Στάθης Βαλούκος: Όσο μεγαλύτερο καλάθι αχρήστων έχεις, τόσο σημαντικότερος σεναριογράφος είσαι

Ο Στάθης Βαλούκος, συγγραφέας και σεναριογράφος, σκηνοθέτης ταινιών μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ (κρατικό βραβείο ταινίας μικρού μήκους 1983 με την ταινία «Ενθύμια από τη Βαϊμάρη»), διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου και εκ των πρώτων διδασκόντων του Τμήματος Κινηματογράφου του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στα μαθήματα «Σενάριο και Ιστορία του Κινηματογράφου», μας μιλά για τις επιτυχημένες και αποτυχημένες σεναριακές του απόπειρες, τις τρεις εκ των επτά Τεχνών (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση), καθώς και τι αποτελούσε πηγή έμπνευσής του για να γράφει.
facebook

Ο Στάθης Βαλούκος, συγγραφέας και σεναριογράφος, σκηνοθέτης ταινιών μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ (κρατικό βραβείο ταινίας μικρού μήκους 1983 με την ταινία «Ενθύμια από τη Βαϊμάρη»), διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου και εκ των πρώτων διδασκόντων του Τμήματος Κινηματογράφου του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στα μαθήματα «Σενάριο και Ιστορία του Κινηματογράφου», μας μιλά για τις επιτυχημένες και αποτυχημένες σεναριακές του απόπειρες, τις τρεις εκ των επτά Τεχνών (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση), καθώς και τι αποτελούσε πηγή έμπνευσής του για να γράφει.

-Είστε απόφοιτος Οικονομικών από το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Τι σας παρακίνησε να ασχοληθείτε με το σενάριο;

-Ως οργανωτής επιχειρήσεων (η πρώτη μου δουλειά) έγραφα μελέτες σκοπιμότητας επενδύσεων και άρθρα για οικονομικά περιοδικά. Ήμουν ήδη απόφοιτος της σχολής Σταυράκου, όταν σκέφτηκα να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου και σε κάτι λιγότερο τεχνοκρατικό. Ξεκίνησα να γράφω και να σκηνοθετώ ταινίες μικρού μήκους. Τίποτα σπουδαίο στην αρχή, αλλά γλυκάθηκα. Αργότερα ήρθα σε επαφή με την Εταιρεία Σκηνοθετών και ανέλαβα την σύνταξη, οργάνωση, κι έκδοση της «Φιλμογραφίας του ελληνικού Κινηματογράφου». Αυτή η δουλειά με έφερε σε επαφή με δεκάδες σκηνοθέτες κι απέκτησα τις πρώτες στέρεες γνωριμίες και φιλίες στον χώρο. Όλα αυτά ήταν έγχρωμα και συναρπαστικά κι έτσι αποφάσισα να εγκαταλείψω μια καριέρα (ήμουν ήδη αρχισυντάκτης σε ένα οικονομικό τεχνοκρατικό περιοδικό) και να κυνηγήσω μιαν άλλη.

-Ποια ήταν η πρώτη σεναριακή σας απόπειρα;

-Η τηλεοπτική μεταφορά της συλλογής διηγημάτων του Καζαντζή, «Η Παρέλαση» (1987). Εκείνη την εποχή κάναμε τα πρώτα βήματα μαζί με τον φίλο Βασίλη Σπηλιόπουλο, με τον οποίο μας συνέδεε ήδη το γράψιμο ενός βιβλίου για το Φιλμ νουάρ. Η γνωριμία μας με τον σκηνοθέτη Γιάννη Διαμαντόπουλο στάθηκε καθοριστική. Του άρεσε το «σκοτεινό» ύφος της διασκευής που αποτολμήσαμε και το οποίο ταίριαζε στην αναπαράσταση του μουντού κλίματος της Κατοχικής Θεσσαλονίκης. Ήταν η αρχή. Ακολούθησαν πολλές σειρές, στην αρχή γράφαμε μαζί με τον Βασίλη, αργότερα ακολούθησε ο καθένας τον δρόμο του.

