βελτιώνει την αξιοπιστία μας, ενισχύει την αβεβαιότητα και αυξάνει το έλλειμμα εμπιστοσύνης όπως διαπιστώσαμε ξανά και οδυνηρά στο τέλος του προηγούμενου χρόνου με την απαίτηση των θεσμών για τη νομοθέτηση και προληπτικών αυτή τη φορά μέτρων.

Έτσι αναπόφευκτα η επιφυλακτικότητα των αγορών απέναντι στη δέσμευσή μας για τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις μετατρέπεται σε αμφιβολία για τη σταθερότητα, πολιτική και οικονομική και επαναφέρει την αβεβαιότητα, σε μια χρονική στιγμή μάλιστα που και το διεθνές περιβάλλον εμφανίζει στοιχεία αβεβαιότητας με τις κρίσιμες (ευτυχώς θετικές ως τώρα) εκλογικές αναμετρήσεις σε σημαντικές Ευρωπαϊκές χώρες, τη συνεχιζόμενη συζήτηση για το Brexit και την αναζήτηση του νέου δόγματος πολιτικής για το εμπόριο και τις διεθνείς ισορροπίες από τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ.

Με το κλείσιμο της αξιολόγησης αποφύγαμε την επάνοδο κλίματος πολιτικής ρευστότητας και συνθηκών διαρκούς αστάθειας στην οικονομία που θα έθεταν σε κίνδυνο ακόμη και τη δημοσιονομική σταθερότητα και θα ενέτειναν τις ανησυχίες του επιχειρηματικού κόσμου και των αγορών.

Τονίζω ιδιαίτερα για μια ακόμη φορά την τεράστια σημασία που έχει η αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης για την επιστροφή των καταθέσεων και των επενδυτών. Πέρα από την άρση των capital controls και την παροχή ρευστότητας η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την ανάπτυξη της οικονομίας και την αποκατάσταση της εργασίας.

Κατά το πρόσφατο ταξίδι του Ελληνο-Αμερικανικού Επιμελητηρίου με το Χρηματιστήριο Αθηνών στην Ουάσιγκτον είχαμε την ευκαιρία να προβάλλουμε στην επιχειρηματική και επενδυτική κοινότητα και σε εκπροσώπους της δημόσιας διοίκησης των ΗΠΑ το νέο τοπίο που διαμορφώθηκε και εκφράζεται από την επιτυχημένη πορεία και τις προοπτικές των επιχειρήσεων που προσαρμόστηκαν, άλλαξαν και παρέμειναν ζωντανές μέσα στην κρίση, αλλά και την ευκαιρία που προκύπτει από το θετικό κλείσιμο της αξιολόγησης και την απομάκρυνση της αβεβαιότητας.

Η θετική ανταπόκριση που συναντήσαμε αλλά και η αυξημένη συμμετοχή ξένων θεσμικών επενδυτών, η εμφάνιση νέων funds και το ρεκόρ συναντήσεων στο Investment Forum της Νέας Υόρκης, που ακολούθησε την επίσκεψη της Ουάσιγκτον, μας επιτρέπει να αισιοδοξούμε για τν συντήρηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος και τη βελτιωμένη διάθεση ανάληψης του ρίσκου επένδυσης στην Ελλάδα.

Το μήνυμα όμως των επενδυτών, όσον αφορά στην ουσιαστική απόφασή τους να τοποθετηθούν στην Ελλάδα, παραμένει σαφές και αφορά την εμπιστοσύνη στην οικονομία και στην πολιτεία. Οι επενδυτές εξαρτούν την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της Ελλάδας από την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος, την επιτάχυνση απονομής της Δικαιοσύνης, τη διαφάνεια, τη βελτίωση της διακυβέρνησης της Δημόσιας Διοίκησης, την απελευθέρωση της αγοράς και τις επιτυχημένες ιδιωτικοποιήσεις που θα δώσουν το σήμα ότι η Ελλάδα εκτός από τη βούληση διαθέτει και το κατάλληλο περιβάλλον ώστε να υποδεχτεί επενδύσεις.

Έχει γίνει φανερό και ελπίζω κοινός τόπος πλέον ότι η ανάπτυξη και η δημιουργία πλούτου και νέων καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας μπορούν να προέλθουν μόνο από την ιδιωτική οικονομία και την προσέλκυση επενδύσεων. Παράλληλα λοιπόν με την πειστική, ενιαία και συνεκτική διατύπωση της πολιτικής βούλησης για την προσέλκυση επενδύσεων πρέπει να προχωρήσουν και όλες εκείνες οι μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύουν τους θεσμούς, θα αποτρέπουν φαινόμενα αυθαιρεσίας, θα αποκαταστήσουν την ανταγωνιστικότητα και θα διαφυλάττουν τη σταθερότητα και βιωσιμότητα της οικονομίας και που τελικά δημιουργούν το αίσθημα της ασφάλειας στους επενδυτές και τους επιχειρηματίες.

Η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να αλλάξει. Ας ελπίσουμε ότι οι προϋποθέσεις έχουν γίνει κατανοητές και αποδεκτές από τον ευρύτερο επιχειρηματικό κόσμο, τη δημόσια διοίκηση, τους πολιτικούς και τους πολίτες.

Δημοφιλή