-Έχετε ασχοληθεί ενδελεχώς και με τη τηλεόραση και με το θέατρο και με τον κινηματογράφο. Τι εμπειρίες σας προσέφερε το καθένα ξεχωριστά;

-Εμπειρίες πολλές, αλλά δεν θα τις ομαδοποιούσα κατ' αυτόν τον τρόπο. Το κάθε μέσο είχε τους ανθρώπους του, και ο κάθε άνθρωπος ήταν από μόνος του μια εμπειρία, αποτελούσε μια ξεχωριστή μελέτη χαρακτήρα. Γνώρισα πολλούς «μεγάλους» και «ιερά τέρατα» της κάθε τέχνης (του θεάτρου πολύ λιγότερο βέβαια), συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, παραγωγούς, κι από πολλούς γοητεύτηκα κι επηρεάστηκα. Αυτό ήταν το μεγάλο μου κέρδος.

-Τι αποτελούσε πηγή έμπνευσης για να γράφετε;

-Το σενάριο στην Ελλάδα λίγο πολύ είναι «παραγγελιά». Όταν το κάνεις για επαγγελματικούς λόγους, όταν δηλαδή περιμένουν το γραπτό σου ένα σωρό άνθρωποι, παραγωγοί για να το εκτιμήσουν οικονομικά, σκηνοθέτες και ηθοποιοί για να το εκτιμήσουν καλλιτεχνικά, δεν έχεις την πολυτέλεια να περιμένεις να έρθει η έμπνευση. Πηγαίνεις μόνος σου και την βρίσκεις. Μιλώ πρωτίστως για τηλεόραση. Όχι για βιβλία. Ούτε για τον κινηματογράφο. Εκεί είναι κάτι διαφορετικό. Αν υπάρχει ένας τομέας που έγραψα ελεύθερα χωρίς δεσμεύσεις είναι το μυθιστόρημα. Ο «Λευκός ελέφαντας» είναι ένα κείμενο που με καθρεφτίζει σαν συγγραφέα πολύ περισσότερο από τα σενάρια. Σε αυτό θα βρει κάποιος όλα όσα με χαρακτηρίζουν. Το ίδιο και στο νέο μου μυθιστόρημα, την «Χλωμή μητέρα».

-Έχετε γράψει αυτοβιογραφικά σενάρια;

-Τα σενάρια, όπως και όλες οι μορφές γραπτού λόγου, διηγήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά κ.ά. περιέχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία με την έννοια ότι περιλαμβάνουν είτε βιωμένες καταστάσεις, είτε τις φαντασιώσεις, τις ιδέες και τις νοοτροπίες σου. Φορείς όλων αυτών είναι οι ήρωες σου. Και τα μυθοπλαστικά στοιχεία που προσθέτεις δεν είναι κάτι περισσότερο από δικά σου οράματα, προσδοκίες, όνειρα κι εφιάλτες. Απαιτείται βέβαια σε όλα αυτά να δώσεις μιαν ευρύτερη διάσταση, ώστε να ξεπεράσουν την ατομική περίπτωση και να αγγίξουν μιαν οικουμενικότητα. Αυτό είναι και τέχνη και τεχνική.

-

Υπήρξαν σενάρια που δεν είχαν γίνει αποδεκτά;

-Αρκετά θα έλεγα. Όπως έλεγε κι ένας αμερικανός χιουμορίστας «όσο μεγαλύτερο καλάθι αχρήστων, έχεις τόσο σημαντικότερος σεναριογράφος είσαι».

-Για την ελληνική τηλεόραση έχετε γράψει δύο βιβλία, το «Ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης» και το «Η ελληνική τηλεόραση» των εκδόσεων Αιγόκερως. Πώς θα χαρακτηρίζατε την πορεία της ελληνικής τηλεόρασης από την έναρξή της μέχρι σήμερα;

-Μα... ελληνική. Στις εκπομπές της θα συναντήσεις όλες τις γνωστές παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας. Την αμετροέπεια προπαντός. Και την εξάρτηση της από κέντρα, κρατικά ή επιχειρηματικά, που αποφασίζουν για το περιεχόμενό της. Η τηλεόραση αποτελεί έναν σημαντικό διαμορφωτή της κοινής γνώμης, έχει μερίδιο ευθύνης για την πολιτική και πολιτιστική κατάσταση της χώρας.

-Ως σεναριογράφος δώσατε το παρόν σε μια χρυσή εποχή της ελληνικής τηλεόρασης. Τι είναι αυτό που της λείπει τώρα;

-Αν εννοείτε «χρυσή εποχή» την εποχή της απορρύθμισης θα έλεγα πως υπήρχε προσδοκία για κάτι «νέο» και «μεγάλο». Τα κανάλια δοκίμαζαν νέες ιδέες και νέους ανθρώπους. Τότε έλεγαν «Ας το κάνουμε, δεν το έκανε κανείς». Σήμερα λένε «Ας το κάνουμε. Το έκαναν κι άλλοι».

-Ας περάσουμε στον ελληνικό κινηματογράφο. Δείχνει ενθαρρυντικά σημάδια για το μέλλον;

-Ναι. Εδώ υπάρχει μια άνθιση με το Weird Wave. Ξεκίνησε με το Σπιρτόκουτο του Οικονομίδη και ωρίμασε με τις τελευταίες ταινίες του Λάνθιμου. Για πρώτη φορά η πολιτική και κοινωνική εσωστρέφεια που χαρακτήριζε τον ΝΕΚ αποκτά χαρακτηριστικά που δείχνει να ενδιαφέρουν και το διεθνές κοινό.

-Υπάρχουν διαφορές σε σχέση με την παραγωγή, το σενάριο και το καστ του τότε και του σήμερα;

-Ποιο είναι το τότε; Η Φίνος Φιλμ με ιδιωτικά κεφάλαια στηρίζονταν πρωτίστως στους σταρ και τους συγγραφείς. Κορυφαίες στιγμές της ήταν οι θεατρικές κωμωδίες. Ο ΝΕΚ, με χρήματα ως επί το πλείστον του κράτους αφορούσε περισσότερο τους σκηνοθέτες και την πολιτική.

-Μπορούν νέοι ταλαντούχοι σεναριογράφοι να κάνουν καριέρα στην Ελλάδα του σήμερα;

Οι τυχεροί θα κάνουν. Και ο σημαντικότερος παράγοντας της τύχης είναι η επιμονή. Αυτό όμως δεν ισχύει μόνον για σήμερα, ίσχυε πάντα. Εκτός από το ταλέντο χρειάζεται τύχη και γερό στομάχι. Ακόμα κι αν αποτύχεις στην πρώτη προσπάθεια, πρέπει να επιστρέψεις στον τόπο του εγκλήματος.

-Πώς νιώσατε όταν βραβευτήκατε με το Χρυσό Ίππο Καριέρας;

-Πως δεν τέλειωσα την καριέρα μου.

-Πώς θα χαρακτηρίζατε την πολυετή πορεία σας στο πέρασμα των τριών αυτών Τεχνών (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση);

-Άλλοι θα κρίνουν. Ωστόσο θα ήμουν χαρούμενος αν κατάφερα ως δάσκαλος και συγγραφέας να βοηθήσω κάποιους να συνειδητοποιήσουν το ταλέντο τους και να τους σπρώξω στα βαθιά.

-Τέλος, ποιος στόχος της ζωής σας έμεινε απραγματοποίητος και γιατί;

Αυτή την ερώτηση θα την απαντήσω ... μεταθανατίως. Οι στόχοι πάντως θεωρώ πως αξίζει να υπάρχουν πρωτίστως για την προπόνηση και λιγότερο για την επίτευξη.